Το M113, ένα από τα πιο εμβληματικά τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού (APC) στην στρατιωτική ιστορία, γεννήθηκε τη δεκαετία του 1960 από την FMC Corporation στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με πάνω από 80.000 μονάδες να έχουν παραχθεί, εξελίχθηκε σε βασικό πυλώνα των μηχανοκίνητων δυνάμεων πολλών κρατών. Η απλότητα του σχεδιασμού του, η αξιοπιστία και η ευελιξία του το κατέστησαν δημοφιλές, αλλά καθώς οι απαιτήσεις του σύγχρονου πολέμου εξελίχθηκαν, το αρχικό σχέδιο – με τη λιτή θωράκισή του, τον περιορισμένο εσωτερικό χώρο και την ξεπερασμένη τεχνολογία – άρχισε να δείχνει τα όριά του.

Στην Αυστραλία, όπου το M113 είχε αποδείξει την αξία του, όπως στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Στρατός της χώρας αποφάσισε να το εκσυγχρονίσει ριζικά. Η αναβάθμιση, που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος LAND 106, ήταν μεγάλης έκτασης με ανακατασκευή και επανασχεδίαση, με σκοπό να μετατρέψει το όχημα σε ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αρχών 21ου αιώνα.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 υπό την επίβλεψη της Tenix Defence, μιας αυστραλιανής εταιρείας που αργότερα ενσωματώθηκε στη BAE Systems Australia. Ο αρχικός στόχος ήταν να παραταθεί η επιχειρησιακή ζωή 537 M113 του Αυστραλιανού Στρατού και να τα προσαρμόσει στις ανάγκες της χώρας, η οποία χαρακτηρίζεται από τεράστιες αποστάσεις, ποικιλία εδαφών – από τις αμμώδεις ερήμους της εσωτερικής ενδοχώρας μέχρι τα πυκνά δάση του Queensland – και την απαίτηση για συνεργασία με σύγχρονα οχήματα όπως τα άρματα M1A1 Abrams και τα αναγνώρισης ASLAV. Στην πορεία όμως το πρόγραμμα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις που θα αναλύσουμε στην συνέχεια.
Η έκδοση M113AS3
Η έκδοση M113AS3, (η οποία αφορούσε 91 οχήματα) διατήρησε το αρχικό μήκος του σκάφους στα 4,86 μέτρα, αλλά εισήγαγε σημαντικές βελτιώσεις. Μια από τις πιο κρίσιμες ήταν η αντικατάσταση του παλαιού κινητήρα Detroit Diesel 6V-53T, ο οποίος απέδιδε 265 ίππους, με τον πιο αποδοτικό MTU 6V 199 TE20, έναν εξακύλινδρο πετρελαιοκινητήρα με υπερσυμπιεστή που έφθανε τους 350 ίππους. Αυτό αύξησε την τελική ταχύτητα του οχήματος στα 66 χιλιόμετρα την ώρα σε ομαλό έδαφος και βελτίωσε την αυτονομία του στα 400 χιλιόμετρα με πλήρη φόρτο, χάρη στη δεξαμενή καυσίμων των 360 λίτρων.
Η θωράκιση του M113AS3 ενισχύθηκε με την προσθήκη επιπρόσθετων πλακών χάλυβα, ανεβάζοντας το βάρος του οχήματος στους 14,5 τόνους, από τους 12,5 τόνους της αρχικής έκδοσης A1. Παρά το γεγονός ότι το βασικό σκάφος παρέμεινε κατασκευασμένο από αλουμίνιο – ένα χαρακτηριστικό που διατηρούσε το ελαφρύ M113 ως αμφίβιο – η επιπλέον θωράκιση παρείχε καλύτερη προστασία από ελαφρά όπλα (έως διαμετρήματος 7,62 χιλιοστών) και θραύσματα πυροβολικού. Σε ορισμένες περιπτώσεις δοκιμάστηκαν και αντιθραυσματικές επενδύσεις (spall liners), αν και δεν υιοθετήθηκαν ευρέως στην AS3. Επίσης η ανάρτηση αναβαθμίστηκε, βελτιώνοντας την ικανότητα του οχήματος να κινείται σε ανώμαλο έδαφος.

Ο οπλισμός σε αυτή την έκδοση διατήρησε τον πυργίσκο με πολυβόλο Browning M2HB 0,50 ιντσών. Ωστόσο, εισήχθη η δυνατότητα ενσωμάτωσης τηλεχειριζόμενων πυργίσκων ((Remote Weapon Systems – RWS), αν και η πλήρης εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας θα γινόταν στην επόμενη έκδοση, AS4.
Επιπρόσθετα, το όχημα εξοπλίστηκε με σύγχρονα συστήματα επικοινωνιών, όπως το σύστημα διαχείρισης μάχης (BMS) της Thales, που επέτρεπε καλύτερο συντονισμό με άλλες μονάδες στο πεδίο. Η AS3 μπορούσε να μεταφέρει έως εννέα στρατιώτες πέρα από το διμερές πλήρωμα (οδηγός και διοικητής), αν και ο περιορισμένος εσωτερικός χώρος παρέμεινε πρόβλημα.

Η εξελιγμένη έκδοση M113AS4
Η έκδοση M113AS4, που ολοκληρώθηκε το 2012 σε ακόμη 340 οχήματα (σε διάφορες παραλλαγές), αποτέλεσε το αποκορύφωμα του προγράμματος LAND 106 και μία από τις πιο δραστικές τροποποιήσεις του M113 παγκοσμίως. Η πιο εμφανής αλλαγή ήταν η επιμήκυνση του σκάφους κατά 66 εκατοστά. Αυτή συνοδεύτηκε από προσθήκη ενός επιπλέον ζεύγους εδαφιαίων τροχών, ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε έξι ανά πλευρά.
Η αλλαγή βελτίωσε την κατανομή του βάρους, ενώ αύξησε τον εσωτερικό χώρο, επιτρέποντας τη μεταφορά έως δέκα πλήρως εξοπλισμένων στρατιωτών αντί για τους επτά έως εννέα της αρχικής έκδοσης. Ο επιπλέον χώρος διευκόλυνε την εγκατάσταση σύγχρονων ηλεκτρονικών συστημάτων, όπως οθόνες διαχείρισης μάχης, συστήματα GPS και εξοπλισμό για αποστολές διοίκησης ή ιατρικής εκκένωσης.
Ο κινητήρας MTU 6V199 TE20, που είχε ήδη υιοθετηθεί στην AS3, διατηρήθηκε αλλά συνδυάστηκε με νέα μετάδοση ZF, η οποία βελτίωσε την απόδοση σε δύσκολα εδάφη και διατήρησε την τελική ταχύτητα στα 66 χιλιόμετρα την ώρα, παρά το αυξημένο βάρος των 18 τόνων.

Η αυτονομία παρέμεινε στα 400+ χιλιόμετρα, ανάλογα με το φορτίο και τις συνθήκες. Η ανάρτηση ενισχύθηκε περαιτέρω με υδροπνευματικά συστήματα υψηλής πίεσης, επιτρέποντας στο όχημα να διαχειρίζεται το επιπλέον βάρος και να κινείται αποτελεσματικά σε ανώμαλες επιφάνειες.
Η θωράκιση αναβαθμίστηκε σημαντικά. Το βασικό σκάφος παρέμεινε από αλουμίνιο, αλλά προστέθηκαν αρθρωτές πλάκες χάλυβα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, προαιρετικά συστήματα αντιεκρηκτικής προστασίας, που αύξαναν την αντοχή σε νάρκες και μικρούς αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς (IEDs). Η AS4 μπορούσε να αντέξει βολές από όπλα διαμετρήματος 14,5 χιλιοστών στο μπροστινό τόξο και 7,62 χιλιοστών περιμετρικά, αν και δεν διέθετε ενεργή θωράκιση (ERA) όπως ορισμένες ισραηλινές εκδόσεις του M113. Αυτή η ενίσχυση βελτίωσε την επιβιωσιμότητα του πληρώματος, αν και το όχημα παρέμεινε ευάλωτο σε όλα τα σύγχρονα αντιαρματικά όπλα.
Στον οπλισμό, ο πυργίσκος με το πολυβόλο 0,50 ιντσών προβλεπόταν να αντικατασταθεί από τον τηλεχειριζόμενο T250 της Australian Defence Industries (νυν Thales Australia), με πυροβόλο Bushmaster M242 25 χιλιοστών. Αυτό το όπλο, με εμβέλεια 3.000 μέτρα και ρυθμό βολής 200 βλημάτων το λεπτό, μπορούσε να χρησιμοποιεί τόσο θραυσματογόνα (HE) όσο και διατρητικά (AP) βλήματα, προσφέροντας τη δυνατότητα αντιμετώπισης ελαφρών θωρακισμένων στόχων και οχυρώσεων.
Ο πυργίσκος θα διέθετε προηγμένα οπτικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων θερμικών καμερών και αποστασιόμετρου λέιζερ, που επέτρεπαν ακριβείς βολές ημέρα και νύχτα. Ως δευτερεύον όπλο, μπορούσε να προστεθεί ένα πολυβόλο MAG 58 7,62 χιλιοστών, με εμβέλεια 1.800 μέτρα και ρυθμό βολής 600-1.000 βλημάτων το λεπτό, ενισχύοντας την ικανότητα καταστολής εχθρικού πεζικού. H εκτόξευση όμως του κόστους του εκσυγχρονισμού, απέτρεψε την Αυστραλία να τοποθετήσει τον πύργο, οπότε όλα τα AS4 παραμένουν οπλισμένα με το “πενηντάρι” πολυβόλο, σε νέο όμως πυργίσκο Τ150, με ηλεκτρική περιστροφή.
Ο εξοπλισμός της AS4 περιλάμβανε επίσης προηγμένα ηλεκτρονικά. Το σύστημα διαχείρισης μάχης της Thales ενσωματώθηκε πλήρως, συνδέοντας το όχημα με το δίκτυο διοίκησης του στρατού και επιτρέποντας την ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Επιπρόσθετα, τοποθετήθηκαν συστήματα GPS και δορυφορικής πλοήγησης, καθώς και εκτοξευτές καπνογόνων.
Κόστος του εκσυγχρονισμού
Ο εκσυγχρονισμός των M113 δεν ήταν φθηνή υπόθεση. Η σύμβαση του 2002, που υπέγραψε η Tenix Defence για την αναβάθμιση 350 οχημάτων AS3/AS4 (και άλλων 81 AS4 σε επόμενη σύμβαση), είχε προϋπολογισμό 594 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας σε τιμές του 2001. Τελικά κλιμακώθηκε σημαντικά, φτάνοντας κοντά στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια Αυστραλίας για την αναβάθμιση συνολικά 431 οχημάτων, σύμφωνα με έκθεση του Αυστραλιανού Εθνικού Ελεγκτικού Γραφείου (ANAO) το 2012.

Το κόστος αυξήθηκε λόγω πολλών καθυστερήσεων, αλλαγών στις προδιαγραφές και μη προβλεφθεισών τεχνικών δυσκολιών. Η πολυπλοκότητα της επέμβασης σε ένα σχέδιο του 1960 υποτιμήθηκε, ενώ ο πληθωρισμός και οι διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, λόγω εισαγωγής εξοπλισμού από το εξωτερικό, επιβάρυναν περαιτέρω τον προϋπολογισμό.
Η μετάβαση στο AS21 Redback
Παρά την ολοκλήρωση του προγράμματος, η διαδικασία για την απόσυρση των πρόσφατα εκσυγχρονισθέντων M113AS3 και AS4 ξεκίνησε το 2020, με πρόβλεψη να ολοκληρωθεί έως το 2030, στο πλαίσιο του προγράμματος LAND 400 Phase 3. Καθώς μετά από εκτενείς δοκιμές, το AS21 Redback της νοτιοκορεατικής Hanwha Defense επιλέχθηκε τον Ιούλιο του 2023 ως το νέο τεθωρακισμένο όχημα μάχης της Αυστραλίας, έναντι του Lynx KF41 της Rheinmetall. Το Redback, με βάρος 42 τόνων, πυροβόλο 30 χιλιοστών και συστήματα ενεργητικής προστασίας όπως το Iron Fist, αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο άλμα σε σχέση με την AS4, καλύπτοντας τις ανάγκες του στρατού για τις επόμενες δεκαετίες.
Η προγραμματισμένη σταδιακή απόσυρση των αναβαθμισμένων Μ113 εξηγείται καθώς η αρχική σχεδίαση, της δεκαετίας του 1960, παρά τις μετατροπές, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε σύγχρονες απειλές, όπως τα προηγμένα αντιαρματικά όπλα, τα μεγάλα IEDs και τα drones. Δεύτερον, οι επιχειρησιακές ανάγκες άλλαξαν, με τον Στρατό να εστιάζει πλέον σε υψηλής έντασης συγκρούσεις, όπου απαιτούνται οχήματα με μεγαλύτερη προστασία και δυνατότητες δικτύωσης. Επίσης η φθορά των οχημάτων επιταχύνθηκε λόγω εντατικής χρήσης συν τη δυσκολία επισκευών ενός “υβριδίου”, με το κόστος συντήρησης να αυξάνεται εκθετικά.
Οι επικριτές του προγράμματος αναβάθμισης, εστίασαν στο ότι το κόστος ανά όχημα ήταν υψηλό για το αποτέλεσμα στα 2,3 εκατ. ανά όχημα κατά μέσο όρο, ενώ αν επιλεγόταν νέο ΤΟΜΑ τότε, όπως το CV90 ή το Bradley, το κόστος θα ανέβαινε μεν, αλλά τα οχήματα θα είχαν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και κατά πολύ ανώτερες δυνατότητες. Γενικότερα υπήρξε η αίσθηση ότι η Αυστραλία εγκλωβίστηκε σε μια λύση του παρελθόντος, μέχρι να έρθει η επιλογή των Redback.
Η απόφαση πάντως να εκσυγχρονιστούν τα M113 αντί να αγοραστεί ένα νέο όχημα εξηγείται από διάφορους παράγοντες. Αρχικά κατά τη δεκαετία του 1990, η Αυστραλία βρισκόταν υπό δημοσιονομική πίεση μετά την ύφεση του 1980. Οπότε η αγορά εκατοντάδων νέων ΤΟΜΑ θεωρήθηκε υπερβολικά δαπανηρή, ενώ η αναβάθμιση εκτιμήθηκε σε χαμηλότερο κόστος από το τελικό, οπότε φαινόταν προσιτή.

Η Tenix πρότεινε τη συνδυασμένη αναβάθμιση (AS3 και AS4) το 1997-1998, υποσχόμενη εξοικονόμηση 30 εκατομμυρίων, πείθοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει. Επιπλέον, τα M113 είχαν αποδειχθεί αξιόπιστα στο Βιετνάμ, οπότε υπήρχε η αντίληψη πως μια αναβάθμιση θα τα κρατούσε σε υπηρεσία μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες για ένα νέο όχημα. Επίσης η πολιτική βούληση για μια μεγάλη επένδυση απουσίαζε, καθώς η απειλή υψηλής έντασης πολέμου φαινόταν απομακρυσμένη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ψυχρό Πόλεμο. Τέλος, υπήρξε υπεραισιοδοξία ότι η αναβάθμιση θα σχετικά απλή και γρήγορη σε υλοποίηση, αλλά όταν οι καθυστερήσεις και τα κόστη αυξήθηκαν, η εγκατάλειψη του προγράμματος θεωρήθηκε μεγαλύτερη σπατάλη.
Συνολικά η αναβάθμιση του M113 σε AS3 και AS4 από την Αυστραλία αποτελεί ένα εντυπωσιακό, αλλά αμφιλεγόμενο παράδειγμα του πώς ένα παλιό σχέδιο μπορεί να προσαρμοστεί για να παραμείνει σύγχρονο. Και εδώ εμφανίζεται το ερώτημα, για την Ελλάδα: Αν δηλαδή θα δούμε στην αυστραλιανή εμπειρία κάποιο μάθημα για τα όρια μετασκευών ενός Μ113, ή θα επιχειρήσουμε να ανακαλύψουμε -ξανά- κάποιο “τροχό”;