Ο Λαβρέντι Παβλόβιτς Μπέρια γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1899 και ήταν Γεωργιανός, όπως ο Στάλιν. Συμμετέχοντας σε επαναστατικές δραστηριότητες από την εφηβεία του και επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας αργότερα στη Γεωργία, επιβλέπει τις αδίστακτες εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 στην περιοχή του και φθάνει στη Μόσχα το 1938 για να γίνει βοηθός του τότε επικεφαλής της Μυστικής Αστυνομίας (NKVD – Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων) Νικολάι Γιεζόφ. Σύντομα διαδέχθηκε τον Γιεζόφ, ο οποίος εκτελέστηκε έπειτα από εντολή του Στάλιν. Ο Μπέρια θα αναλάμβανε υπεύθυνος των σοβιετικών γκούλαγκ και ήταν διαβόητος για τα σαδιστικά του βασανιστήρια και τους βιασμούς γυναικών και νεαρών κοριτσιών.
Όταν ο Στάλιν πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953, ο Μπέρια καταλήγει σε συμφωνία με τον παλαιό σύμμαχο του και διάδοχο του Στάλιν, Γκεόργκι Μαλένκοφ και του ανατέθηκαν τα υπουργεία Κρατικής Ασφάλειας και Εσωτερικών Υποθέσεων που τον έδωσαν τον έλεγχο τόσο της μυστικής όσο και της τακτικής αστυνομίας, καθώς και μιας ισχυρής ομάδας “πραιτοριανών” που ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν τις διαταγές του.
Αν και αρχικά ο Μπέρια έδειξε πως ήθελε να “χαλαρώσει” τον σταλινισμό, οι υπόλοιποι ισχυροί άνδρες της ΕΣΣΔ, συνέχισαν να τον φοβούνται και έτσι άρχισε να οργανώνεται ένα σχέδιο για την απομάκρυνσή του.
Οι μαρτυρίες για όσα συνέβησαν στη συνέχεια ποικίλλουν σημαντικά, αλλά φαίνεται ότι η “απομάκρυνση” της Μπέρια σχεδιάστηκε από τον Νικίτα Χρουστσόφ, γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, ο οποίος εξασφάλισε την υποστήριξη άλλων ισχυρών ανδρών, μεταξύ των οποίων ο Μαλένκοφ, ο Στρατάρχης Ζουκόφ κτλ. Στις 26 Ιουνίου, σε μια συνωμοτική συνάντηση των ισχυρών ανδρών της ΕΣΣΔ στο Κρεμλίνο, ο Χρουστσόφ εξαπέλυσε μια ευθεία επίθεση εναντίον του Μπέρια, κατηγορώντας τον ότι ήταν ένας κυνικός καριερίστας και κατάσκοπος των Βρετανών.
Ο Μπέρια ξαφνιάστηκε και είπε: «Τι συμβαίνει, Νικήτα;» και ο Χρουστσόφ του είπε ότι σύντομα θα μάθει. Ο βετεράνος Υπουργός Εξωτερικών Μολότοφ και άλλοι στράφηκαν κατά του Μπέρια και ο Χρουστσόφ υπέβαλε πρόταση για την άμεση απόλυση του. Πριν από την ψηφοφορία, ο πανικόβλητος Μέλενκοφ, πίεσε ένα κουμπί στο γραφείο του που ήταν το προκαθορισμένο σήμα προς τον στρατάρχη Ζούκοφ και μια ομάδα ένοπλων αξιωματικών από ένα διπλανό δωμάτιο, οι οποίοι όρμησαν και συνέλαβαν τον Μπέρια.
Οι άνδρες του Μπέρια φρουρούσαν το Κρεμλίνο, οπότε οι αξιωματικοί αναγκάστηκαν να περιμένουν μέχρι τη νύχτα, πριν τον τοποθετήσουν στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και τον οδηγήσουν αρχικά στη φυλακή του Lefortovo και στη συνέχεια στην έδρα του στρατηγού Moskalenko, διοικητή της αεροπορικής άμυνας της Μόσχας, όπου φυλακίστηκε σε υπόγειο καταφύγιο. Η αντίδραση του Μπέρια ήταν να αποστείλει δεκάδες γραπτές παρακλήσεις προς μέλη του Πόλιτμπίρο και τον ίδιο τον Χρουστσόφ, επιμένοντας για την αθωότητά του και ζητώντας να αποφυλακιστεί. Ο Χρουστσόφ φέρεται να διέταξε να του αφαιρεθεί το μολύβι και το χαρτί που χρησιμοποιούσε για να σταματήσει να στέλνει επιστολές.
Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος χρειάστηκε 5 ημέρες για να πείσει τον εαυτό της για την ενοχή του Μπέρια (και ακόμη 6 στενών συνεργατών του) και ανέθεσαν στον εισαγγελέα Ρουντένκο, γνωστό συνεργάτη του Χρουστσόφ τη δίωξη του. Το δικαστήριο με πρόεδρο τον Στρατάρχη Κόνιεφ τον καταδίκασε σε θάνατο με τις κατηγορίες της κατασκοπίας, της αντεπαναστατικής δράσης και της τρομοκρατίας για τις εκκαθαρίσεις στον Κόκκινο Στρατό μεταξύ Οκτωβρίου 1940 – Φεβρουαρίου 1942, τις οποίες είχε προσυπογράψει και ο Στάλιν.
Ο Μπέρια, σύμφωνα με τον Στρατηγό Μοσαλένκο, παρακάλεσε γονατιστός για έλεος από τους εκτελεστές του, χωρίς αποτέλεσμα. Ανάμεσά τους ήταν ο Στρατηγός Μπατίτσκυ που αφού τοποθέτησε ένα κομμάτι ύφασμα στο στόμα του Μπέρια για να τον κάνει να σιωπήσει, τον εκτέλεσε με μια σφαίρα στο μέτωπο. Το πτώμα του αποτεφρώθηκε και τα απομεινάρια θάφτηκαν σε ένα δάσος κοντά στη Μόσχα.
Εικόνα εξώφυλλου: Biographics
Πρώτη δημοσίευση 12/9/2018