Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη- Αντιστράτηγου ε.α., διδάκτορα Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), διαλέκτη στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ) και στην Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ)
Σίγουρα έχετε εκπλαγεί διαβάζοντας τον τίτλο του άρθρου και προσπαθώντας να συσχετίσετε τις εξαγγελίες του κ. Ν. Δένδια, ΥΕΘΑ για την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, υπό τον τίτλο «Ατζέντα 2030», με το γνωστό έργο του διακεκριμένου συγγραφέα και ποιητή Μενέλαου Λουντέμη. Βλέπετε ανήκω στη γενιά που ενηλικιώθηκε στη μεταπολίτευση και η αναφορά σε παρόμοια λογοτεχνικά κείμενα ήταν επιβεβλημένη. Στη σημερινή μας περίπτωση, η αναφορά είναι «μεταφορική».
Έτσι, πενήντα και πλέον χρόνια από τη μεταπολίτευση και εξαιτίας των αιφνιδιαστικών κρίσεων των στελεχών, η κύρια συζήτηση περί της αναδιοργανώσεως των Ενόπλων Δυνάμεων επικεντρώνεται (δυστυχώς) πέριξ του αριθμού των υπηρετούντων στρατηγών και των ομοιόβαθμων τους σε Ναυτικό και Αεροπορία και μάλιστα της αναλογία τους σε σχέση με το μέγεθος του στρατεύματος!
Οι επιχειρηματολογούντες -σε αμφότερες τις πλευρές- επιδίδονται στην παρουσίαση κλασματικών μορφών με την κατά το δοκούν επιλογή αριθμητού (δύναμη στρατεύματος) και παρανομαστού (ο αριθμός των στρατηγών). Δικαίως λοιπόν ο καλόπιστος αναγνώστης (ως άλλο «παιδί» του γνωστού μυθιστορήματος) προσπαθεί να μετρήσει τους αριθμούς των στρατηγών («άστρα») σε σχέση με τους υφισταμένους τους, να συγκρίνει με άλλους στρατούς και να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Σίγουρα η αναλογία στρατηγών σε ένα στράτευμα -μαζί με δεκάδες άλλες παραμέτρους- αποτελεί ένδειξη για τη δομή του, ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις και για την αποτελεσματικότητα του. Ένας όμως πιο ακριβής αριθμός μέτρησης της αποτελεσματικότητος είναι η επικέντρωση στην αναλογία των χαμηλόβαθμων αξιωματικών με τον αριθμό στρατευσίμων που καλούνται καθημερινά να διοικήσουν και ο οποίος είναι απογοητευτικός δια τα καθ’ ημάς. Ο Λοχαγός, διοικητής Λόχου, σπανίως έχει διοικήσει πλέον των 20 ανδρών. Ακόμη και οι σημερινοί Αντισυνταγματάρχες, διοικητές Ταγμάτων, αμφιβάλω αν έχουν εξέλθει στα πεδία των ασκήσεων με δύναμη που να υπερβαίνει τους 100 άνδρες και γυναίκες, δηλαδή περίπου το 20% της προβλεπομένης πολεμικής σύνθεσης. Εννοείται ότι εστιάζομαι στον Στρατό Ξηράς που πάσχει, εδώ και χρόνια από την υποστελέχωση των Μονάδων του με όλες τις τραγικές συνέπειες στην εκπαίδευση, εσωτερική λειτουργία, ασφάλεια και κυρίως επιχειρησιακή ικανότητα.
Αν μάλιστα στις ανεπίτρεπτες αυτές συνθήκες προσθέσουμε και μια υπερσυγκεντρωτική προσέγγιση με τάσεις υπερεξασφάλισης σε κάθε δραστηριότητα, τότε η επιθυμητή επιχειρησιακή ικανότητα μάλλον δεν επιτυγχάνεται. Οι παραπάνω περιοριστικές τάσεις υπήρξαν απόρροια (και) της παροδικής διατάραξης των δεσμών λαού με το στράτευμα κατά τη δικτατορία και αμέσως μετά. Σίγουρα όμως, σε συνδυασμό με την υποστελέχωση, υποβάθμισαν σημαντικά τη στρατιωτική εκπαίδευση. Οποιαδήποτε δε προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου της εφεδρείας είναι καταδικασμένη να αποτύχει αν δεν υπάρξει δραστική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στους κληρωτούς. Η τελευταία προϋποθέτει κόπωση, προσπάθεια, χρόνο, κόστος αλλά και ανάληψη λελογισμένου κινδύνου.
Διεθνώς και σε κάθε οργανισμό είναι παρατηρημένο ότι η αύξηση του αριθμού των προϊσταμένων σε βάρος των εκτελεστών-παραγωγών έργου, επαυξάνει την αχρείαστη γραφειοκρατία, δημιουργεί υπερβολικούς μηχανισμούς ελέγχων και στραγγαλίζει κάθε προσπάθεια ανανέωσης, καινοτομίας και πειραματισμού (οδηγεί δηλαδή σε αυτό που συχνά αποκαλείται «αρτηριοσκλήρυνση»). Η διατήρηση μάλιστα υπερβολικού αριθμού μεσόβαθμων και ανώτερων στελεχών οδηγεί σε καθυστέρηση-παρεμπόδιση της εξέλιξης τους (καθώς αυτή είναι κυρίως συνδεδεμένη με χρονικά όρια παραμονής σε κάθε βαθμό) άρα σε αύξηση και της ηλικία τους με τις συνεπακόλουθες θετικές και αρνητικές συνέπειες.
Η αύξηση της μέσης ηλικίας είναι πολύ περισσότερο ανησυχητική στις τάξεις των επαγγελματιών οπλιτών (για λόγους μη ύπαρξης νέων προσλήψεων αλλά και απαράδεκτης επιμήκυνσης της προσυμφωνημένης διάρκειας παραμονής τους για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους). Κατά συνέπεια φαίνεται ότι οδηγούμαστε σε ένα «γηρασμένο» στρατό όπου μεγάλο μέρος των στελεχών θα δυσκολεύεται σωματικά να ανταποκριθεί στις επίπονες επιχειρησιακές απαιτήσεις των καθηκόντων τους.
Πολλαπλά λοιπόν τα προβλήματα και αλληλοεπηρεαζόμενα. Αντιληπτοί και μέχρι ενός σημείου δικαιολογημένοι οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις στρεβλώσεις του υψηλού αριθμού υψηλόβαθμων, συχνά ως μια προσπάθεια οικονομικής και ηθικής αποζημίωσης των υποαμοιβόμενων και υπεραπασχολούμενων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Σημαντικότατη και η συμβολή της ανάγκης τήρησης υψηλού αριθμού Μονάδων Εκστρατείας, έστω και χαμηλής στελέχωσης, με υψηλές ανάγκες χαμηλόβαθμων και με την ελπίδα της έγκαιρης επάνδρωσης και προώθησης για την αντιμετώπιση του πολυάριθμου αντιπάλου.
Μάλιστα τα πρόσφατα γεγονότα κατέδειξαν την αξία των αριθμών που είχαν κάπως υποεκτιμηθεί με την πρόβλεψη σημειακών κρίσεων σύντομης χρονικής διάρκειας και με την εμπλοκή μόνο ειδικών δυνάμεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο οριακά ικανός αριθμός των νέων Ανθυπολοχαγών (αν φυσικά δεν υπάρξουν εκπλήξεις στον κατά έτος αριθμό επιτυχόντων), παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητος με το πέρασμα του χρόνου, οδηγεί σε ένα πλεόνασμα Συνταγματαρχών. Για την δημιουργική απασχόληση των τελευταίων είναι αναγκαία η δημιουργική εξεύρεση γραφειοκρατικών δραστηριοτήτων, συνήθως με την εξωραϊσμένη μορφή του επαύξησης των επιτελικών εργασιών και διαδικασιών ελέγχων, αλλά στην πραγματικότητα με συνέπεια την κατάπνιξη κάθε πρωτοβουλίας, αναίτιες καθυστερήσεις και πρόσθεση αχρείαστων επιπέδων διοικήσεως.
Ενδεχομένως να θεωρήστε ότι τάσσομαι υπέρ μεθόδων όπως μια ξαφνική και μαζική απομάκρυνση δεκάδων στελεχών με μια οριακά ίσως νομιμοποιημένη μεθοδολογία. Καταφανώς και όχι. Η διαδικασία αυτή πιθανόν να φαίνεται απαραίτητη (θεραπεία «shock») αλλά αντιμετωπίζει μόνο προσωρινά το πρόβλημα του αυξημένου αριθμού των στρατιωτικών στο βαθμό του Συνταγματάρχου και άνω. Το χειρότερο όμως αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργεί ερωτήματα και αμφιβολίες στους εξωτερικούς καλόπιστους παρατηρητές και κυρίως πικρίες στους εντός των τειχών, απομακρυνόμενους ή μη, επιβαρύνοντας την ήδη υπάρχουσα απογοήτευση στο σώμα των Ελλήνων αξιωματικών. Σίγουρα θα πρέπει να εξορθολογήσουμε τους αριθμούς μονίμων αξιωματικών σε σχέση με τους μόνιμους υπαξιωματικούς, αυξάνοντας την αναλογία υπέρ των δεύτερων αλλά και τη διαφορά μεταξύ των καταλυτικών βαθμών μεταξύ τους.
Ίσως να πρέπει να αναδιαμορφώσουμε το θεσμό των εφέδρων αξιωματικών καίτοι η δυσκολία συμπλήρωσης του αριθμού των μονίμων αξιωματικών-υπαξιωματικών στις παραγωγικές σχολές αλλά και των επαγγελματιών οπλιτών δημιουργεί αμφιβολίες για την επιτυχία μιας ανάλογης προσπάθειας που σίγουρα δεν θα συνοδεύεται με ελκυστικά κίνητρα! Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχει μια θεσμική διέξοδος μετακίνησης αποστρατευόμενων μεσόβαθμων αξιωματικών με πολλαπλές εμπειρίες, ίσως και εξειδικεύσεις, σε κατάλληλες θέσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα αλλά ούτε και μια απορρόφηση τους από τον ιδιωτικό τομέα.
Αναφορικά με την αξιοκρατική ή μη, διεξαγωγή των πρόσφατων κρίσεων αδυνατώ να εκφράσω οποιαδήποτε γνώμη, καίτοι μπορώ όμως μετά χαράς να παρατηρήσω ότι καθώς τα έτη περνούν οι κρίσεις -ενίοτε με ορισμένες αστοχίες- καθίστανται περισσότερο αντικειμενικές. Βέβαια το σημερινό σύστημα αξιολογήσεων χρήζει ριζικής αντικατάστασης καθόσον έχει οδηγήσει σε μια αυτοπαγίδευση αναγραφής μόνο «εξαιρετικών» βαθμολογιών που επί της ουσίας καθιστούν αδύνατη τη οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ ισοβαθμούντων «αρίστων». Μια δηλαδή επικράτηση της ευρείας κοινωνικά αποδεκτής υπερβολικής επιβράβευσης του «μετρίου», συχνά ένεκα της εκ μέρους του αξιολογούμενου καταβαλλόμενης προσπάθειας και προθυμίας και όχι ένεκα της πραγματικής αποτελεσματικότητας του. Παράλληλα, με την απαράδεκτη αυτή μεθοδολογία αποφεύγονται αδικαιολόγητες «τριβές» μεταξύ αξιολογούντα και αξιολογούμενου που πιθανόν να έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα και για τους δύο.
Επανερχόμενος στις πρόσφατες έκτακτες κρίσεις στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων ενώ δύναμαι να αντιληφθώ την αναγκαιότητα μείωσης του αριθμού, αδυνατώ να κατανοήσω τις διαδικασίες του «επείγοντος». Ούτε όμως αποδέχομαι το επιχείρημα των υποστηρικτών της διατήρησης τους ότι οι πλεονάζοντες αξιωματικοί θα συμπλήρωναν σε καιρό κρίσεως τις επιστρατευόμενες Μονάδες γιατί μάλλον δεν ταιριάζουν οι αριθμοί. Η κοινή λογική προτάσει τον καθορισμό της νέας δομής του στρατεύματος, άρα των νέων θέσεων και εν συνεχεία -στον θεσμικά προβλεπόμενο χρόνο- την διενέργεια κρίσεων, τακτικών και εκτάκτων (με αυτή τη σειρά) για κάλυψη των θέσεων. Ειδικά η εποχή που επιλέγει για τη διεξαγωγή των ξαφνικών κρίσεων δεν απείχε παρά 2-3 μήνες από τον προβλεπόμενο χρόνο τακτικής διεξαγωγής τους και δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο της επίσπευσης τους. Μια ασήμαντη χρονική περίοδος που όμως δημιουργεί συνειρμούς με άλλες εποχές και δίνει λαβή για κάθε είδους κριτική.
Το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης αντιτάσσει το επείγον του ζητήματος και δηλώνει ότι έχει ήδη ολοκληρωθεί η προετοιμασία της νέας δομής δυνάμεων. Αντίστοιχα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης απαντούν ότι η κυβέρνηση προχώρησε σε παρουσίαση τετελεσμένων και μάλιστα σε χρόνο και όγκο που απέκλειαν κάθε δημιουργική συζήτηση στα προβλεπόμενα κοινοβουλευτικά όργανα.
Αντίστοιχες παρατηρήσεις αλλά και ανησυχίες διέρρευσαν και από το χώρο των προηγουμένων στρατιωτικών ηγεσιών που ενημερώθηκαν για τη νέα δομή. Αντιληπτή και διαχρονική η ανησυχία όλων των αποστράτων για οποιαδήποτε μείωση του μεγέθους του στρατεύματος, ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες διεθνούς αστάθειας και με τον συγκεκριμένο αναθεωρητικό γείτονα. Η επιμονή μας όμως στη συσσώρευση αριθμού Μονάδων χαμηλής μαχητικής ισχύος που εκ αντικειμενικών λόγων συνεισφέρουν στην ελλειπή εκπαίδευση στελεχών και κληρωτών (άρα και εφέδρων) πρέπει επιτέλους να αντικατασταθεί από μια νέα προσέγγιση.
Κατανοητή και ανθρώπινη ακόμη και η άρνηση αποδοχής κατάργησης ενός ιστορικού Συγκροτήματος-Σχηματισμού με τον οποίο μας συνδέουν ισχυροί δεσμοί λόγω διοίκησης ή υπηρέτησης. Όλοι μας θα επιθυμούσαμε την ύπαρξη επαρκούς αριθμού (ο αριθμός καθορίζεται από το έδαφος και την απειλή και με βάση κάποιους διεθνώς αποδεκτούς υπολογισμούς) ετοιμοπόλεμων, εκπαιδευμένων και καλώς εξοπλισμένων Σχηματισμών αλλά θα πρέπει να τίθεται και να απαντιέται ικανοποιητικά και το ερώτημα πόσες Μονάδες μπορούμε να υποστηρίξουμε. Αυτή ακριβώς η εξεύρεση της ισορροπίας είναι μια από τις βασικές αποστολές της κάθε στρατιωτικής ηγεσίας. Παράλληλα πρέπει να καθιστά απολύτως κατανοητή στη κάθε κυβέρνηση την ικανότητα ή μη εξασφάλισης της εθνικής άμυνας στις συγκεκριμένες συνθήκες και από τις υφιστάμενες δυνάμεις και σχέδια καθώς και το βαθμό διακινδύνευσης σε κάθε περίπτωση και κάθε απειλή.
Αυτό όμως που με ανησυχεί είναι το αίσθημα που με διακατέχει -μακάρι να κάνω λάθος- ότι οι αξιωματικοί των μεσαίων βαθμών που θα εκτελέσουν την αναδιοργάνωση του στρατεύματος και θα γευθούν τους καρπούς της δεν έχουν ενεργά συμμετάσχει στο σχεδιασμό της. Η εμπειρία έχει καταδείξει ότι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες προχωρούν σε πλημμελώς προετοιμασμένες αναδιοργανώσεις σε εκτέλεση προσωπικών «οραμάτων» και πλαισιωμένοι από ένα περιβάλλον που αποφεύγει κάθε κριτική και διεκδικεί το ρόλο του πρόθυμου χειροκροτητή. Η παρατήρηση αυτή είναι καθαρή εμπειρική και ουδεμία πληροφόρηση έχω για τα σημερινά τεκταινόμενα.
Θεωρώ επίσης ότι η Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας του Ελληνικού Κοινοβουλίου θα πρέπει να έχει πιο ενεργό ρόλο στην κατάρτιση της νέας δομής δυνάμεων και ισχυρισμοί επείγοντος και υψηλής διαβάθμισης είναι ως επί το πλείστον προσχηματικοί. Στην πολιτική βιβλιογραφία μας αναφέρονται συζητήσεις υψηλής στρατηγικής και επιχειρησιακής αντίληψης στο ελληνικό κοινοβούλιο στις αρχές του περασμένου αιώνα. Σήμερα, μια εποχή που τα θέματα αμύνης αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό συναινετικά, ευελπιστώ να ζήσουμε ανάλογες στιγμές καθώς υψηλού επιπέδου και ευθύνης προσωπικό υπάρχει σε όλα τα κόμματα.
Αντιλαμβάνομαι ότι η πολλαπλότητα των θεμάτων και η διασύνδεση τους με ανάγκασε σε μια επιφανειακή προσέγγιση με συχνές εναλλαγές επιμέρους αντικειμένων και χωρίς την παράθεση τεκμηριωμένων λύσεων παρά μόνο επισήμανσης αρνητικών σημείων με τη μορφή καλόπιστης κριτικής. Η κατανόηση όμως και μόνο της πολυπλοκότητας των θεμάτων της άμυνας, της μεταβλητότητας των συνθηκών και η απόρριψη δογματισμών και της διεκδίκηση κατοχής της «μιας και μοναδικής αλήθειας», αποτελούν σημαντικό κέρδος.
Η κατανόηση αυτής της πολυπλοκότητας, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα της αναδιοργάνωσης επιβάλει την επιλογή των καταλλήλων στελεχών που θα τη σχεδιάσουν και υλοποιήσουν σε βάθος χρόνο μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες και τον ανεπαρκή πάντα πολιτικό χρόνο. Η στρατιωτική ηγεσία οφείλει να επιλέξει με καθαρά επαγγελματικά κριτήρια αυτά τα στελέχη και να τα καθοδηγήσει κατάλληλα παρέχοντας καθαρές κατευθύνσεις και αμέριστη υποστήριξη ώστε να εκτελέσουν απερίσπαστα το έργο τους. Η πολιτική ηγεσία οφείλει να εμπνέει και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες εξασφαλίζοντας επίσης την αναγκαία και σε βάθος χρόνου χρηματοδότηση, στα όρια πάντα των αντοχών της οικονομίας, μένοντας όμως μακριά από επιχειρησιακές επιλογές (micromanagement) και από τις σκοπέλους των πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Όλοι μας κατανοούμε ότι η αναδιοργάνωση του στρατεύματος είναι επιτακτική ανάγκη αλλά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι αναπόφευκτα θα επιφέρει και αντιδράσεις (καλοπροαίρετες και μη), τριβές, ίσως και αστοχίες που θα πρέπει με κατάλληλους μηχανισμούς να αντιμετωπίζονται. Το βασικότερο όμως να πειστεί το στρατιωτικό προσωπικό ότι οι λαμβανόμενες αποφάσεις αποτελούν τις βέλτιστες λύσεις, δεδομένων των συνθηκών και με απόλυτο σεβασμό στο κάθε στέλεχος ανεξαρτήτως βαθμού και προέλευσης. Μόνο με τον τρόπο αυτό η αναδιοργάνωση θα τύχει ευρείας υποστήριξης συμπεριλαμβανομένης πάντα και της δημιουργικής κριτικής που θα πρέπει να οδηγεί σε ανάληψη διορθωτικών ενεργειών. Σε περίπτωση δε αποτυχίας αυτής της προσπάθειας αναδιοργανώσεως, ίσως η επόμενη αναληφθεί υπό δυσμενέστερες συνθήκες και μετά από εθνικές περιπέτειες. Παρά τις απαραίτητες -μέχρι ενός σημείου- δηλώσεις εξισορρόπησης, το χάσμα ισχύος με τον αντίπαλο μακροπρόθεσμα διευρύνεται σε βάρος μας για μια σειρά αντικειμενικών λόγων αλλά και δικών μας αστοχιών.