Οι ανακοινώσεις από πλευράς Ντοναλντ Τραμπ για το ποιοι θα είναι οι επόμενοι πρέσβεις σε Ελλάδα και Τουρκία πυροδότησαν άμεσα τη γνωστή “αντιπαραβολή”. Όπου κάθετι που κάνουν οι ΗΠΑ, ή άλλες μεγάλες δυνάμεις, σε Ελλάδα και Τουρκία, συγκρίνεται μεταξύ των δύο χωρών, είτε για να “αποδειχθεί” πως η Ελλάδα πάλι αδικήθηκε-αγνοήθηκε-παραπετάχθηκε (η αντίληψη της αυτομαστίγωσης), είτε σπανιότερα πως συνέβη το ανάποδο (η αντίληψη του ελληνικού μοναδικού και εξαιρετικού).
Στην πράξη; Μάλλον ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο. Στις ΗΠΑ οι διορισμοί νέων πρέσβεων από τους εκάστοτε Προέδρους έχουν αυτή την ιδιορρυθμία, να συμπεριλαμβάνουν ένα σημαντικό ποσοστό προσώπων εκτός διπλωματικού σώματος, με πρωταρχική βέβαια αιτία να… ανταμειφθούν κάποιοι φίλοι και υποστηρικτές της νέας προεδρίας. Γίνεται σε όλες τις κυβερνήσεις, έχει δώσει κάποιες φορές σπαρταριστά ή απογοητευτικά περιστατικά, είναι όμως παγιωμένο. Ενδεικτικά οι διορισμοί “φίλων/υποστηρικτών” κυμαίνονται κάπου στο ένα τρίτο των θέσεων, και οι υπόλοιπες καλύπτονται από το αμερικανικό διπλωματικό σώμα, το οποίο έχει ισχυρή δική του κουλτούρα και έχει αναδείξει σημαντικές προσωπικότητες.
Ειδικά εδώ ο Τραμπ, στην πρώτη του θητεία, είχε ανακατώσει την “παράδοση”, καθώς είχε διορίσει κάπου το 40% των πρέσβεων από το δικό του κύκλο φίλων και υποστηρικτών, οπότε θεωρήθηκε πως έκανε υπέρβαση. Και μάλιστα είχε δώσει σε φίλους του κρίσιμες θέσεις, π.χ. στη Γαλλία είχε στείλει ως πρέσβυ την Jamie McCourt, η οποία ήταν χρηματοδότρια του και ιδιοκτήτρια -μαζί με το σύζυγο της- της ομάδας των Los Angeles Dodgers, χωρίς δηλαδή να έχει σχέση με τη διεθνή πολιτική. Ακόμη, στη Βρετανία είχε οριστεί ο Woody Johnson, παλαιός υποστηρικτής των Ρεπουμπλικανών, φίλος και χορηγός του Τραμπ. Και εδώ ο νέος πρέσβης ήταν διακεκριμένος επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης των New York Jets (…), με πολλά παράπονα να αναδύονται για την συμπεριφορά του στο προσωπικό της πρεσβείας στο Λονδίνο. Ενώ πρέσβυς στον ΟΗΕ (μια από τις πιο κρίσιμες θέσεις) είχε αναλάβει η Kelly Craft (πριν, πάλι επί Τραμπ, είχε οριστεί πρέσβυς στον Καναδά όπου κατηγορήθηκε ότι… έλειπε τον περισσότερο καιρό από το πόστο της), όπου για τους διορισμούς της, κρίσιμό στοιχείο ήταν η ενίσχυση της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ το 2016 με εκατομμύρια δολάρια.
Τι σημαίνει λοιπόν για μια χώρα αν ο νέος Αμερικανός πρέσβης της, είναι “εκ προσωπικοτήτων” και φίλος του νυν Προέδρου; Γενικά, όχι κάτι ιδιαίτερο. Γιατί το σημαντικό είναι πως θα πλαισιωθεί αυτός με διπλωμάτες καριέρας, οι οποίοι θα αναλάβουν και το μεγάλο φόρτο επαφών και συννενοήσεων, ενώ ακόμη πιο κρίσιμο είναι η κεντρική πολιτική των ΗΠΑ, την οποία θα κληθεί να υλοποιήσει. Καθώς κανένας σε τέτοια θέση, δεν ασκεί την “προσωπική του προτίμηση”.
Μπορεί δηλαδή ο κάθε πρέσβης να δώσει τον προσωπικό του τόνο, να κάνει λιγότερες ή περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις, να καλλιεργήσει φιλίες και καλές σχέσεις με εγχώριους πολιτικούς ή γενικότερα με πρόσωπα επιρροής, να δώσει έμφαση σε κάποιες δράσεις, αλλά δεν παύει να εκφράζει το Στεητ Ντιπάρτμεντ και τους εκεί μηχανισμούς σχηματισμού εξωτερικής πολιτικής, με την επίβλεψη/επιβεβαίωση του Προέδρου των ΗΠΑ.
Στην νέα εποχή Τραμπ όμως, το να έχει μια χώρα πρέσβη “κοντά στον Πρόεδρο”, εκτός δηλαδή των παραδοσιακών μηχανισμών του Στεητ Ντιπάρτμεντ, ίσως και να είναι πλεονέκτημα! Καθώς ο ίδιος εμπιστεύεται ιδιαίτερα τους ανθρώπους που γνωρίζει προσωπικά και τους θεωρεί “πιστούς” του. Άρα ίσως να οργανώνεται έτσι και ένα κανάλι απευθείας επικοινωνίας μαζί του (εξαρτάται βέβαια πως θα γίνει και ο ελληνικός χειρισμός).
Έτσι ο μεν 77χρονος Tom Barrack που διορίζεται νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία, ανήκει στον “κύκλο Τραμπ”, έχοντας συνεργαστεί μαζί του σε διάφορες κτηματομεσιτικές μπίζνες, αλλά αναδείχθηκε κυρίως στην πρώτη προεκλογική εκστρατεία του, το 2016, καθώς ανέλαβε καίριο ρόλο στην συγκέντρωση προεκλογικών κονδυλίων, προσφέροντας και τις επαφές που είχε ο ίδιος δημιουργήσει στο Κατάρ, τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, μέσω επενδύσεων. Ο ίδιος έχει και ιστορικό, καθώς του απαγγέλθηκαν to 2021 κατηγορίες ότι “εξυπηρέτησε συμφέροντα ξένων χωρών”, αλλά τελικά απαλλάχθηκε. Γενικότερα μιλάμε για ένα καλά δικτυωμένο επιχειρηματία, με σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, με τις όποιες “αμαρτίες” του, που έχει διακριθεί στο να συγκεντρώνει κονδύλια για τον Τράμπ. Οπότε ένας διορισμός του ως πρέσβη, σε μια χώρα που θεωρείται και “άνω ράφι” της εξωτερικής πολιτικής είναι μια καλή ανταμοιβή.
Στην ελληνική περίπτωση, η πρέσβυς που θα έρθει στην Ελλάδα, είναι η 55χρονη Kimberly Guilfoyle, με τρια βασικά “διαπιστευτήρια” κοντινής σχέσης με τον Τραμπ. Το πρώτο είναι η θητεία της ως παρουσιάστρια στο Fox News, το κανάλι που στήριξε τον “πορτοκαλί” Πρόεδρο όσο κανένα άλλο μεγάλο αμερικανικό ΜΜΕ. Στη συνέχεια μετείχε στις καμπάνιες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, υπέρ βέβαια του Τραμπ και “τραμπικών” υποψήφιων βουλευτών και γερουσιαστών. Μάλιστα είχε και σημαντική θέση στην καμπάνια του Τραμπ το 2020 συγκεντρώνοντας συνεισφορές υποστηρικτών του. Το τρίτο στοιχείο συσχέτισης, είναι ότι για ένα διάστημα είχε δέσμο -και αρραβωνιαστεί- με τον μεγάλο γιό του Τραμπ, τον Donald Junior, οπότε εδώ έχουμε και ένα στοιχείο “lifestyle”… Η Guilfoyle επίσης έχει “βάρη”, καθώς έχει κατηγορηθεί για ζητήματα συμπεριφοράς, αλλά δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε τη θητεία της ως εισαγγελέας στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ήταν ιδιαίτερα δυναμική. Ενώ σαφώς έχει γνώση του πολύπλοκου πεδίου της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, όπου για χρόνια είχε δράση συγκέντρωσης προεκλογικών κονδυλίων, κάτι που δεν είναι εύκολο.
I’m honored to accept President Trump’s nomination to serve as the next Ambassador to Greece and I look forward to earning the support of the U.S. Senate.
President Trump’s historic victory is bringing hope and optimism to the American people and to freedom-loving allies across… pic.twitter.com/ThyyDwOTNk
— Kimberly Guilfoyle (@kimguilfoyle) December 10, 2024
Είναι λοιπόν ο Barrack, ο πιο “βαρύς” πολιτικά σε σχέση με την Guilfoyle (που ήδη λόγω εμφάνισης και φύλου σχολιάστηκε εγχωρίως και διεθνώς σεξιστικά), οπότε η Αθήνα πρέπει να νιώθει ριγμένη; Δεν θα ασπαστούμε αυτή την άποψη. Και οι δύο δεν έχουν διπλωματική εμπειρία, αλλά έχουν πολιτικό ένστικτο, ανήκουν στον κλειστό κύκλο Τραμπ, αν και με διαφορετικές αφετηρίες και εμπειρίες. Θα δούμε λοιπόν στην πράξη τη διπλωματική δράση τους και δεν θα βιαστούμε να προκαταλάβουμε ποια θα είναι η πολιτική Τραμπ σε σχέση με Ελλάδα και Τουρκία, βασιζόμενοι στο διορισμό των συγκεκριμένων προσώπων.
Αν κάτι μας προβληματίζει είναι μάλλον το τελευταίο, ότι δηλαδή δεν υπήρξε στον προεκλογικό λόγο του Τραμπ κάποια αναφορά για την πολιτική που θα ακολουθήσει στην ευρύτερη περιοχή, πέρα από την ισχυρή διαβεβαίωση του, ότι θα υποστηρίξει το Ισραήλ και θα προσπαθήσει να τελειώνει με το Ουκρανικό. Οπότε πραγματικά τώρα περιμένουμε να δούμε αν υπάρχει κάποια εξειδικευμένη πολιτική γραμμή για τα ελληνοτουρκικά, ή αυτή θα καθοριστεί πάνω στην ρέουσα κατάσταση.
Οι Αμερικανοί πρέσβεις στην Ελλάδα, τα κάποτε “αφεντικά”;
Να πούμε και κάτι γενικότερο, σχετικά με τη δράση των αμερικανών πρέσβεων και διπλωματών στην Ελλάδα, και με αφετηρία την ανάγνωση ενός πρόσφατης κυκλοφορίας βιβλίου, το οποίο συστήνεται: Το “Μακριά και Αγαπημένοι – 80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα, 1940-2020, με τα λόγια των ίδιων των Αμερικανών διπλωματών” σε επιμέλεια Ρίτσαρντ Λ. Τζάκσον (εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας).
Όπως γίνεται κατανοητό από τον τίτλο, το βιβλίο περιέχει αφηγήσεις πολλών Αμερικανών διπλωματών που υπηρέτησαν στην χώρα μας, εδώ και πολλές δεκαετίες. Εκεί λοιπόν αλλά και από την ευρύτερη βιβλιογραφία φαίνεται το εξής: Πως όσο πιο ασταθής (έως και ανύπαρκτη, π.χ. επί Χούντας), ήταν η δημοκρατική λειτουργία στην Ελλάδα, τόσο η εδώ “Πρεσβεία” έπαιζε ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή. Όπου οι εγχώριοι παράγοντες ισχύος προσέτρεχαν εκεί για να πάρουν την “ευλογία” ή την όποια υπαγόρευση των κινήσεων τους. Ειδικά τις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, όπου η αμερικανική αντίληψη ήταν αυτή του σκληρού αντικομμουνισμού και της υποχρεωτικής συστράτευσης εκεί, όλων των φίλων και συμμάχων. Και είχαμε πράγματι φαινόμενα όπου ο Αμερικανός πρέσβης και οι “γύρω του”, ήταν σημείο αναφοράς της πολιτικής εξέλιξης, με τον Τζον Πιουριφόυ να γράφει… μαύρη ιστορία σχετικά.
Σταδιακά όμως, από τη αρχή της μεταπολίτευσης και μετά, η διάθεση για τέτοιο “πρεσβευτικό” παρεμβατισμό μειωνόταν. Είχε βέβαια προηγηθεί το Κυπριακό όπου η αμερικανική επίσημη διπλωματία είχε αποτύχει πλήρως, υποτασσόμενη στη “σκοτεινή” διάσταση της, είτε αυτή του κυνισμού του Κίσινγκερ, είτε στην δράση των μυστικών υπηρεσιών που ακολουθούσαν δική τους ατζέντα επιδιώξεων.
Εδώ έχουμε και ντοκουμέντα τα χιλιάδες τηλεγραφήματα μεταξύ πρεσβείας στην Αθήνα και Στέητ Ντιπάρτμεντ τα οποία έχουν έρθει στη δημοσιότητα (πολλά από αυτά αγχώδεις περιγραφές ενός πολύπλοκου ελληνικού πολιτικού τοπίου που ήταν δύσκολο να βρει κανείς άκρη και επαφή), όπου εμφανίζεται η αμερικανική σταδιακή μεταλλαγή: που δεν είχε λόγο να αναζητά ανάμιξη δια της τοπικής πρεσβείας στις συμμαχικές χώρες που έχουν κάποια πολιτική σταθερότητα, προτιμώντας πλέον αυτή να ασκείται σε διαμεσολαβητική-επικοινωνιακή δράση, με πολλές θεσμικές επαφές, έως και σε βαθμό… παρεξηγήσεως. Και με κύριο στόχο/φόβο να μην υπάρξει κάποιος νέος γύρος ελληνοτουρκικής κρίσης, όπου εκεί η διαμεσολάβηση ήταν εκτονωτική και με πάγια προτροπή το “βρείτε τα μεταξύ σας”. Με το τελευταίο να αποτιμάται στην Ελλάδα ως “αμερικανική αδικία”, μιας και εμείς τασσόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο με το θεσμοθετημένο διεθνές δίκαιο, αναγνωρίζοντας έμμεσα και τα όρια μας.
Το παράδοξο εδώ βέβαια είναι πως πολλές φορές πλέον είναι η ελληνική σκηνή που δίνει βαρύτητα στην εδώ πρεσβεία, αντιμετωπίζοντας τη φοβικά και καχύποπτα, παραβλέποντας το πως δομείται πραγματικά η αμερικανική εξωτερική πολιτική και σε ποια κέντρα εξουσίας.
Επίσης αν στην Ελλάδα έχουμε ζήσει και γλαφυρές στιγμές με αμερικανούς πρεσβευτές, έχουμε δει και μεγάλα όνοματα της διπλωματικής “παραγωγής” της, όπως ο Τζορτζ Άλεν, ο Φίλιπς Ταλμποτ, ο Μόντιγκλ Στερνς, ο Νίκολας Μπερνς, ο Ντάνιελ Σπέκχαρντ, o Τζέφρι Πάιατ πρόσφατα. Καθόρισαν όμως αποφασιστικά και κυρίως με δική τους πρωτοβουλία την αμερικανική εξωτερική πολιτική σχετικά με την Ελλάδα, στην περίοδο που υπηρέτησαν; Μάλλον όχι. Ή μήπως οι δύο ελληνοαμερικανοί, ο Μάικλ Σωτήρχος και ο νυν πρέσβης, ο Τζορτζ Τσούνης, πέτυχαν να ανατρέψουν υπέρ της χώρας μας τις παγιωμένες αντιλήψεις του Στέητ Ντιπάρτμεντ; Ούτε κι αυτό, και δεν είναι εις βάρος τους να το αναφέρουμε.
Επιρροή λοιπόν φέρει η θέση, ο κάθε πρέσβης αν είναι δραστήριος και φιλικά διακείμενος μπορεί να προσφέρει κάποιες ευκαιρίες στην εκάστοτε χώρα, ενώ κύρια αποστολή έχει στο να αναζητά συνεχώς διαύλους επικοινωνίας και συννενόησης, ιδανικά να βρίσκει και νέα πεδία συνεργασίας (π.χ. στην οικονομία, όπου οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ιστορικά χωλαίνουν). Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα μεγάλα “γρανάζια” εξωτερικής πολιτικής πάντα γυρνάνε πέρα από τον Ατλαντικό, εκεί δηλαδή που ο κάθε πρέσβης έχει μόνιμη και θεσμική αναφορά.