Tην πρώτη νύχτα της μαζικής επιχείρησης βομβαρδισμού Linebacker ΙΙ στο Βόρειο Βιετνάμ, ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος Β-52D πέτυχε να καταρρίψει εισερχόμενο μαχητικό αεροσκάφος MiG-21 που το καταδίωκε.
Η κατάρριψη έγινε με την χρήση των τεσσάρων πολυβόλων Browning 0.50 που ήταν εγκατεστημένα στον κώνο του ουραίου του αεροσκάφους, ακριβώς για την άμυνα του αεροσκάφους ενάντια σε εχθρικά μαχητικά.
Συγκεκριμένα, ο χειριστής πολυβολητής ήταν ο σμηνίας (Staff Sergeant) Σάμουελ Όλιν Τέρνερ και το αεροσκάφος ένα Boeing B-52D-35-BW Stratofortress (με διακριτικό κλήσης «Brown 3») με αριθμό σειράς 56-676. Αντίπαλος ήταν ένα εχθρικό MiG 21 που πλησίασε το Β-52 από το πίσω ημισφαίριο θεωρώντας ότι θα είχε ένα εύκολο θύμα.
Το MiG-21 για την αναχαίτιση μπορούσε να πετάξει με δυο φορές την ταχύτητα του ήχου, ενώ το Β-52 ήταν σαν ένας ακίνητος στόχος μπροστά του. Καθώς όμως το MiG έκανε ένα πέρασμα για να φέρει το Β-52 στα σκοπευτικά των πυροβόλων του, ο Τέρνερ έβαλε εναντίον του με τα πενηντάρια του.
Σε ένα διάστημα 6-8 δευτερολέπτων έριξε 694 σφαίρες, σχεδόν όλο του το απόθεμα και τελικά είδε «μια τεράστια έκρηξη στο πίσω μέρος του αεροσκάφους». Η κατάρριψη επιβεβαιώθηκε από τον πολυβολητή ενός άλλου Β-52 του σχηματισμού.
Ο Τέρνερ ήταν ο πρώτος πολυβολητής που κατέρριψε εχθρικό μαχητικό με Β-52, ενώ ήταν η πρώτη κατάρριψη μαχητικού γενικά από βομβαρδιστικό από τον πόλεμο της Κορέας, πράξη για την οποία παρασημοφορήθηκε με το μετάλλιο του Αργυρού Αστέρα
Συνολικά ένα ακόμα μαχητικό, αυτή τη φορά ένα MiG-17 θα καταρρίπτονταν κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, επίσης στα πλαίσια της ίδιας επιχείρησης βομβαρδισμού.
Παρά την έλευση των υπερηχητικών μαχητικών και των πρώτων πυραύλων αέρος-αέρος, τα όπλα αυτοάμυνας των βομβαρδιστικών παρέμεναν επίκαιρα και αν και σπάνια οδηγούσαν σε κατάρριψη των διωκτών τους, ήταν πολλές φορές αρκετός παράγοντας αποτροπής.
Η λογική ήταν ότι ακόμα κι αν πολλά εχθρικά μαχητικά μαζί αναχαίτιζαν το βομβαρδιστικό και έκαναν και κύκλους γύρω του, ένα και μόνο εχθρικό μαχητικό θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βρίσκεται στην «ώρα έξι» του στόχου του, δηλαδή στο πίσω ημισφαίριο.
Έτσι, το βομβαρδιστικό στόχος, με έναν ψύχραιμο πολυβολητή θα μπορούσε να τα κρατήσει μακριά ή ακόμα και να πετύχει κάποιες καταρρίψεις μέχρι τα μαχητικά να αναγκαστούν να αποχωρήσουν από τα φίλια μαχητικά συνοδείας ή από έλλειψη καυσίμου.
Αργότερα τα όπλα αυτοάμυνας του Β-52 αναβαθμίστηκαν με ένα εξάκανο περιστροφικό πυροβόλο M61 στην θέση των 4 πολυβόλων 0.50 κατευθυνόμενα από δυο ανεξάρτητα ραντάρ έρευνας κι ελέγχου πυρός.
Τελικά στην εποχή των πυραύλων μεγάλης εμβέλειας ήταν πλέον εντελώς περιττό για ένα αναχαιτιστικό να πλησιάσει τον στόχο του, κι έτσι με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου καταργήθηκαν εντελώς κι αφαιρέθηκαν.
Πρώτη δημοσίευση 25/2/2019