της Alexandra Stark (*)
Στην πρώτη του ομιλία για την εξωτερική πολιτική μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα δώσει τέλος στην υποστήριξη «επιθετικών επιχειρήσεων» στον πόλεμο της Υεμένης. Πρόκειται για μια σημαντική νίκη των βουλευτών και ακτιβιστών που αγωνίζονταν για την παύση της αμερικανικής ανάμιξης σε αυτόν τον πόλεμο. Αλλά και μια αξιοσημείωτη στροφή των αμερικανικών θέσεων από τότε που ξεκίνησε αυτή η ανάμιξη, επί κυβέρνησης Ομπάμα.
Η κυβέρνηση της χώρας διέφυγε από τη Σαναά μετά την κατάληψή της από τους Χούτι τον Σεπτέμβριο του 2014. Εξι μήνες αργότερα, η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση κάλεσε εννιά αραβικές χώρες να συμμετάσχουν σε μια στρατιωτική επέμβαση για την αποκατάσταση της ομαλότητας. Η εκστρατεία αυτή, υπό τη Σαουδική Αραβία, περιέλαβε αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αποκλεισμούς εναερίων και θαλασσίων οδών και αποστολή στρατευμάτων.
Από την αρχή της επέμβασης αυτής, που υπολογίζεται ότι έχει στοιχίσει τις ζωές άνω των 8.000 αμάχων από το 2015 ως τα τέλη του 2019, οι ΗΠΑ παρείχαν υποστήριξη τόσο σε τεχνικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της αντικατασκοπείας, ενώ συνέχισαν να πωλούν όπλα στη Σαουδική Αραβία και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Όταν ο Ομπάμα αποχώρησε από την εξουσία, οι ΗΠΑ είχαν οριστικοποιήσει συμφωνίες άνω των 115 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε όπλα και εξοπλισμό προς τη Σαουδική Αραβία. Τα τέσσερα επόμενα χρόνια, ο Τραμπ πρόσθεσε πωλήσεις άλλων 25 δισεκατομμυρίων.
H κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει ανακοινώσει λεπτομέρειες για το τι θα σημαίνει στην πράξη το τέλος της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο. Μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι από σαουδάραβες αξιωματούχους ασφαλείας, οι ΗΠΑ σταμάτησαν τον ανεφοδιασμό σαουδαραβικών αεροσκαφών. Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε τον τερματισμό των «σχετικών πωλήσεων όπλων», αλλά δεν διευκρίνισε σε ποιες πωλήσεις αναφερόταν. Η προγραμματισμένη πώληση F-35 στα ΗΑΕ, για παράδειγμα, φαίνεται ότι θα πραγματοποιηθεί, καθώς η χώρα αυτή επισήμως έχει αποσύρει τις δυνάμεις της από την Υεμένη.
Στην ομιλία του, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε επίσης να βοηθήσει τη Σαουδική Αραβία να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και την εδαφική της ακεραιότητα, υπαινισσόμενος έτσι ότι άλλες πωλήσεις όπλων θα συνεχιστούν. Σημαντική είναι επίσης η δέσμευση του αμερικανού προέδρου ότι θα προβεί σε διπλωματική εκστρατεία με στόχο τον τερματισμό του πολέμου.
Υστερα από πέντε χρόνια μαχών, η Υεμένη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο: σύμφωνα με δηλώσεις των Ηνωμένων Εθνών, το 80% του πληθυσμού έχει ανάγκη από βοήθεια. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι θα άρει την απόφαση που έλαβε την τελευταία στιγμή η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση να χαρακτηρίσει τους Χούτι «ξένη τρομοκρατική οργάνωση». Πολλές ανθρωπιστικές οργανώσεις είχαν προειδοποιήσει ότι εκείνη η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα να μη φτάσει ανθρωπιστική βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται.
Σε κάθε περίπτωση, ο τερματισμός του πολέμου θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα κρατήσουν οι εγχώριες ένοπλες οργανώσεις, που ανταγωνίζονται για την πρόσβασή τους στην εξουσία. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθήσουν πολύ αν ασκήσουν πίεση στους συμμάχους τους στον Κόλπο να σεβαστούν τους όρους μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.
(*) Η Αλεξάντρα Σταρκ είναι αρθρογράφος της Washington Post
(Πηγή: Washington Post)