Εσκεμμένη ενέργεια χαρακτήρισε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου το πρόσφατο κλείσιμο δυτικών προξενείων στην Κωνσταντινούπολη, σημειώνοντας μάλιστα ότι οι χώρες που προέβησαν σ’ αυτή την κίνηση, δεν προσέφεραν στην Τουρκία καμιά πληροφορία για τους «λόγους ασφαλείας» που επικαλέσθηκαν.
«Πιστεύουμε πως ήταν εσκεμμένο», δήλωσε ο Τσαβούσογλου αναφερόμενος στο κλείσιμο των προξενείων. «Αυτό ακριβώς είπαμε όταν καλέσαμε τους πρεσβευτές στο υπουργείο», πρόσθεσε μιλώντας σε κοινή συνέντευξη Τύπου στην Κωνσταντινούπολη με τον υπουργό Εξωτερικών της Αργεντινής Σαντιάγο Καφιέρο, που επισκέπτεται την Τουρκία.
«Γιατί έκλεισαν;», διερωτήθηκε ο Τσαβούσογλου. «Λένε πως υπάρχει τρομοκρατική απειλή. Αν υπάρχει τρομοκρατική απειλή, δεν θα έπρεπε -ιδιαίτερα εφόσον είναι σύμμαχοι- να μας πουν από πού προέρχεται αυτή η απειλή; Πρέπει να μοιραστούν αυτή την πληροφορία μαζί μας, δηλαδή με τις μονάδες ασφαλείας μας, με τις μονάδες των υπηρεσιών πληροφοριών μας, και εφόσον υπάρχει τέτοια απειλή, πρέπει να εξαλειφθεί πριν μετατραπεί σε επίθεση».
Η Άγκυρα πάντως με αυτούς τους “λεονταρισμούς” στοχεύει και στο εσωτερικό ακροατήριο της χώρας εν΄όψει των προεδρικών εκλογών, αλλά και σε ένα ευρύτερο αραβικό-μουσουλμανικό, καθώς ο Ερντογάν επιχειρεί να εμφανιστεί ως ο νέος προστάτης του μουσουλμανικού κόσμου και των ισλαμικών αξιών, ρόλο που ιστορικά παίζουν στο διεθνές στερέωμα η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος.
Ο τούρκος πρόεδρος έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια αντιδυτική ρητορική, εκθειάζοντας παράλληλα πρόσωπα, όπως ο τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αβδουλ Χαμίτ Β’, ο οποίος υποτίθεται ότι αντιστάθηκε κατά των δυτικών δυνάμεων που ήθελαν να διαλύσουν τη χώρα του. Αυτή η ματιά στο παρελθόν και η παντελής έλλειψη αναφορών στον ιδρυτή του τουρκικού κράτους Κεμάλ, έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο πορεύεται ο Ταγίπ Ερντογάν, στην τελευταία του ίσως πολιτική μάχη.
Μακριά πια από τις φιλελεύθερες ιδέες που τον συνόδευαν τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του καριέρας, πορεύεται με άξονα την ανάδειξη των φτωχών, μουσουλμανικών στρωμάτων από την αφάνεια και την υιοθέτηση ενός συντηρητικού προφίλ, στο οποίο βολεύει εξαιρετικά η ανάδειξη “εχθρών”, όπως η Δύση και φυσικά η Ελλάδα.
Περιστατικά δε όπως το κάψιμο του Κορανίου στη Σουηδία αποτελούν την ιδανική αφορμή για την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας – όπου κυριαρχεί η δεινή οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας – και την προβολή του ως συμπαραστάτη των απανταχού Μουσουλμάνων, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν με τους Παλαιστινίους, τους Αδερφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο κ.α.
Οι δημοσκοπήσεις τον φέρουν αυτή στιγμή περίπου στο 43% (μαζί με τον σύμμαχό του, ακροδεξιό Μπαχτσελί) ενώ η ενωμένη αντιπολίτευση μαζί με τους Κούρδους βρίσκεται στο 57%. Και αυτή είναι η πραγματικότητα που έχει να αντιμετωπίσει.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο λοιπόν αν οι επικλήσεις του στο μεγαλείο των Οθωμανικών χρόνων, οι επεκτατικές κορώνες στην ευρύτερη περιοχή και το αφήγημα μιας Τουρκίας ως ισότιμου συνομιλητή με τη Ρωσία, την Κίνα και τη Δύση θα μπορέσει να πείσει τα εκατομμύρια Τούρκων, οι οποίοι παλεύουν να επιβιώσουν με τον μέσο μισθό να κυμαίνεται στα 380 ευρώ, το κόστος των ενοικίων να έχει εκτιναχθεί και τον (πραγματικό) πληθωρισμό να έχει προ πολλού ξεπεράσει το 100%.