Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και τις αρχές του ’40, η σοβιετική αεροπορική βιομηχανία είχε υλοποιήσει αρκετές ιδέες σχεδιασμού νέων αεροσκαφών, με μερικές από αυτές κάπως εξεζητημένες. Αυτά τα άγνωστα για πολλούς και παράξενα αεροσκάφη απέκλιναν αρκετά από τα σύγχρονά τους. Τέτοια ακριβώς ήταν η περίπτωση του πειραματικού διθέσιου μακράς εμβελείας DB-LK, δημιούργημα του αεροναυπηγού Victor Belyayev.
Η Ιστορία της δημιουργίας του
Ο Belyayev ξεκίνησε το 1925 από το Τμήμα Κατασκευής Πειραματικών Αεροσκαφών OMOS, όπου απεκόμισε τις πρώτες του εμπειρίες επάνω στο σχέδιο. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε για το Κεντρικό Αεροϋδροδυναμικό Ινστιτούτο της Μόσχας (TsAGl), ενδιαφερόμενος κυρίως αεροπλάνα άνευ ουραίου, υποστηρίζοντας πως μπορούσαν να επιτύχουν καλύτερες επιδόσεις λόγω της μειωμένης αντιστάσεως του αέρα και της ανωτέρας σταθερότητάς τους. Για την επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, κατασκεύασε το 1933 ένα ανεμοπλάνο (ονομάστηκε BP-2) με πτέρυγες που εκτείνονταν προς τα εμπρός και με άκρα κυρτωμένα προς τα πίσω. Κατά την πτήση του, ρυμουλκούμενο από την Κριμαία στη Μόσχα, παρουσίασε ικανοποιητική σταθερότητα και ευκολία ελέγχου.
Τον επόμενο χρόνο, συμμετείχε σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό για κάποιο καινούριο σχέδιο σοβιετικού μεταγωγικού στρατιωτικής χρήσεως. Αποτελείτο από μεγάλες πτέρυγες και δύο ατράκτους που διέθεταν κινητήρες Tumanskii M-87B των 950 ίππων έκαστος. Το παράδοξο project του δεν εγκρίθηκε ούτε για κατασκευή πρωτοτύπου. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, θα ξαναχρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο σχέδιο, προσαρμόζοντάς το σε ρόλο βομβαρδιστικού με μεγάλη αυτονομία πτήσεως. Αυτό ήταν το DB-LK που ενέκρινε το TsAGl, ζητώντας την κατασκευή ενός πλήρως λειτουργικού πρωτοτύπου. Κατασκευάστηκε τελικώς το 1939 και κατέστη έτοιμο για πτητικές δοκιμές.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Το DB-LK, όντας ασυνήθιστο, στερείτο κλασικής ατράκτου. Το πλήρωμα, ο οπλισμός και ο υπόλοιπος εξοπλισμός του βρίσκονταν στα δύο επιμήκη ατρακτίδια των κινητήρων που κατέληγαν σε μονό κάθετο ουραίο. Είχε μεταλλική δομή επικαλυμμένη με φύλλα ντουραλουμινίου. Ο Belyayev σκόπευε στη μείωση της συνολικής αντιστάσεως και του βάρους, αποβλέποντας έτσι στην αύξηση της ταχύτητας και εμβελείας του. Οι πτέρυγες, επίσης μεταλλικές, βασίζονταν στον προαναφερθέντα σχεδιασμό τύπου «πεταλούδα», ενώ διέθεταν και ένα επιπρόσθετο τμήμα μεταξύ των δύο ατράκτων, στο τέλος του οποίου στηριζόταν ένα ευμέγεθες κάθετο ουραίο των 1,9 τετραγωνικών μέτρων επάνω στο οποίο υπήρχαν επίσης ευμεγέθη πηδάλια ανόδου-καθόδου.
Στο μπροστινό μέρος του καθενός ατρακτιδίου ήταν εγκατεστημένοι οι αστεροειδείς Tumansky M-87B που περιέστρεφαν τρίφυλλες έλικες μεταβλητού βήματος. Ο όλος σχεδιασμός όμως απέβλεπε στην τροφοδοσία του είτε με τους M-88 των 1.100 ίππων, είτε με τους M-71 των 1.700, κάτι που τελικώς ουδέποτε έλαβε χώρα. Οι δεξαμενές καυσίμου βρίσκονταν στην άτρακτο και τις πτέρυγες, έχοντας συνολική χωρητικότητα 3.440 λίτρων.
Αρχικώς, οι άξονες του υδραυλικού συστήματος προσγειώσεως ανασύρονταν προς τα πίσω, ενώ αργότερα αυτό τροποιήθηκε ώστε να αναδιπλώνονται προς τα εμπρός. Το DB-LK δεχόταν τετραμελές πλήρωμα: τον πιλότο, τον πλοηγό και δύο οπίσθιους πυροβολητές στην κατάληξη καθενός βραχίονος. Στον αριστερό βρισκόταν ο πιλότος, ενώ ο πλοηγός στο δεξιό, ακριβώς απέναντί του. Ο ένας εκ των δύο πυροβολητών εκτελούσε και χρέη ασυρματιστού. Η είσοδος όλων γινόταν από θυρίδες οροφής. Οι δύο διαφανείς κώνοι των πυροβολητών είχαν δυνατότητα περιστροφής 360° με μηχανισμό εγκατεστημένο στην κορυφή της ατράκτου. Σε τι όμως ωφελούσε αυτό, παραμένει ασαφές.
Ο οπλισμός του ήταν τέσσερα αμυντικά πολυβόλα ShKAS των 7,62 χλστ. (δύο σε κάθε ουραίο κώνο) και δύο ακόμη επιθετικά στο τμήμα της κεντρικής πτέρυγας μεταξύ των δύο κόκπιτ, πυροδοτούμενα από τον πιλότο. Συν τοις άλλοις, είχε και δυνατότητα μεταφοράς βομβών σε χώρο πίσω από τις θυρίδες του συστήματος προσγειώσεως. To DB-LK είχε μήκος 9,78 μέτρα και ύψος 3,65, ενώ η έκταση πτερύγων ήταν 21,6 μέτρα με επιφάνεια 56,87 τετραγωνικών.
Δοκιμαστικές πτήσεις, αξιολόγηση και κατάληξη
H πρώτη φάση της αξιολογήσεως καθυστέρησε κατά έναν ολόκληρο χρόνο. Η αιτία ήταν η άρνηση του πιλότου δοκιμών, που θεωρούσε το νέο αεροσκάφος ανασφαλές λόγω του καινοφανούς σχεδιασμού του, εκ του οποίου έλαβε το προσωνύμιο «Kuritsa» (κοτόπουλο). Κατά τις διαθέσιμες αναφορές, η διεύθυνση του Επιστημονικού Ινστιτούτου Δοκιμών της Πολεμικής Αεροπορίας απλώς άλλαξε πιλότο, κάτι που ακούγεται λίαν ρομαντικό επί σταλινικού καθεστώτος να προσπαθούν οι επιτελείς επί σειράν μηνών να μεταπείσουν τον προηγούμενο και τελικώς να κάνουν σεβαστή την απροθυμία του.
Η αξιολόγηση τελικώς ξεκίνησε την Άνοιξη του 1940 και το πρωτότυπο DB-LK πέταξε περισσότερες από εκατό φορές, καταφέροντας να φτάσει την ταχύτητα των 245 μιλίων σε επίπεδο θαλάσσης και 300 μιλίων σε ύψος 16.400 ποδιών με μέγιστο τα 27.900 πόδια. Όμως χρειαζόταν αρκετά μακρύ διάδρομο για την απογείωση και προσγείωσή του, χωρίς να είχε ποτέ δοκιμαστεί με φορτίο, οπότε οι άνωθεν επιδόσεις του θα ήταν εμφανώς χαμηλότερες.
Μετά τις πρώτες δοκιμές, ο αντικαταστάτης πιλότος επεσήμανε προβλήματα όπως, τη δυσκολία χειρισμού του αεροπλάνου, την κακή ορατότητα για τον πιλότο και τον πλοηγό (ειδικά στο έδαφος), και το αναξιόπιστο σύστημα προσγειώσεως. Η αναφορά του συζητήθηκε και κατόπιν συμφωνήθηκε η ανάγκη βελτιώσεων. Όμως αυτά δεν ήταν και τα μοναδικά. Σε επόμενες δοκιμές επικρίθηκαν οι άβολοι θάλαμοι διακυβερνήσεως, τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας, τα δομικά κενά, το περιορισμένο τόξο βολής των αμυντικών πολυβόλων και οι αναθυμιάσεις από την λειτουργία των κινητήρων που γέμιζαν τους εσωτερικούς χώρους.
Σχέδια σειράς βελτιώσεων προτάθηκαν μεν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, διότι δόθηκε προτεραιότητα στο Ilyushin Il–4 (DB-3F), το οποίο και προτιμήθηκε ως το κύριο βομβαρδιστικό μεγάλου βεληνεκούς για μαζική παραγωγή.