Η αμυντική συνεργασία AUKUS (από τα αρχικά των Australia, United Kingdom, United States) ετεροβαρώς -κατά τη άποψη μας -αναλύεται ως προς το μοναδικό, προς το παρόν, σκέλος της, δηλαδή την απόφαση της Αυστραλίας να αγοράσει πυρηνοκίνητα αμερικανικά (ή βρετανικά) υποβρύχια και όχι τα συμβατικής πρόωσης γαλλικά που αρχικά είχε συμφωνήσει. Η ουσία της συνεργασίας όμως βρίσκεται πολύ πιο μακριά από την ακύρωση μιας πράγματι μεγάλης αμυντικής αγοράς και σηματοδοτεί κρίσιμες διεθνείς εξελίξεις και επιπτώσεις.
Αρχικά όμως ας δούμε μια μικρή ανάλυση περί των «αυστραλιανών υποβρυχίων», που ως ιστορία έχει σημαντικό ενδιαφέρον. Αρχικά η Αυστραλία διαθέτει ένα μικρό-μεσαίο στόλο, που δεν καλύπτει τις αμυντικές ανάγκες της, ούτε μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο εθνικών υδάτων, Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και γενικότερα γεωπολιτικών συμφερόντων. Καθώς έχει να διαχειριστεί μια ακτογραμμή 26.000 χιλιομέτρων (έκτη μεγαλύτερη στον κόσμο) που αυξάνει σημαντικά μαζί με τα νησιά που της ανήκουν. Ταυτόχρονα η χώρα έχει ιστορικό ρόλο στην άσκηση ελέγχου και παροχής αεροναυτικής βοήθειας στον νότιο Ειρηνικό, ενώ η ΑΟΖ της ξεκινά από τον Ινδικό, περικλείει την ηπειρωτική χώρα, «αγγίζει» νησιωτικές χώρες της Νότιας Ασίας (Ινδονησία, Νέα Γουινέα) και περιλαμβάνει και μέρος των ακτών της Ανταρκτικής.
Το κυριότερο: η Αυστραλία θεωρεί πως ο κινεζικός δυναμισμός που εκφράζεται και στρατιωτικά την τελευταία εικοσαετία, μπορεί να φθάσει να απειλήσει και την ηπειρωτική της χώρα, παρόλο που βρίσκεται μακριά από τον πυρήνα των κινεζικών διεκδικήσεων. Οι τελευταίες επικεντρώνονται στην Ταιβάν και σε συστάδες μικρών νησιών στα ανοιχτά της Κινεζικής Θάλασσας τα οποία όμως λόγω ΑΟΖ έχουν σημαντική οικονομική σημασία. Στην πράξη βέβαια η Κίνα επιδιώκει να καθιερωθεί ως ο πάτρωνας του δυτικού Ειρηνικού και της Ανατολικής-Νοτιοανατολικής Ασίας, προβάλλοντας την οικονομική και στρατηγική της ισχύ σε ένα τόξο που ξεκινά από την Ιαπωνία, περνά από Νότια Κορέα, Φιλιππίνες και καταλήγει σε Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Βιετνάμ, Καμπότζη και Ταϊλάνδη.
Με βάση τα παραπάνω η Αυστραλία έχει ξεκινήσει τη σταδιακή αύξηση των αμυντικών της δαπανών με στόχο να τις διατηρήσει τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ της (το 2013 ήταν στο ιστορικό χαμηλό του 1,64%, με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Σε ότι αφορά τον φετινό προϋπολογισμό της, αυτός φθάνει το 2,09% του ΑΕΠ, με αύξηση 4,1% από το 2020, και περίπου το 35% να προορίζεται για αμυντικές προμήθειες.
Συνοψίζουμε: Η Αυστραλία είναι υποεξοπλισμένη, αισθάνεται απειλούμενη, και αυξάνει τις αμυντικές της δαπάνες. Και εδώ εμφανίζεται το σήριαλ των «νέων υποβρυχίων». Χωρίς ανάλυση όλων των πτυχών η διαδρομή έχει ως εξής: Η Αυστραλία διαπιστώνοντας ότι τα 6 υποβρύχια της πλησιάζουν το μέσο χρόνο ζωής, δεν είναι ιδιαιτέρων επιδόσεων και έχοντας εμφανίσει αρκετά προβλήματα, προχώρησε σε ένα πρόγραμμα αντικατάστασης τους αλλά με ενίσχυση του αριθμού τους φθάνοντας τα 12 σε μια παραγγελία που θα εξελισσόταν σε μια εικοσαετία. Η χώρα όμως έχει παγιωμένη αντιπυρηνική πολιτική και μάλιστα νομοθετημένη. Από την αρχή λοιπόν η αγορά είχε αυτοπεριοριστεί: Η ναυτική έκταση της χώρας είναι ιδανική για πυρηνοκίνητο υποβρύχιο καθώς αυτό μπορεί να εκτελέσει αποδοτικά τις μεγάλες περιπολίες που απαιτούνται και να παραμείνει αθέατο.
Ποιοι εμφανίστηκαν για να διεκδικήσουν την παραγγελία; Η Ιαπωνία πρότεινε μια εξέλιξη της κλάσης Soryu, η Γερμανία το Type 214 σε πιο μεγάλη εκδοχή, το Type 216, η Γαλλία ήρθε με μετεξέλιξη του Scorpene και η Ισπανία με το S-80 που ήταν ακόμη ένα paper project. Μετά από διαπραγματεύσεις, πισωγυρίσματα, αλλαγές προδιαγραφών, τελικά προκρίθηκε η γαλλική πρόταση της Naval Group αλλά για ένα τολμηρό σχέδιο. Για το πυρηνοκίνητο Barracuda του Γαλλικού Ναυτικού, πλέον όμως με συμβατική πρόωση ντίζελ/AIP. Η λύση αυτή υποτίθεται ότι θα προσέφερε το μέγεθος -4.000 τόνοι- για μεγάλης διάρκειας αποστολές – έως 3 μήνες- με ικανότητα μεταφοράς σημαντικού οπλικού φόρτου και μια περιβαλλοντικά και πολιτικά ασφαλή μέθοδο πρόωσης.
Η επίλυση αυτή βέβαια είχε προφανή ρίσκα, καθώς ζητούσε ριζικό ανασχεδιασμό του σκάφους, ενσωμάτωση διαφορετικών τεχνολογιών, όπως το σύστημα μάχης AN/BYG-1 της General Dynamics/Lockheed Martin και τη δυνατότητα εκτόξευσης αμερικανικών τορπιλών ΜΚ48 και πυραύλων, ενώ το καίριο ζήτημα όπως τελικά αποδείχθηκε, ήταν η απαίτηση να γίνει η κατασκευή των σκαφών στην Αυστραλία. Η δυσκολία ήταν προφανής: Ένα καινοτομικό υποβρύχιο που θα κατασκευαζόταν για πρώτη φορά, με υψηλές απαιτήσεις επιδόσεων, να παραχθεί σε μια χώρα χωρίς σημαντική εμπειρία στον τομέα, από μια μεγάλη γαλλική εταιρία που δεν φημίζεται για την εμπορική-κατασκευαστική ευελιξία της.
Δεν ήταν λοιπόν παράδοξο που εμφανίσθηκαν γρήγορα μεγάλες καθυστερήσεις στο σχεδιασμό, αδυναμία να βρεθούν τοπικοί συνεργάτες, υπερβάσεις στον προϋπολογισμό που ξέφυγαν εντελώς καθώς από τα αρχικά 50 δις αυστραλιανών δολαρίων, το πρόγραμμα κάποια στιγμή άγγιξε τα 90. Οι προστριβές με τους Γάλλους ήταν συνεχείς και η ευθύνη δεν είναι μόνο δική τους, καθώς η αυστραλιανή πλευρά σαφώς δεν είχε μελετήσει το μέγεθος του εγχειρήματος.
Πέρα από αυτά όμως, οι παγκόσμιες εξελίξεις επίσης έτρεχαν και ήταν πολύ πιο σημαντικές. Την ίδια εποχή που η Αυστραλία προσανατολιζόταν στη Γαλλία για την κατασκευή των υποβρυχίων, το 2016, ξεκινούσε η περίοδος Τραμπ στις ΗΠΑ, με κεντρικό στόχο τη σύγκρουση με την Κίνα, η οποία σκιαγραφήθηκε πως «ανταγωνίζεται δόλια την αμερικανική οικονομία». Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ είχαν ήδη αποφασίσει την αποχώρηση από το Αφγανιστάν αλλά και την πίεση προς τις Νατοϊκές χώρες να αυξήσουν τον αμυντικό τους προϋπολογισμό, ώστε να επιτρέψουν μια σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων τους. Η «τραμπική» αυτή στροφή δεν ήταν αναπάντεχη, καθώς αποτελούσε πυρήνα της αμερικανικής μεταστροφής προς την Ασία (από εποχή Ομπάμα), και το εκεί «μέτωπο» του Ειρηνικού, όπου η κεντρική υπερδύναμη του κόσμου έβλεπε την ραγδαία μεγέθυνση της Κίνας. Η τελευταία εμφάνιζε για σχεδόν εικοσαετία διψήφια ποσοστά ετήσιας ανάπτυξης, αύξηση στρατιωτικών δαπανών, αναθεωρητική εξωστρέφεια στην εξωτερική πολιτική, σημαντική ανάπτυξη εγχώριας τεχνογνωσίας, ενώ είχε γίνει το «εργοστάσιο του πλανήτη».
Τα παραπάνω (σχηματικά για να περιγράψουν το τι συμβαίνει στην Κίνα) τα καταγράφουμε για να τονίσουμε το εξής: Η τριμερής αμυντική συνεργασία AUKUS και η αυστραλιανή ακύρωση των γαλλικών υποβρυχίων δεν είναι ένα τοπικό φαινόμενο. Αλλά εντάσσονται σε τεκτονικές αλλαγές στον Ειρηνικό, συνεπακόλουθα και διεθνώς, με κεντρικό στοιχείο της απόφαση των ΗΠΑ να «αναδείξουν» ένα νέο εχθρό, την Κίνα, συντηρώντας έτσι την διεθνή αλλά και εσωτερική τους πολιτική προοπτική. Καθώς η Κίνα είναι ταυτόχρονα «στρατιωτικός εχθρός» αλλά και «οικονομικός», οπότε η αντιπαράθεση μαζί της επηρεάζει άμεσα και την εγχώρια αμερικανική οικονομία και τις εξαγωγές όπως και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η Κίνα λοιπόν ως αντίπαλος είναι το ιδανικό σημείο αμερικανικής «αναγέννησης» καθώς ο περιορισμός της, θα επιβεβαιώσει εκ νέου τις ΗΠΑ στην παγκόσμια ηγεμονία, και σε βαθμό μη επιτευκτό έως σήμερα.
Πως όλα τα παραπάνω καταλήγουν στην AUKUS; Η Αυστραλία είχε, όπως διαφαίνεται, διαπιστώσει ότι το αμυντικό και κυρίως το γεωπολιτικό της υστέρημα δεν καλύπτεται από την προμήθεια 12 υποβρυχίων. Δηλαδή ακόμη και εντός προϋπολογισμού και χρόνου να τα κατασκεύαζε η Naval Group, θα ήταν μια σταγόνα στον (Ειρηνικό) ωκεανό των προβλημάτων απομόνωσης που αντιμετωπίζει η Αυστραλία σε μια «κινεζική» θάλασσα. Άρα η αμερικανική πρόταση για αμυντική συνεργασία είναι πιο ουσιαστική καθώς αναθερμαίνει τις παραδοσιακές σχέσεις των δύο χώρων και κάνει ανασύσταση των παλαιότερων σχημάτων κοινής άμυνας του Ειρηνικού: όπως τη συμφωνία SEATO του 1954, που είχε υπογραφεί πάλι μεταξύ ΗΠΑ, Αυστραλίας, Βρετανίας αλλά και Γαλλίας, Νέας Ζηλανδίας, Πακιστάν, Φιλιππίνων και Ταϊλάνδης (η συμφωνία αυτή έληξε το 1977).
Η Αυστραλία λοιπόν προσχωρεί στην AUKUS όχι για να αγοράσει πυρηνοκίνητα υποβρύχια. Τα τελευταία δεν υφίστανται, και είναι απλώς πρόσχημα. Για αυτά δεν υπάρχει καμία τελική συμφωνία, κανένα προσχέδιο. Η ανακοίνωση των τριών κρατών λέει ότι θα συγκροτηθεί μια επιτροπή να μελετήσει το θέμα, δηλαδή η παραπομπή στις καλένδες. Τι εισπράττει η Αυστραλία λοιπόν; Ουσιαστικά την εκ νέου όπως διαφαίνεται αμυντική εγγύηση των ΗΠΑ, με τη Βρετανία ως πρόθυμο «συνοδό». Αυτή όμως δεν υπήρχε ήδη; Προφανώς καθώς η Αυστραλία είναι μέρος του παραδοσιακού αγγλοσαξονικού άξονα, με την «ειδική σχέση» μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ (άρα και Βρετανικής Κοινοπολιτείας στην οποία ανήκει η Αυστραλία). Αυτό που δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό είναι τι παραπάνω περιλαμβάνει η AUKUS, που όμως για να δελεαστεί τόσο η Αυστραλία πρέπει να είναι σημαντικό. Μια ίσως τοπική «πυρηνική ομπρέλα»; Μια ευρεία συμμετοχή σε εξοπλιστικά προγράμματα και πακέτα; Δεν γνωρίζουμε, απλώς υποθέτουμε. Αλλά ακόμη και να μην υπάρχει κάτι απτό -και αυτό υφίσταται ως πιθανότητα μιας και η κίνηση εμφανίζεται χωρίς βαθιά προετοιμασία- πρέπει να ανακαλυφθεί και σύντομα!
Είναι όμως απαραίτητο να επισημάνουμε πως η βεβιασμένη ανακοίνωση της τριμερούς συνεργασίας έγινε απίστευτα άκομψα διπλωματικά, χωρίς ενημέρωση των άλλων συμμάχων και χωρίς πρόβλεψη «διαχείρισης» της κρίσης που δημιουργεί στο δυτικό στρατόπεδο. Και έχει έντονο το στοιχείο της προχειρότητας και της «προσωπικής» πολιτικής, Μπάιντεν, Τζόνσον και Μόρισον (του πρωθυπουργού της Αυστραλίας), που όλοι θέλουν να προβάλλουν σε εσωτερικό και εξωτερικό την εικόνα μιας «μεγάλης εξέλιξης», υποκύπτοντας δηλαδή σε μια μηντιακή απαίτηση περί πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Έστω και έτσι όμως, το «ρίξιμο» της Γαλλίας εμφανίζεται δευτερεύον. Η Γαλλία ήταν δεδομένο πως δεν μπορούσε να προσφέρει γεωπολιτική κάλυψη στην Αυστραλία παρά τις φιλικές σχέσεις. Η Γαλλική επιρροή και παρέμβαση επικεντρώνεται στη Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική, ενώ στον Ειρηνικό εμφανίζεται σε παλιές γαλλικές κτήσεις. Τις οποίες όμως με κόπο το Παρίσι διαχειρίζεται, πόσο μάλλον να προσέθετε σε αυτές και την Αυστραλία ως υποχρέωση. Έτσι στο γεωπολιτικό «ζύγι» οι ΗΠΑ μάλλον προσέφεραν πολύ περισσότερα για να ανακουφίσουν την οικονομική και αμυντική απομόνωση της Αυστραλίας.
Ο μεγάλος ηττημένος; Το ΝΑΤΟ
Ποιος χάνει όμως από αυτή τη τριμερή συμφωνία; Αυτό που κλονίζεται είναι αρχικά το ΝΑΤΟ ως ιστορικός σχηματισμός άμυνας και έως τώρα ο ισχυρότερος. Το ΝΑΤΟ από τη γένεση του ήταν μονοσήμαντο: είχε ατλαντική-ευρωπαϊκή στόχευση και την ΕΣΣΔ απέναντι. Αλλά πλέον το γεωπολιτικό κέντρο βάρους είναι στην Ασία και ο στόχος είναι η Κίνα. Έτσι οι ΗΠΑ αποφασίζουν να συνάψουν νέες στρατηγικές συμφωνίες χωρίς να διστάσουν να περιφρονήσουν και να τραυματίσουν οικονομικά τη Γαλλία (μόνο πυρηνικό πυλώνα της ηπειρωτικής Ευρώπης) και να επιτιμήσουν και να αποδοκιμάσουν δημόσια τη Γερμανία που προτιμά το ρωσικό φυσικό αέριο. Ταυτόχρονα δεν προβληματίζονται να προσεταιριστούν την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής που προσβλέπουν από την Ουάσιγκτον τη σωτηρία τους από την επιβουλή της Μόσχας.
Οι ΗΠΑ έτσι έχουν πάψει πλέον να βλέπουν το ΝΑΤΟ ως ολοκληρωμένη οντότητα, αλλά το διασπούν σε επιμέρους πειθήνιες χώρες, σε εκάστοτε παρίες (Τουρκία), σε αδιάφορους, σε δεύτερους ρόλους. Και πιέζουν εκλεκτικά, απαιτούν επιλεκτικά, αποχωρούν ειδικά. Ο Τραμπ το είπε ευθέως: «Δεν θα πληρώνει η Αμερική την άμυνα της Ευρώπης, αυτό είναι δική σας ευθύνη». Οι ΗΠΑ έτσι εξελίσσουν το ΝΑΤΟ μονομερώς. Θα προσφέρουν την πυρηνική τους ομπρέλα, θα συντηρούν κάποιες δυνάμεις στην Ευρώπη σε σημεία ενδιαφέροντος (εδώ φαίνεται η σημασία του λιμένα της Αλεξανδρούπολης ως διαμετακομιστικού κόμβου), θα συντηρούν τη συνεργασία, αλλά η μεγάλη τους επένδυση «εδώ», στην Γηραιά ήπειρο μικραίνει. Και όπως φαίνεται αναζητούν και ενδιάμεσους να αναλάβουν κάποιο ρόλο υποκατάστασης. Κάτι που μάλλον προγραμματίζεται για την Ελλάδα (μεγάλο θέμα που θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο).
Στις επόμενες μέρες θα δούμε βέβαια αμερικανικές διαβεβαιώσεις, κολακείες, ανοίγματα προς τη Γαλλία και άλλες χώρες. Αυτά είναι το διπλωματικό προσκήνιο, το απαραίτητο για την εκτόνωση των εντάσεων. Στο παρασκήνιο ο ευρωπαϊκός άξονας του ΝΑΤΟ, δηλαδή τα κράτη-μέλη πλην Βρετανίας, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα αντικρύσουν εκ νέου το κενό πολιτικής και άμυνας που έχουν δημιουργήσει, ή υποστεί, με τη Γαλλία ήδη να ασκείται σε σπασμωδικές αντιδράσεις.
Ο θρήνος που ακούγεται όμως για την «ευρωπαϊκή άμυνα» είναι θολός. Καθώς εδώ και πολλά χρόνια ουσιώδης πρόθεση για ενιαία άμυνα δεν υπάρχει. Κινήσεις όπως κοινά στρατηγεία (χωρίς στρατό), ασκήσεις και ειδικές αποστολές όπως κατά της πειρατείας, ερευνητικά προγράμματα όπως της Ευρωκορβέτας, δεν εκφράζουν κάτι περισσότερο από την αποσπασματική και υποτονική συνεργασία. Το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Άμυνας είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο των ΗΠΑ. Δεν υπάρχει κοινός «εχθρός» και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί και να εφεύρει κάποιον. Από τι απειλείται σήμερα η Ε.Ε.; Από μεταναστευτικά κύματα απελπισμένων; Μα αυτό είναι ζήτημα αστυνόμευσης και συνοριακής πολιτικής. Από τη Ρωσία; Αυτό το πιστεύουν κυρίως οι γειτονικές χώρες της Μόσχας και όχι τόσο η κεντρική Ευρώπη που έτσι κι αλλιώς είναι στο ΝΑΤΟ. Από την Κίνα; Μόνο εμπορικά. Από το ριζοσπαστικό Ισλάμ; Και εδώ έχουμε αστυνομικές απαντήσεις και ανυπαρξία «κεντρικού εχθρού». Και βέβαια οι εκκλήσεις για εκ νέου συζητήσεις περί ενιαίας άμυνας δεν μπορούν να προχωρήσουν όταν ακόμη και στα οικονομικά (τον πυρήνα της Ε.Ε.) παραμένει η τόσο μεγάλη διάσταση “κέντρου” και “περιφέρειας”.
Η ευρωπαϊκή μοναξιά όμως είναι παρεμφερής με εκείνη της Αυστραλίας. Ζούμε σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο, μάλλον χωρίς «πάτρωνα» πλέον (με την Αμερικανική αποστασιοποίηση), δεν θέλουμε εχθρό καθώς αυτό θα διαταράξει την κοινωνική μας, ήδη ασταθή, ισορροπία, ενώ οι αμυντικές δαπάνες δεν είναι αρκετές για να κινητοποιήσουν σημαντικό μέρος της οικονομίας. Έτσι περιμένουμε στην «αναμονή» της ιστορίας, μήπως και παραχθεί, εξωγενώς, ρόλος για εμάς.
Ρωσία, η πίεση για «Κινεζοποίηση»
Στη συμφωνία της AUKUS ως δεύτερο θύμα πρέπει να καταγράψουμε και την Ρωσία. Ο ρόλος της κατά παράδοξο τρόπο υποβαθμίζεται, καθώς οι ΗΠΑ, που δεν την αγνοούν βέβαια, την οραματίζονται (έμμεσα την πιέζουν) να συνταχθεί με τη Κίνα, σε μια ετεροβαρή οικονομικά σχέση αλλά και ασταθή από αμυντικής πλευράς. Ρωσία και Κίνα όμως δεν έχουν ίδια συμφέροντα, μάλιστα στο πεδίο της Κεντρικής Ασίας και του Ινδικού είναι έως και ανταγωνιστές.
Όμως τα μπερδεμένα αυτά γεωπολιτικά παίγνια, όπου διαφορετικές σφαίρες επιρροής επικαλύπτονται, μπορεί πλέον με απαρχή την AUKUS, να απλοποιηθούν σε ένα νέο δίδυμο πόλωσης. Από τη μια οι ΗΠΑ, με χώρες-ακόλουθους (Βρετανία, Αυστραλία, Βαλτικές χώρες, Βαλκάνια, Νορβηγία, Ιαπωνία, Ταιβάν, Ινδονησία, Σιγκαπούρη), μαζί με κάποιες άλλες χαλαρές συμμαχίες, και από την άλλη η Κίνα με τη Ρωσία σε συνοδευτικό ρόλο και μικρότερες χώρες ως περιστασιακούς παραστάτες (Πακιστάν, Ιράν, μερικές αφρικανικές). Όπου η μεν Κίνα θα παρέχει στη Ρωσία οικονομική στήριξη και η Ρωσία, σε αναπτυξιακή στασιμότητα, να προσφέρει πυρηνική ομπρέλα και τεχνογνωσία σε πολλά επίπεδα, από αεροδιαστημική τεχνολογία, σε διαχείριση ορυκτών πόρων, σε υποθαλάσσια εκμετάλλευση, κ.ο.κ. Μια τέτοια εξέλιξη βέβαια, μακροπρόθεσμη -αλλά όχι και τόσο- θα αναδιατάξει την παγκόσμια ισορροπία, σε μια αναστροφή όμως της δεκαετίας του 1950. Όπου τότε ήταν η Ρωσία επικεφαλής του «ανατολικού» πόλου ισχύος με την Κίνα να έπεται, και ήταν το ασιατικό πεδίο μάχης (με τον πόλεμο της Κορέας και στη συνέχεια του Βιετνάμ) ο περιφερειακός χώρος σύγκρουσης των δύο συνασπισμών. Ενώ σήμερα έχουμε πλέον το ασιατικό πεδίο ως τον κύριο χώρο σύγκρουσης, την Κίνα επικεφαλής και το ευρωπαϊκό πεδίο διαμάχης το δευτερεύον, με τη Ρωσία ως ελάσσονα σύμμαχο του Πεκίνου.
Η Αυστραλιανή ήττα
Μπορεί η αυστραλιανή κυβέρνηση να νιώθει “θωρακισμένη” εντός AUKUS; Ίσως αλλά μένει να δούμε και πόσο θα απαιτηθεί να εκτεθεί η Αυστραλία στον Ειρηνικό εντός αυτής της συνεργασίας. Πόσο δηλαδή θα τις κοστίσει πολιτικά, οικονομικά και στρατηγικά. Με ήδη τις εσωτερικές αντιδράσεις να εμφανίζονται, καθώς το εγχώριο αντιπυρηνικό κίνημα είναι ισχυρό, δεν θέλει την επένδυση σε πυρηνοκίνητα υποβρύχια, τα οποία, ας μη γελιόμαστε, είναι στρατηγικό όπλο έστω και αν στα χαρτιά δεν “θα φέρουν ποτέ πυρηνικά όπλα”. Πόσο μάλλον όταν η χρήση τους θα είναι εντός σημαντικών δεσμεύσεων.
Είναι όλα αυτά προδιαγεγραμμένα; Προφανώς όχι. Η Ρωσία δεν έχει ποτέ υποχωρήσει στην δική της φαντασίωση ισχύος, που τώρα έχει περιοριστεί στο να ελέγξει την άμεση περιφέρεια της. Και αν και έχει οικονομική υστέρηση σήμερα, παραμένει γεωπολιτικά ισχυρή, οπότε ναι μεν επιχειρεί προσέγγιση με την σύγχρονη Κίνα, αλλά το επιδιώκει αυτό με βηματισμό και όχι με διάθεση υποτέλειας. Η Κίνα επίσης, παρά τον υπερεξοπλισμό της παραμένει παγκόσμια εμπορική-παραγωγική δύναμη. Όπου η μεγάλη ισχύς της είναι ο έλεγχος που μπορεί να ασκήσει στο παγκόσμιο χρέος (έχει αγοράσει πακτωλούς αμερικανικών ομολόγων), και στη διεθνή τροφοδοσία με βιομηχανικά και καταναλωτικά προϊόντα. Έτσι η Κίνα δεν είναι δεδομένο ότι θα αποκριθεί στρατιωτικά στις μιλιταριστικές κινήσεις των ΗΠΑ, που, μάλλον περιορισμένα σε ανάλυση, βλέπουν πως πρέπει να αντιπαρατεθούν στο Πεκίνο χτίζοντας πανάκριβες πλώρες και παράγοντας πανάκριβα και αντιοικονομικά μαχητικά και βομβαρδιστικά. Είναι μάλλον πικρόχολα αστείο, αλλά οι ΗΠΑ το 2021 φαίνεται να επιστρέφουν στον ανταγωνισμό εξοπλισμών που είχαν ξεκινήσει οι ίδιες τη δεκαετία του 1950. Επιλέγουν δηλαδή ξανά ως επίλυση το διαγκωνισμό σε «κάννες» και όχι σε «αμόνια», όπως πιο ψύχραιμα κάνει σήμερα η Κίνα.
Ποιος θα κερδίσει από την AUKUS, τις γεωπολιτικές καντρίλιες και τη νέα διμερή πόλωση στον πλανήτη; Σίγουρα όχι ο πλανήτης. Η επένδυση σε ανταγωνισμούς και ειδικά στρατιωτικούς στερεί πολλαπλασιαστικά ακόμη περισσότερα κεφάλαια από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επερχόμενων νέων πανδημιών, από την διαχείριση της οικονομικής ανισότητας, από την ενεργειακή κρίση, από την έλλειψη φθηνών ορυκτών πόρων, από την εξάπλωση στο διάστημα, από την γενικότερη πρόοδο της επιστήμης. Η εκ νέου ψυχροπολεμική εποχή θα αναδείξει νέους «ηγεμόνες», θα εφεύρει ή θα επιβεβαιώσει νέα/παλαιά ιδεολογήματα ισχύος και κυριαρχίας, θα προσανατολίσει ευρύ κοινό (αλλά με μεγάλες διαρροές από τα κύματα αμφισβήτησης που ήδη διογκώνονται) σε παθητικό ρόλο οπαδού-στρατευμένου. Αλλά το μέλλον ως αντανάκλαση του παρελθόντος είναι εξ ορισμού παραμορφωμένο.