Η Ελλάδα εισέρχεται όπως όλα δείχνουν σε μια νέα εποχή αεράμυνας. Μετά από δεκαετίες η χώρα αποφασίζει να επενδύσει σε ένα πολυεπίπεδο πλέγμα αεράμυνας, κάτι που δεν είχε επιχειρηθεί από τη δεκαετία του ’90. Το πρόγραμμα που βρίσκεται πλέον στην τελική του ευθεία περιλαμβάνει την προμήθεια τριών διαφορετικών ισραηλινών συστημάτων: του Spyder All-in-One της Rafael, του Barak MX της Israel Aerospace Industries (ΙΑΙ) και του David’s Sling. Η συνολική αξία πλησιάζει τα τρία και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ (τοποθετείται ανάμεσα στα 3,2 και 3,5 δις, ανάλογα με τους φόρτους βλημάτων) και αποτελεί τη μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή στην ελληνική αεράμυνα εδώ και μία γενιά.
Το Spyder AiO προορίζεται να αντικαταστήσει τα σοβιετικά SA-8B, το Barak MX αναλαμβάνει τον ρόλο του αντικαταστάτη των Improved HAWK και το David’s Sling δημιουργεί, για πρώτη φορά, μια ανώτερη ζώνη αντιπυραυλικής άμυνας, πέρα από τις υπάρχουσες δυνατότητες των Patriot και των S-300. Ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει στα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας, η επιλογή των συστημάτων δεν είναι απαλλαγμένη από ερωτήματα συνοχής, λογικής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής.
Επιτυχής δοκιμή του ισραηλινού αντιαεροπορικού Spyder ‘All In One’
Η αντικατάσταση των SA-8B OSA-AK ήταν ίσως το πιο ώριμο και αναμενόμενο σκέλος της νέας δομής. Το σύστημα βρίσκεται σε υπηρεσία αλλά με περιορισμένη πραγματική επιχειρησιακή αξία. Η τεχνολογία του έχει ξεπεραστεί, η συντήρησή του είναι δύσκολη και η επιβιωσιμότητά του σε σύγχρονο πεδίο μάχης είναι σχεδόν μηδενική. Εδώ το Spyder AiO συνιστά μια προσπάθεια της Rafael να δημιουργήσει ένα ενιαίο, αυτόνομο σύστημα, στο οποίο ο εκτοξευτής, οι αισθητήρες, τα ραντάρ και τα συστήματα διοίκησης βρίσκονται επάνω σε ένα μόνο όχημα. Αυτή η διαμόρφωση ταιριάζει ιδιαίτερα στον Στρατό Ξηράς, όπου η κινητικότητα είναι κρίσιμη, ειδικά σε περιοχές που απαιτούν συνεχή αλλαγή θέσεων και άμεση αντίδραση σε απειλές, όπως τα νησιά του Αιγαίου.

Ωστόσο, η εικόνα είναι πιο σύνθετη από μια τυπική αντικατάσταση παλαιού συστήματος. Η Israel Aerospace Industries διαθέτει διαμορφώσεις του Barak MX που εξυπηρετούν τον ίδιο ρόλο, το Barak 5 SR και την έκδοση MX Land On The Move, που ενσωματώνουν το ίδιο επιχειρησιακό δόγμα, δηλαδή πλήρη αυτονομία και επιχειρήσεις εν κινήσει. Το SRAD εξοπλίζεται με μικρότερα βλήματα, κατάλληλα για αποστολές αεράμυνας μικρού βεληνεκούς, ενώ η MX On The Move έκδοση αποτελεί κι αυτή ένα ενιαίο σύστημα. Οπότε η IAI προσφέρει ίδια φιλοσοφία και σαφώς μεγαλύτερο βάθος εξέλιξης, καθώς οι λύσεις της αποτελούν μέρος της ευρύτερης οικογένειας Barak MX.

Έτσι εντοπίζεται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού προγράμματος, όπου επιλέγονται δύο ανταγωνιστικά συστήματα από την ίδια χώρα. Οπότε η απόφαση προκαλεί εύλογο προβληματισμό για τη λογική συνοχή της προμήθειας.
Το Barak MX με τη σειρά του, έχει δομηθεί ως ένα πολυεπίπεδο σύστημα, ικανό να καλύψει από αποστάσεις μικρής έμβέλειας έως και 150 χιλιομέτρων. Η εξέλιξή του από το Barak 8 και η πορεία του στις διεθνείς αγορές, όπου έχει υιοθετηθεί από χώρες όπως η Σλοβακία, η Κύπρος, η Κολομβία, το Μαρόκο και η Ταϊλάνδη, αποδεικνύουν τη λειτουργική ωριμότητά του. Το ίδιο στηρίζεται σε ανοιχτό, δικτυοκεντρικό περιβάλλον, στο οποίο αισθητήρες, βλήματα, εκτοξευτές και συστήματα διοίκησης συνεργάζονται μέσα από μια ενιαία υποδομή. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια χώρα μπορεί με σταδιακή επένδυση να αποκτήσει ένα πλήρες πλέγμα αεράμυνας, με κοινή υποστήριξη και κοινά συστήματα διοίκησης.

Το παράδοξο, λοιπόν, δεν βρίσκεται στο ότι η Ελλάδα αγοράζει το Barak MX, αλλά στο ότι αποφασίζει να μην εκμεταλλευτεί την ευελιξία του. Οπότε η αγορά δύο ισραηλινών συστημάτων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, και μάλιστα σε μια εποχή όπου η Ελλάδα θα είχε λόγο να επιδιώξει ομογενοποίηση και ομοιοτυπία μέσων, αποτελεί μια επιλογή χωρίς πολλά διεθνή ανάλογα. Πόσο μάλλον όταν το ίδιο σύστημα προμηθεύθηκε και η Κύπρος.
Βίντεο από την άφιξη στην Κύπρο του αντιαεροπορικού συστήματος Barak MX, από το Ισράηλ
Σε ότι αφορά την άλλη μεγάλη ελληνική προμήθεια, του David’s Sling, αυτή θεωρείται στρατηγική επένδυση. Εισάγει στην Ελλάδα τεχνολογία που δεν είναι διαθέσιμη σε πολλές χώρες, προσφέρει μια νέα ζώνη άμυνας πάνω από τα Patriot, για να αντιμετωπίσει πυραύλους cruise, προηγμένα αεροσκάφη και αλλά κυρίως, τακτικούς βαλλιστικούς πυραύλους και δημιουργεί πλεονέκτημα που ελάχιστα κράτη διαθέτουν. Μάλιστα, η τιμή των πυραύλων του David’s Sling —περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ ανά βλήμα— αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη σε σχέση με τα αντίστοιχα αμερικανικής ή ευρωπαϊκής προέλευσης.

Γενικότερα, η τιμολογιακή διάσταση του συνολικού προγράμματος είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για να κατανοήσει κανείς γιατί η Ελλάδα στράφηκε σε ισραηλινά συστήματα. Οι πύραυλοι του Spyder και του Barak MX κοστολογούνται σημαντικά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα δυτικά βλήματα που έχουν πάρει την… άνοδο.
Δεν είναι όμως όλα θέμα κόστους. Η βιομηχανική διάσταση αυτής της συμφωνίας είναι επίσης κρίσιμη. Η Israel Aerospace Industries έχει πλέον φυσική παρουσία στην Ελλάδα, μετά την εξαγορά της Intracom Defense. Η IDE ήδη εκσυγχρονίζεται, επενδύει σε νέα συστήματα και αναμένεται να αναλάβει σημαντικό τμήμα της υποστήριξης των Barak MX. Αυτό δημιουργεί έναν μηχανισμό μεταφοράς τεχνογνωσίας, προσφέρει θέσεις εργασίας και επιτρέπει στην Ελλάδα να φέρει μέρος της αμυντικής παραγωγής στο δικό της έδαφος. Η Rafael, αντίθετα, δεν έχει αντίστοιχη παρουσία, κάτι που καθιστά ακόμη πιο αξιοσημείωτη την επιλογή του Spyder AiO.
Η διαφορά αυτή είναι ουσιαστική, διότι η χώρα σε αυτό το πρόγραμμα είχε τη δυνατότητα να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία μέσω της IAI, ενοποιώντας τα συστήματά της σε μια ενιαία οικογένεια και μειώνοντας την πολυτυπία. Αντί αυτού, επιλέγει να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο συνεργασίας με τη Rafael, το οποίο θα απαιτήσει νέα υποδομή υποστήριξης, νέα εκπαίδευση προσωπικού και νέα εφοδιαστική αλυσίδα. Αν το αποτέλεσμα ήταν η απόκτηση τελείως διαφορετικών επιχειρησιακών ικανοτήτων, η επιλογή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί.
Ακόμη στην αεράμυνα, η οποία βασίζεται στη διασύνδεση, τη συνεργία και την κοινή λογική λειτουργίας αισθητήρων και πυραύλων, η πολυτυπία μπορεί να έχει σοβάρες επιπτώσεις. Η ύπαρξη πολλών διαφορετικών οικογενειών πυραύλων καθιστά πιο δύσκολη τη διαχείριση αποθεμάτων, την εκπαίδευση πληρωμάτων και τη συμμετοχή σε διακλαδικές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή όπως απέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ικανότητα αναπλήρωσης πυραύλων, η συντήρηση των συστημάτων και η ταχύτητα με την οποία μπορεί να αντικατασταθεί ένα κατεστραμμένο στοιχείο αεράμυνας είναι κρίσιμες παράμετροι. Η επιλογή διαφορετικών πυραύλων σημαίνει ότι η χώρα θα πρέπει να προμηθεύεται από 2 γραμμές γραμμές παραγωγής για ρόλους που θα μπορούσε να καλύψει με μία. Οπότε το οικονομικό αποτύπωμα αυτού του μοντέλου θα γίνει αισθητό όχι τώρα, κατά την προμήθεια, αλλά τα επόμενα χρόνια.
Εγκαταλείπουμε τους Patriot;
Σε αυτό το σημείο η συζήτηση φτάνει σε ένα άλλο κομβικό ζήτημα: την απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης για τον εκσυγχρονισμό των συστοιχιών Patriot. Αυτές αποτελούν τον κεντρικό πυλώνα της ελληνικής αεράμυνας και η χώρα μας έχει επενδύσει τεράστια ποσά για την αγορά, τη συντήρηση και τη διατήρησή τους σε υψηλό επίπεδο ετοιμότητας. Ωστόσο, στο νέο πρόγραμμα δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αναβάθμιση τους, που διεθνώς παραμένουν από τα κορυφαία συστήματα αεράμυνας, με μεγάλες παραγγελίες και εξελίξεις σε τεχνολογία. Το επιχειρησιακό μέλλον όμως χτίζεται όχι μόνο πάνω σε νέα συστήματα, αλλά και στην διατήρηση και αναβάθμιση των υπαρχόντων. Οπότε η απουσία πρόβλεψης για εκσυγχρονισμό δημιουργεί κενό, το οποίο μπορεί να υπονομεύσει τη συνοχή της νέας αντιαεροπορικής αρχιτεκτονικής.

Έτσι η συνολική εικόνα του ελληνικού προγράμματος αεράμυνας αποκαλύπτει μια σημαντική και αναμφίβολα αναγκαία αναβάθμιση. Ταυτόχρονα, όμως, η επιλογή δύο ανταγωνιστικών συστημάτων από την ίδια χώρα, η εισαγωγή τριών νέων πυραύλων, η επέκταση της πολυτυπίας και η απουσία εκσυγχρονισμού των Patriot αποτελούν ζητήματα που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η επένδυση είναι μεγάλη, το αποτέλεσμα θα είναι σημαντικό, αλλά η διαχείριση των διαφορετικών τεχνολογικών οικογενειών, η διασύνδεση των συστημάτων και η συντήρηση τους θα είναι κρίσιμες προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια.
Οπότε το πρόγραμμα αποτελεί σίγουρα ένα άλμα προς τα εμπρός. Αλλά όπως κάθε άλμα, η επιτυχία του θα εξαρτηθεί όχι μόνο από το πόσο ψηλά φτάνει, αλλά από το πόσο καλά προσγειώνεται.









