Είκοσι χρόνια αδιεξόδου στο Αφγανιστάν, φαίνεται πως θα λήξουν φέτος για τις ΗΠΑ, καθώς ο Αμερικανός Πρόεδρος δήλωσε χθες πως «Θα φύγουμε». Αν και ο ίδιος αρνήθηκε να πει το πότε ακριβώς, μάλιστα απέρριψε ως πολύ δύσκολη την αποχώρηση έως την 1η Μάιου (που είχε συζητηθεί ως αρχική ημερομηνία), συνέχισε πως αυτό θα αποφασιστεί από την στρατιωτική διοίκηση, διευκρίνισε όμως “πως δεν μπορεί να φανταστεί Αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν του χρόνου».
Για τις ΗΠΑ η τρέχουσα διαπραγμάτευση που γίνεται μεταξύ της κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν στην Ντόχα, θεωρητικά είναι το έναυσμα για την αποχώρηση τους, έστω και αν αυτή δεν φαίνεται να εξελίσσεται ούτε γρήγορα ούτε θετικά. Στην πράξη, οι ΗΠΑ έχουν αξιολογήσει πως το κόστος της εμπλοκής τους στη μαρτυρική χώρα (που κλείνει 40 χρόνια συνεχών εισβολών, εμφυλίων, πολέμων και αναταραχών) δεν αξίζει τα όποια οφέλη παραμονής. Οι Ταλιμπάν έχει αποδειχθεί ότι είναι μια υπολογίσιμη δύναμη και κανείς δεν μπορεί να τους ξεριζώσει από τεράστιες ζώνες στο Αφγανιστάν, τις οποίες ελέγχουν με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού (από τον οποίο προέρχονται σε μεγάλο βαθμό). Η αφγανική κυβέρνηση επίσης έχει σταθεροποιήσει τη θέση της σε μια ζώνη στο κέντρο της χώρας και μάλλον μπορεί να συνεχίσει τη δραστηριότητα της με διεθνή υποστήριξη (η οποία διακριτικά παραβλέπει την διαφθορά της), ενώ το Πακιστάν δεν έχει καμία πρόθεση να πιέσει τους Ταλιμπάν, οι οποίοι είναι αγκιστρωμένοι στο έδαφος του και σε μεγάλο βαθμό συνεργάζονται με το Καράτσι, ή έχουν αποκαταστήσει μια ισορροπία ισχύος μαζί του.
Το συμπέρασμα, εδώ και αρκετά χρόνια, είναι πως η κατάσταση στο Αφγανιστάν δεν αλλάζει, παρά μόνο με την εσωτερική της δυναμική, η διεθνής και κυρίως η Αμερικανική παρέμβαση δεν αποδίδει, και τελικά η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, δεν απαιτεί καν την συστηματική εκεί παραμονή ξένων δυνάμεων. Καθώς οι Ταλιμπάν είναι φυλετικά δομημένοι, έχουν εθνικές κυρίως βλέψεις κυριαρχίας, και δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να μπουν σε τζιχαντιστικές περιπέτειες σε όλο τον πλανήτη. Αντίθετα, είναι πολλές οι ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ομάδες σε όλο τον κόσμο, παρακλάδια ή χαλαρές επιρροές της Αλ Κάιντα και της ISIS (ενταγμένες στο γενικότερο κλίμα φονταμενταλισμού που πιέζει πολλές μουσουλμανικές κοινωνίες) οι οποίες συνεχίζουν τη δράση τους, χωρίς να χρειάζονται κανένα αφγανικό καταφύγιο ή επαφή. Έτσι η αμερικανική προσοχή έχει στραφεί προς τα εκεί, με μικρής έκτασης στοχευμένες «παρεμβάσεις» με αντιανταρτικές επιχειρήσεις και χρηματοδότηση τοπικών πολιτοφυλακών και ομάδων, χωρίς να ρισκάρουν τη δική τους στρατιωτική παρουσία στο πεδίο. Ένα μάθημα που χρειάστηκε 20 χρόνια για το κατανοήσει η Ουάσιγκτον, με κόστος όμως θανάτων, στρατιωτών και κυρίως αμάχων, συγκλονιστικό.