Το ζήτημα της απειλής των τουρκικών βαλλιστικών πυραύλων Tayfun, το εξετάσαμε ήδη σε προηγούμενο άρθρο ως προς 3 βασικές του παραμέτρους: 1) τη συνολική εικόνα της τουρκικής τεχνογνωσίας σε πυραυλικά συστήματα, 2) τα εκτιμώμενα χαρακτηριστικά του νέου πυραύλου που εμφανίζεται με βεληνεκές πάνω από 500 χιλιόμετρα και 3) την απειλή που αποτελεί για την Ελλάδα. Σε αυτό το άρθρο θα ολοκληρώσουμε την ανάλυση μας, με το 4ο μέρος, δηλαδή το ποια μπορεί να είναι η ελληνική απάντηση σε αυτό το όπλο και τα παρόμοια του, που αναπτύσσει η Τουρκία.
Ανάλυση: Tayfun, η τουρκική βαλλιστική απειλή που αλλάζει τις εξοπλιστικές μας προτεραιότητες
Και εδώ χρειάζεται μια διευκρίνηση, κυρίως για το ιστορικό αλλά και τεχνολογικό του ζητήματος. Και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι η αντιβαλλιστική άμυνα δεν αποτελεί κάτι νέο. Εδώ και δεκαετίες, λόγω ανάπτυξης των διηπειρωτικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ (Ρωσία στη συνέχεια) έχουν μελετήσει το ζήτημα, έχουν προτείνει λύσεις και τακτικές, όπως και έχουν παράγει ανάλογα συστήματα.
Στη διαδρομή του χρόνου, αντιβαλλιστική άμυνα αναζήτησαν και άλλες χώρες, με πιο πρόσφατα παραδείγματα το Ισραήλ, την Ινδία και την Κίνα, καθώς και αυτές βρέθηκαν υπό την απειλή βαλλιστικών πυραύλων μικρής, μέσης και μεγάλης εμβελείας. Ακόμη, αρκετές χώρες είναι σε διαδικασία αγοράς τέτοιων συστημάτων (χωρίς να επιχειρούν να αναπτύξουν δική τους τεχνογνωσία). Έτσι η διευκρίνηση μας καταλήγει στο ότι «υπάρχουν επιλύσεις» και η Ελλάδα δεν χρειάζεται να ψάχνει να ανακαλύψει κάτι άγνωστο ή καινοτομικό.
Αναχαιτίζοντας ένα βαλλιστικό πύραυλο
Η ύπαρξη τεχνογνωσίας δεν αναιρεί βέβαια τη δυσκολία της αναχαίτισης ενός βαλλιστικού πυραύλου. Η ιδιαιτερότητα της βολής του, δηλαδή πυροδότηση και άνοδος σε μεγάλο ύψος, που στα διηπειρωτικά βλήματα φθάνει και σε χιλιάδες χιλιόμετρα, σχεδόν σε υποτροχιακό επίπεδο, και μετά η επάνοδος με μεγάλη ταχύτητα, παρουσιάζει και πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα στην αντιμετώπιση του. Ας τα δούμε πιο αναλυτικά:
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
1. Δυνατότητα αρχικού εντοπισμού: Η φάση ανόδου (boost) του βαλλιστικού βλήματος με τον πυραυλοκινητήρα, έχει το πλεονέκτημα για τον αμυνόμενο ότι μπορεί να το εντοπίσει με ένα ισχυρό ραντάρ -αλλά και με αισθητήρες θερμικού ίχνους αν αυτοί είναι σχετικά κοντά- ώστε να μεγιστοποιήσει τον χρόνο αντίδρασης του. Θυμίζουμε πως ο τουρκικός Tayfun ολοκλήρωσε τη δοκιμή του σε περίπου 7,5 λεπτά, το οποίο είναι ένα μικρό διάστημα (οι πύραυλοι cruise βέβαια δίνουν ακόμη λιγότερη προειδοποίηση) για να εντοπιστεί ένα βλήμα και να ενεργοποιηθεί μια εθνική αντιαεροπορική άμυνα.
Απαραίτητο λοιπόν εδώ το εξειδικευμένο ραντάρ μεγάλων αποστάσεων με ικανότητα παρακολούθησης και σε μεγάλο υψόμετρο. Για παράδειγμα, το επίγειο ELM-2080/2080S Green Pine (κατασκευής της IAI, και μέρος του αντιβαλλιστικού συστήματος Arrow 2/3 του Ισραήλ), έχει στην τελευταία του έκδοση εμβέλεια κοντά στα 900 χιλιόμετρα, είναι τεχνολογίας AESA, μπάντας L, και μπορεί να παρακολουθεί δεκάδες βαλλιστικά βλήματα που κινούνται έως και με 10 Mach, αλλά και να κατευθύνει προς αυτά πυραύλους αναχαίτισης. Στην ανίχνευση μπορεί να συνεισφέρουν σημαντικά και ιπτάμενα ραντάρ μεγάλης εμβελείας όπως και δορυφόροι, κάτι όμως που αφορά λίγες χώρες που διαθέτουν ανάλογα συστήματα.
2. Δυνατότητα υπολογισμού σημείου στόχευσης: Και εδώ η φύση της βαλλιστικής τροχιάς, κάνει το βλήμα «σχετικά» προβλέψιμο ως προς τον στόχο του. Στο αρχικό στάδιο αναρρίχησης όμως (boost phase) δεν είναι εύκολος ο υπολογισμός, καθώς δεν γνωρίζουμε πότε έχει προγραμματιστεί να διακοπεί η χρήση του πυραυλοκινητήρα. Ο τελευταίος, ανάλογα το πόσο θα λειτουργεί, μπορεί να προσφέρει διαφορετικές τροχιές, άρα το βλήμα χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση, ώστε κάπου στο απόγειο του να είναι πιο ακριβής η εκτίμηση του σημείου στόχευσης. Αυτό ως επίλυση βοηθά σημαντικά να κατηγοριοποιηθεί το επίπεδο κινδύνου και να αποφασιστεί αν θα αναχαιτιστεί ή όχι, και πως.
3. Δυνατότητα εντοπισμού των εκτοξευτών: O αρχικός εντοπισμός του βλήματος προσφέρει σαφή εικόνα που βρίσκεται ο εκτοξευτής του. Άρα, εφόσον υπάρχει κοντά κάποιο επιθετικό στοιχείο του αμυνόμενου (π.χ. ένα μαχητικό αεροσκάφος που διαθέτει κατευθυνόμενες βόμβες), μπορεί να επιχειρήσει να πλήξει τον κρίσιμο εκτοξευτή. Παράδειγμα εδώ είναι το περίφημο «κυνήγι των Scud» που έκαναν οι ΗΠΑ κατά τον 1ο Πόλεμο του Κόλπου αναζητώντας με συνεχείς αεροπορικές περιπολίες (αλλά και με χρήση ειδικών δυνάμεων στο έδαφος) ,που βρίσκονταν οι εκτοξευτές των Ιρακινών Scud, που εξαπολύονταν κατά του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Χωρίς όμως -πρέπει να ειπωθεί- μεγάλη επιτυχία.
MEIONEKTHMATA
1. Υψηλή ταχύτητα επανεισόδου: Η κατάρριψη τώρα ενός βαλλιστικού βλήματος επιδιώκεται να γίνει όσο το δυνατόν ψηλότερα, ιδανικά κάπου στην άνοδο του (αν βρίσκεται εντός βεληνεκούς αντιβαλλιστικών συστημάτων), μετά στο απόγειο του, δηλαδή στο υψηλότερο σημείο της τροχιάς και τέλος, και με μεγαλύτερη δυσκολία στην κάθοδο, εκεί δηλαδή που κινείται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και με μικρή γωνία πρόσπτωσης.
Το τελευταίο δείχνει και το τεχνολογικό πρόβλημα της αναχαίτισης, όπου έχουμε ένα βλήμα με π.χ. 3,5 Mach (για βλήματα μικρού βεληνεκούς) να κινείται προς την επιφάνεια της γης, και ένα αντιβαλλιστικό βλήμα να ανέρχεται επίσης υπερηχητικά για να το «συναντήσει». Όταν μάλιστα μιλάμε για βλήματα μεγαλύτερης εμβελείας, μέσου-μεγάλου-διηπειρωτικού βεληνεκούς, τότε η τερματική ταχύτητα είναι ακόμη μεγαλύτερη, πολλαπλασιάζοντας τη δυσκολία αναχαίτισης.
2. Δυνατότητα ελιγμών: Το σύγχρονο βαλλιστικό βλήμα κάνει διόρθωση της τροχιάς του προς το στόχο, χρησιμοποιώντας αδρανειακό σύστημα πλοήγησης και συνήθως με υποβοήθηση σημάτων GPS/GLONASS. Έτσι αν και είπαμε πως μπορεί να προβλεφθεί ο στόχος του, αυτός ο υπολογισμός δεν είναι πάντα ακριβής.
Eνώ, η σύγχρονη έρευνα έχει στραφεί προς τα βλήματα boost-glide, δηλαδή με ικανότητα πολυηχητικής αεροδυναμικής ολίσθησης, με εκτεταμένους ελιγμούς και ενδιάμεσο διάστημα «πτήσης» σε χαμηλό -σχετικά- ύψος. Εδώ η Ρωσία με το βλήμα Avangard δηλώνει ότι ήδη έχει τέτοια σε υπηρεσία, ενώ ανάλογη προσπάθεια κάνουν ΗΠΑ και Κίνα. Έχουμε δηλαδή -τουλάχιστον μελλοντικά- μια μεγέθυνση της απειλής των βαλλιστικών βλημάτων που «δανείζονται» λειτουργίες υπερηχητικών πυραύλων cruise, αυξάνοντας κατακόρυφα τη δυσκολία αναχαίτισης τους.
Η Ρωσία διαψεύδει το CNBC: Δεν υπάρχει πρόβλημα με το πρόγραμμα Avangard
3. Χρήση πολλαπλών κεφαλών: Η τεχνολογία και πρακτική αυτή έρχεται από τους διηπειρωτικούς πυραύλους, δηλαδή τα πιο μεγάλα βαλλιστικά βλήματα και πολλαπλασιάζει την επικινδυνότητα τους. Όπου κατά την τερματική φάση, εξαπολύονται από τον εισερχόμενο πύραυλο μικρότερες κεφαλές που μπορεί να κατευθύνονται και σε διαφορετικούς -γειτονικούς- στόχους. Οπότε το πρόβλημα πολλαπλασιάζεται αντίστοιχα καθώς οι στόχοι είναι περισσότεροι και πολύ μικρότεροι σε μέγεθος.
Η τεχνολογία αυτή όμως «κατεβαίνει» σταδιακά και προς μικρότερα βλήματα: Έτσι έχουμε το Πακιστάν να δοκιμάζει το μέσου βεληνεκούς (Medium Range Ballistic Missile, MRBM) βλήμα Ababeel με «πολλές» κεφαλές, πιθανά 3. Το συγκεκριμένο βλήμα βασίζεται στο κινεζικό μικρού βεληνεκούς Dong Feng-11, το οποίο, και εδώ είναι ο προβληματισμός μας, ως σχέδιο και τεχνολογία είναι πολύ κοντά στο DB611, δηλαδή το κινεζικό σύστημα που αγόρασε η Τουρκία το 1998. Αντίστοιχες δοκιμές έχει κάνει και το Ιράν, άρα βλέπουμε εδώ μια επίσης πιθανή εξέλιξη.
4. Αντοχή σε ηλεκτρονικά αντίμετρα: Η βολή του βαλλιστικού όπλου προσφέρει αντοχή σε αντίμετρα καθώς σε μεγάλο βαθμό η κατεύθυνση του στηρίζεται σε αδρανειακό σύστημα πλοήγησης (INS), το οποίο δεν επηρεάζεται από παρεμβολές. Η υποβοήθηση όμως από σήματα GPS/GLONASS που προσφέρει αυξημένη ακρίβεια, επιτρέπει την χρήση σχετικών παρεμβολέων, τα οποία έχουν αρχίσει ως τεχνολογία να διαδίδονται για στρατιωτική χρήση.
Το μειονέκτημα βέβαια των παρεμβολέων GPS είναι πως δεν κάνουν διάκριση σε φίλια ή εχθρικά μέσα, οπότε η χρήση τους απαιτεί υψηλό συντονισμό. Επίσης είναι ανοιχτό το ζήτημα σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση, αν ο διαχειριστής των σημάτων GPS (το υπουργείο Αμύνης των ΗΠΑ δηλαδή), θα «αφήσει» τα σχετικά σήματα στην περιοχή μας ανεπηρέαστα ή θα τα υποβαθμίσει αισθητά σε ακρίβεια, ακριβώς για να μειώσει εκατέρωθεν την χρήση κατευθυνόμενων όπλων ως μια έμμεση «κατευναστική» δράση. Και η ίδια απορία ισχύει και για το ρωσικό σύστημα GLONASS. Σε κάθε περίπτωση το βαλλιστικό βλήμα διατηρεί την ικανότητα πλοήγησης του αδρανειακά, επιτυγχάνοντας μια ικανοποιητική ακρίβεια τάξης αρκετών δεκάδων μέτρων.
Οι ρωσικές παρεμβολές στο σύστημα GPS είναι τόσο ισχυρές που εντοπίστηκαν ακόμη και από τον ISS
Διαθέσιμα συστήματα αντιμετώπισης
Η διάδοση των βαλλιστικών πυραύλων είναι ένα μεταπολεμικό φαινόμενο, καθώς τόσο η τεχνολογία ήταν σχετικά προσιτή αλλά και υπήρχε, τουλάχιστον από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης προθυμία να παρασχεθούν τέτοια συστήματα σε πολλές «φίλιες» χώρες. Όπου η απόκτηση ενός βαλλιστικού πυραύλου έδινε, θεωρητική τουλάχιστον, ενίσχυση της αμυντικής τους ικανότητας. Το «θεωρητική» το λέμε, καθώς τα πρώιμα σοβιετικά συστήματα που εξήχθησαν, όπως οι πύραυλοι Frog-7 με εμβέλεια γύρω στα 70 χιλιόμετρα και οι διάφορες παραλλαγές των Scud (κάπου στα 300 χιλιόμετρα) είχαν πολύ μικρή ακρίβεια. Το οποίο όμως αντισταθμίστηκε καθώς εμφανίστηκε η δυνατότητα φόρτωσης τους με χημικά (και βιολογικά) όπλα, όπως είδαμε να κάνει το Ιράν και το Ιράκ.
Έτσι σταδιακά ο βαλλιστικός πύραυλος έγινε το βαρύ «όπλο των φτωχών», που βελτίωσαν την επιθετική τους «πειθώ». Σήμερα βαλλιστικά βλήματα βρίσκονται σε πολλές χώρες, πέρα από τις γνωστές υπερδυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα. Η Ινδία και το Πακιστάν κάνουν το γνωστό ανταγωνισμό μεταξύ τους, το Ιράν λόγω διεθνούς εμπάργκο αναζητά εκεί τη συνταγή ισχύος του, η Βόρεια Κορέα έχει κυριολεκτικά ξεσπαθώσει στην ανάπτυξη και δοκιμή κάθε τύπου, η Νότια Κορέα και η Ταιβάν αναπτύσσουν τα δικά τους, ο Αραβικός κόσμος είναι πελάτης και χρήστης (π.χ. σήμερα στον πόλεμο της Υεμένης) και πολλές ακόμη χώρες, ανάμεσα τους και η Τουρκία είναι σε φάση ανάπτυξης, συντήρησης ή μετεξέλιξης διαφόρων μοντέλων.
Η εξάπλωση αυτή που συνδυάζεται διαχρονικά με την απειλή χρήσης κεφαλών μαζικής καταστροφής, έχει δημιουργήσει και το αντίρροπο ρεύμα: Δηλαδή μεγάλες εξελίξεις στην αντιβαλλιστική άμυνα, με ανάπτυξη πιο ειδικών τέτοιων συστημάτων, που καλύπτουν όλη τη διαδικασία αναχαίτισης. Άρα ισχυρό ραντάρ-αποδοτικό δίκτυο εντοπισμού και αξιολόγησης του στόχου και βλήματα υψηλών προδιαγραφών.
Tα νεότερα τέτοια είναι το αμερικανικό THAAD, το ισραηλινό Arrrow 3, το αμερικανικό SM3 για θαλάσσιες πλατφόρμες, ενώ αντίστοιχα έχουμε τα ρωσικά S-400 και S-500 και το κινεζικό HQ-19. Πέρα από αυτά, αξιόλογες αντιβαλλιστικές ικανότητες έχουν το αμερικανικό Patriot, το γαλλογερμανικό SAMP/T, το κινεζικό HQ-9, το ρωσικό S-300, με τα πιο εξελιγμένα βλήματα τους.
Με κύριο στόχο των πιο νέων συστημάτων, την ταχύτερη και ακριβέστερη ανίχνευση, τον πιο ακριβή υπολογισμό της τροχιάς άρα και του κινδύνου επί συγκεκριμένου στόχου, και βέβαια την αναχαίτιση αλλά σε μεγαλύτερο υψόμετρο και σε μεγαλύτερες εισερχόμενες ταχύτητες βλήματος. Επιδιώκοντας δηλαδή τη συνολικά γρηγορότερη και δυνατόν πιο απομακρυσμένη καταστροφή του βαλλιστικού κινδύνου, κάτι που έμμεσα αλλά σαφώς επιτρέπει και την καλύτερη διαχείριση μιας επίθεσης κορεσμού.
Η ελληνική βάση άμυνας
Μιλήσαμε εκτεταμένα για την τουρκική απειλή από τους Tayfun, όταν αυτή ωριμάσει και μπει σε υπηρεσία. Ευτυχώς εδώ η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει ήδη μια καλή υποδομή αντιβαλλιστικής άμυνας, έχοντας στη διάθεση της εδώ και μια εικοσαετία, 6 πυροβολαρχίες Patriot, με συνολικά 36 τετραπλούς εκτοξευτές. Αυτές είναι αφιερωμένες στην κάλυψη κρίσιμων εγκαταστάσεων κυρίως στην ηπειρωτική χώρα και τα βλήματα τους έχουν την ικανότητα να αναχαιτίσουν βαλλιστικά εισερχόμενα βλήματα στην καθοδική -τερματική- φάση τους, περίπου έως υψόμετρο 20 χιλιομέτρων.
Η συγκεκριμένη προμήθεια, αν και μετρά πολλά χρόνια χρήσης, παραμένει σημαντική καθώς οι αναβαθμίσεις και η προοπτική των πυραύλων Patriot είναι μεγάλες, οπότε μπορεί εκεί να εξελιχθεί περαιτέρω και η δική μας αμυντική δράση.
Έχουμε κάποια άλλα συστήματα ικανά να προσφέρουν σε αντιβαλλιστική δράση; Οι πυροβολαρχίες Hawk ελάχιστα μπορεί να προσφέρουν, ενώ δεν μπορούμε να αναμένουμε κάτι από τα κινητά συστήματα μας μικρού-μεσαίου βεληνεκούς, όπως τα OSA, Tor M-1, ASRAD, Crotale, τα οποία δεν έχουν την απαραίτητη κινηματική δυναμική για αναχαίτιση τέτοιων εισερχομένων απειλών, ούτε την ικανότητα εντοπισμού και στοχοποίησης τους.
Ειδική περίπτωση είναι οι S-300 που βρίσκονται στην Κρήτη, οι οποίοι σαφώς διαθέτουν αντιβαλλιστική ικανότητα. Εκεί όμως πλέον είναι μεγάλο το ερώτημα αν μπορεί να συνεχιστεί και για πόσο καιρό η συντήρηση και η επαναπιστοποίηση των βλημάτων τους, καθώς οι σχέσεις μας με την Ρωσία είναι σε σοβαρή ύφεση. Άλλωστε το σύστημα παραμένει χωρίς αναβάθμιση από την παραλαβή του εδώ και πολλά χρόνια.
Βίντεο: Ρωσικός S-300V καταρρίπτει ουκρανικό βαλλιστικό πύραυλο SS-21 Tochka-U
Πιθανή εναλλακτική αλλά με πολλά άγνωστα δεδομένα, είναι να μπορεί να προσφέρει η Ουκρανία ή η Ινδία (που έχουν παρόμοια συστήματα), κάποια προοπτική συντήρησης-εξέλιξης. Κατά τη γνώμη του υπογράφοντος όμως, οι S-300 μπαίνουν στην «λίστα» με τα συστήματα προς αντικατάσταση, όχι όμως ως επείγον πρόγραμμα, καθώς η χώρα μας μπορεί να τους διατηρήσει για όσο είναι ακόμη δυνατόν.
Συζήτηση γίνεται για τα αναμενόμενα βλήματα Aster 30 των φρεγατών FDI. Και ήδη έχουν ακουστεί απόψεις ότι εφόσον έχουν αντιβαλλιστική δυνατότητα, μπορούν να συνεισφέρουν στην σχετική εθνική άμυνα. Δυστυχώς η επιχειρησιακή πραγματικότητα το αποκλείει. Οι FDI θα χρησιμοποιήσουν τους Aster 30 για να αμυνθούν οι ίδιες και για να υπερασπίσουν τις λοιπές μονάδες του στόλου που θα πλέουν κοντά τους. Και βέβαια οι νέες φρεγάτες σε μια ελληνοτουρκική σύρραξη θα έχουν σοβαρές και επικίνδυνες αποστολές σε ανοιχτή θάλασσα, οπότε είναι και απολύτως αδύνατο να παραπλέουν π.χ. την Αθήνα ώστε να την καλύπτουν αντιβαλλιστικά.
Θα μας επιτραπεί εδώ η παρένθεση για το εξής: Υπάρχει μια τάση να «αναθέτουμε» στις FDI κάθε είδους αποστολή και ανάγκη, πριν καν τις παραλάβουμε. Πότε κάποιοι τις περιγράφουν σχεδόν ως «στατικές» αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, που θα «ελέγξουν το Αιγαίο» μοιρασμένες κατά το μήκος του. Πότε τις περιγράφουν πάλι ως σχεδόν στατικές (γιατί η αντιβαλλιστική άμυνα πυραύλων με το βεληνεκές των Aster/Patriot απαιτεί γειτνίαση των εκτοξευτών τους με τις κρίσιμες εγκαταστάσεις που υπερασπίζουν) «αντιβαλλιστικές» πλατφόρμες.
Και βέβαια είναι γνωστή η θεώρηση που θέλει τις FDI ως φορείς βαλλιστικών βλημάτων, των MdCN (SCALP ναυτικής έκδοσης), που υποτίθεται ότι θα «σαρώσουν την Τουρκία». Ξεχνώντας βέβαια όσοι προτείνουν το τελευταίο, πως κάθε βλήμα Aster-30 που θα λείπει από τις FDI, γιατί θα έχει υποκατασταθεί μόνιμα από βλήμα cruise, είναι ένα βλήμα λιγότερο για την αυτοάμυνα του πλοίου. Και ξεχνούν ακόμη, πως για να βάλλει μια FDI βλήματα MdCN, πρέπει να εγκατασταθεί σε αυτή ο ειδικός εκτοξευτής Sylver A-70 (μεγαλύτερου ύψους για να χωρά το συγκεκριμένο βλήμα), ο οποίος όμως δεν μπορεί να βάλλει Aster-30 γιατί δεν έχει πιστοποιηθεί!
Δύο προτάσεις για την βελτίωση της ελληνικής άμυνας
Είπαμε πως η χώρα μας έχει τη «βάση» για αντιβαλλιστική άμυνα, που είναι οι 6 πυροβολαρχίες Patriot. Η αυξανόμενη όμως τουρκική απειλή, τόσο σε βεληνεκές όσο και σε πιθανό αριθμό εισερχόμενων βλημάτων, επιβάλλει και την επαύξηση της δική μας αμυντικής ικανότητας. Ας δούμε δύο κύριες επιλογές:
Α. Επένδυση στα Patriot: Αποτελεί την πιο λογική διαδρομή, καθώς με αναβάθμιση των συγκεκριμένων συστημάτων αξιοποιούμε περαιτέρω όλη την μεγάλη επένδυση που ήδη έχουμε κάνει εκεί, σε εμπειρία, σε εκπαίδευση, σε δοκιμές, σε οργάνωση αεράμυνας, σε εξέλιξη τακτικών χρήσης. Η επένδυση λοιπόν μπορεί να γίνει στους εξής άξονες:
Αρχικά στην πύκνωση των πυροβολαρχιών με προγραμματισμό αγοράς κάποιων ακόμη (π.χ. 2 έως 4) ώστε να βελτιστοποιηθεί η κάλυψη που παρέχουν σε κρίσιμες ζώνες- εγκαταστάσεις. Επόμενο στάδιο είναι η αναβάθμιση των υπαρχόντων πυροβολαρχιών στα τελευταία πρότυπα που προσφέρει ο κατασκευαστής, με ενσωμάτωση του ραντάρ AN/MPQ-65, νέων κεραιών, προφανώς των βλημάτων PAC-3, που έχουν εξελιχθεί με έμφαση στην αντιβαλλιστική δράση, με υψόμετρο αναχαίτισης που προσεγγίζει τα 40 χιλιόμετρα. Τρίτο στάδιο είναι η προμήθεια περισσότερων βλημάτων, νέας κατασκευής, ιδανικά των PAC-3 MSE με αυξημένη εμβέλεια και ευελιξία. Με βάση την παραπάνω επιλογή, η χώρα μας μπορεί να δημιουργήσει ένα πιο πυκνό και πιο αποδοτικό δίκτυο αντιβαλλιστικής κάλυψης, διαθέτοντας ήδη σημαντική γνώση στη χρήση του, αλλά και εγχώρια προστιθέμενη αξία, μιας και ελληνικές εταιρίες έχουν αναλάβει υποκατασκευαστικό έργο.
Πρόγραμμα αντιαεροπορικών Patriot της ΠΑ με κέρδη άνω του μισού δις δολάρια για την Ελλάδα!
B. Επένδυση σε νέο σύστημα: Εδώ έχουμε το γνωστό προβληματισμό, αν δηλαδή πρέπει να επενδύσει κανείς στην καινοτομία, ανεξάρτητα από ότι έχει ήδη ενσωματώσει στη δομή του. Να πούμε το προφανές (για εμάς), πως αν η χώρα μας μελετήσει την προμήθεια νέου αντιβαλλιστικού-αντιαεροπορικού συστήματος μεγάλου βεληνεκούς, τότε θα πρέπει να στοχεύσει σε κάτι υψηλότερων προδιαγραφών και επιδόσεων από τα Patriot και τις τρέχουσες ικανότητες τους. Αλλιώς θα δημιουργήσουμε ένα ακόμη πόλο πολυτυπίας χωρίς ουσιαστικό όφελος.
Εδώ εμφανίζονται διαθέσιμα -από δυτικής πλευράς πάντα- δύο κυρίως υψηλής απόδοσης συστήματα, το αμερικανικό ΤHAAD και το ισραηλινό Arrow 3. Το πρώτο όμως έχει εξαχθεί μόνο σε Σαουδική Αραβία και Εμιράτα, ώστε να αντιμετωπίσουν την Ιρανική απειλή όπως και εκείνη των χαμηλής ποιότητας -αλλά με συχνές εκτοξεύσεις- βλημάτων από τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης. Παραμένει λοιπόν άγνωστο στο κατά πόσο οι ΗΠΑ θα είναι πρόθυμες να το εξάγουν περαιτέρω, αν και η διερεύνηση προφανώς δεν «κοστίζει», ειδικά στο τρέχον κλίμα δυσπιστίας της Ουάσιγκτον για την Τουρκία.
Το ισραηλινό Arrow 3 τώρα, υπόσχεται υψηλές επιδόσεις (π.χ. αναχαίτιση πάνω από 100 χιλιόμετρα ύψος και δυνατότητα διαχείρισης μέσων και μεγάλου βεληνεκούς βαλλιστικών πυραύλων) αλλά και αυτό έχει αμερικανική χρηματοδότηση και συμμετοχή, οπότε η εξαγωγή του πάλι θα εξαρτηθεί από την συγκατάνευση των ΗΠΑ. «Φως» εδώ εμφανίζεται από την πρόσφατη πρωτοβουλία 14 κρατών-μελών του ΝΑΤΟ να αναζητήσουν κοινή προμήθεια αντιαεροπορικών συστημάτων -με το Arrow 3 ως πιθανό υποψήφιο- οπότε καλό θα ήταν η χώρα μας να προσέλθει σε αυτή τη συσπείρωση.
ΝΑΤΟ: 14 χώρες προχωρούν σε κοινή προμήθεια συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας, η Ελλάδα;
Εναλλακτικά συστήματα που μπορεί να τραβήξουν το ελληνικό ενδιαφέρον είναι ακόμη τρία. Το αγγλογαλλικό SAMP/T NG, δηλαδή η αναβάθμιση του γνωστού αυτού αντιαεροπορικού συστήματος με τον βελτιωμένο πύραυλο Aster 30 Block 1 NT, που θα έχει αυξημένη αντιβαλλιστική ικανότητα. Ο νέος πύραυλος υπόσχεται εμβέλεια στα 150 χιλιόμετρα, ενώ νέο ραντάρ θα είναι το Ground Fire, δηλαδή η επίγεια εκδοχή του SeaFire των FDI. Το σύστημα όμως αναμένεται να είναι έτοιμο κάπου το 2025 οπότε τότε θα μπορούμε να δούμε πραγματικές επιδόσεις και ικανότητες. Εμφανώς δεν έχει νόημα να συζητάμε για την τρέχουσα έκδοση του SAMP/T η οποία βαδίζει προς αναβάθμιση.
Παρόμοια, το ισραηλινό SkyCeptor, που αποτελεί μια υβριδική σύνθεση στοιχείων Patriot με βλήμα Stunner από το αντίστοιχο σύστημα μέσο βεληνεκούς David’s Sling της Ισραηλινής Αεροπορίας, και αυτό ικανό στην αντιμετώπιση βαλλιστικών βλημάτων μικρού-μέσου βεληνεκούς. Και εδώ χρειάζεται σοβαρή διερεύνηση ικανοτήτων και πιθανότητας εξαγωγής.
Τέλος, η οικογένεια αντιαεροπορικών βλημάτων IRIS-T SL (για την οποία έχουμε ξαναγράψει) προβλέπει και την ανάπτυξη ενός βλήματος μεγάλου βεληνεκούς, του IRIS-T SLX. Εδώ έχουμε και συμμετοχή ελληνικών εταιριών (της Intracom Defence), οπότε θα μπορούσαμε να δούμε μια συνολική επένδυση για ολική ενίσχυση της αντιαεροπορικής μας άμυνας με βλήματα IRIS-T επίγειας εκτόξευσης σε πολλές παραλλαγές βεληνεκούς. Και στις 3 αυτές επιλογές θεωρούμε αδιανόητο να μην αναζητηθεί η δυνατότητα ελληνικής συμπαραγωγής!
Aντιβαλλιστική ενίσχυση στο «υπόβαθρο»
Περαιτέρω και πηγαίνοντας «προς τα πίσω» στην αλυσίδα αντιαεροπορικής άμυνας, είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σε μεγάλη αναβάθμιση και ενοποίηση των δικτύων εντοπισμού, αξιολόγησης, παρακολούθησης του αμυντικού χώρου μας, με μεγάλους αυτοματισμούς, ιδιαίτερα αυξημένη υπολογιστική ισχύ, πλήρη διασύνδεση αισθητήρων (επίγειων, επιφανείας, εναέριων) ώστε να μεγιστοποιηθεί και η ικανότητα εντοπισμού και παρακολούθησης τέτοιων βαλλιστικών επιθέσεων.
Η αναβάθμιση αυτή θα δημιουργήσει και το εδώ και πολλά χρόνια ζητούμενο στη χώρα μας. Δηλαδή ένα υψηλής ποιότητας ενοποιημένο εθνικό σύστημα διοίκησης που θα δώσει τεράστιες εξτρά δυνατότητες στα επιμέρους οπλικά συστήματα, τα οποία θα λειτουργούν εντός «δικτύου».
Όπου π.χ. ένας βαλλιστικός πύραυλος (για τους οποίους μιλάμε τώρα, αλλά το ίδιο ισχύει για εχθρικά μαχητικά, άρματα, πλοία κ.λπ.) θα μπορεί να εντοπίζεται από ένα μαχητικό αεροσκάφος, μια φρεγάτα, ένα επίγειο ραντάρ, έναν αισθητήρα υπέρυθρων, ίσως από ένα δορυφόρο παρατήρησης στον οποίο θα έχουμε πρόσβαση (νύξη εδώ για την αντίστοιχη γαλλική δυνατότητα) και αυτόματα η «εικόνα» αυτή θα είναι διαθέσιμη σε κάθε σημείο άμυνας και τακτικής διοίκησης σε πραγματικό χρόνο, χωρίς φωνητικές επικοινωνίες, χωρίς ηλεκτρονικές παρεμβολές, διοικητικές καθυστερήσεις κ.ο.κ.
Προφανώς στην αναβάθμιση αυτή, δικτυοκεντρική, με έμφαση σε τεχνητή νοημοσύνη, με αυτοματοποιημένα σενάρια απάντησης, με αλληλοκάλυψη αισθητήρων, με σύνθεση δεδομένων, κεντρικό ρόλο θα παίξει και η συμπλήρωση στο δίκτυο των επίγειων ραντάρ μας μεγάλου βεληνεκούς.
Επιτυχής αναχαίτιση εξωατμοσφαιρικών στόχων από το ισραηλινό Arrow 3 στην Αλάσκα
Αναφέραμε νωρίτερα το ισραηλινό Green Pine, και οφείλουμε να αναζητήσουμε παρεμφερείς λύσεις που θα βελτιώσουν και γενικότερα την αντιαεροπορική μας άμυνα και τη δράση της Πολεμικής Αεροπορίας. Εδώ συμπληρωματική επίλυση είναι η -αναγκαία- αναβάθμιση των ιπταμένων ραντάρ Erieye, όπου ήδη η Saab, ο κατασκευαστής, έχει περάσει στο επόμενο στάδιο εξέλιξης, το GlobalEye, με σημαντικά αυξημένη εμβέλεια που ξεπερνά τα 500 χιλιόμετρα.
Δύο ιπτάμενα ραντάρ GlobalEye αγοράζει η Σουηδία, 341 εκάτ. ευρώ το ένα
Αντιβαλλιστική ή επιθετική διάσταση;
Περιγράψαμε πιο πάνω -ενδεικτικά πάντα- ένα φάσμα βελτίωσης της ελληνικής αντιβαλλιστικής άμυνας. Οπότε με βάση την φιλοσοφία περί «επίθεσης ως στοιχείο άμυνας» να δούμε και αυτή την προοπτική. Δηλαδή την ανάπτυξη από την Ελλάδα μιας βαλλιστικής απειλής για την Τουρκία ως σχετικό ισοδύναμο.
Το οποίο βέβαια ακούγεται απλό στην περιγραφή αλλά δεν είναι. Μιας και θα πρέπει η χώρα μας να μπορεί να απειλήσει όχι με περίπου ίδιο αριθμό βλημάτων, αλλά με αναλογικά ίδιο «όγκο καταστροφής»! Δηλαδή αν η Τουρκία μπορεί να καταστρέψει π.χ. το 20% των ελληνικών κρίσιμων υποδομών με βαλλιστικά βλήματα, θα πρέπει η απάντηση μας να είναι σε ανάλογο επίπεδο, κοντά στο 20% των Τουρκικών. Αλλιώς η Τουρκία μπορεί να «κοστολογήσει» την πολεμική ζημία της ως «ανεκτή» και να τολμήσει την πρώτη δράση. Έτσι η ελληνική στρατηγική (αν επιλεγεί μια τέτοια λύση), πρέπει να παρατάξει και μεγαλύτερο αριθμό παρόμοιων βλημάτων, για να καλύψει το σημαντικά μεγαλύτερο τουρκικό έδαφος και την εκεί πυκνότητα στόχων.
ΕΞΕΛΙΞΗ: Κάτι «ψήνεται» γύρω από τον βαλλιστικό πύραυλο LORA στον Ελληνικό Στρατό!
Δεν μιλάμε λοιπόν για προμήθεια π.χ. 50-100 βαλλιστικών (ή cruise) βλημάτων, καθώς αυτά στο πεδίο της μάχης θα είναι λιγότερα –πάντα θα υπάρχει ένα ποσοστό δυσλειτουργίας και αστοχίας- ενώ οι ζημιές που θα προκαλέσουν με τον περιορισμένο φόρτο τους (στα 500 κιλά πολεμικής κεφαλής θυμίζουμε το καθένα), μπορεί να μην είναι και τόσο σημαντικές.
Να ανατρέξουμε εδώ στο σημερινό παράδειγμα της Ουκρανίας, όπου παρόλο τον βομβαρδισμό που έχει υποστεί εδώ και 9 μήνες από τη Ρωσία, με σωρεία βαλλιστικών και cruise, που πλέον στοχεύουν και πολιτικές εγκαταστάσεις, το Κίεβο εξακολουθεί να πολεμά και η χώρα να λειτουργεί, έστω με σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα. Είναι το παραπάνω δείγμα ότι τα βαλλιστικά/cruise συστήματα δεν «δουλεύουν»; Όχι. Καθώς όπως έχουμε γράψει ήδη, η ρωσική τακτική χρήσης τους, για πολύ καιρό ήταν προβληματική, με μεγάλη διασπορά τους σε όλη την ουκρανική επικράτεια, και με αξιοποίηση τους σε πολλές αποστολές που ανήκαν κυρίως στον αεροπορικό βομβαρδισμό.
Ανάλυση: Χιλιάδες ρωσικοί πύραυλοι στην Ουκρανία αλλά με τι αποτέλεσμα;
Άρα το όπλο είναι υψηλής αξίας, αλλά απαιτεί μια μελετημένη στρατηγική στοχοποίησης και επιλεκτικής χρήσης. Αν π.χ. προβλέπεις μακροχρόνιο πόλεμο, ίσως αξίζει να χτυπήσεις νωρίς πολιτικές υποδομές, όπως η παραγωγή ρεύματος. Αν επιδιώκεις «σοκ και δέος», τότε αναζητάς την καταστροφή των πολεμικών αεροδρομίων του αντιπάλου. Αν αναζητάς κατάκτηση μιας συγκεκριμένης περιοχής, τότε αξιοποιείς τη βαλλιστική δυνατότητα για να «σιγάσεις» κάθε τοπική άμυνα.
Οπότε μια ελληνική επιλογή ανάπτυξης βαλλιστικών πυραύλων προϋποθέτει μια μεγάλη μελέτη σεναρίων χρήσης τους, ώστε αυτή να μας δώσει και τα ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά που αυτά θα πληρούν. Με απλά λόγια, η «επιθετική» επιλογή από ελληνικής πλευράς σε τέτοια συστήματα, υποχρεώνει σε ανάλυση στρατηγικών επιλογών άλλου μεγέθους από τις υπάρχουσες. Όπου η όποια δυνατότητα βαθιάς κρούσης μας, περιορίζεται σήμερα από το μικρό αριθμό βλημάτων ATACMS του Πυροβολικού, και των επίσης λίγων βλημάτων SCALP της Πολεμικής Αεροπορίας.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ: Βαλλιστικοί πύραυλοι ATACMS/Deepstrike/LORA για την Ελλάδα αντί της αγοράς F-35;
Στις επιλογές ανάπτυξης λοιπόν ελληνικών βαλλιστικών/cruise βλημάτων, έχουμε το γνωστό ισραηλινό LORA (έχουμε γράψει αναλυτικά) με πλεονέκτημα όπως φαίνεται την «λογική» τιμή του και τις καλές επιδόσεις, το SCALP που μπορεί στο πλαίσιο της ελληνογαλλικής συνεργασίας να γίνει και επέκταση της προμήθειας του, αλλά και τον αμερικανικό Precision Strike Missile (PrSM) που μπορεί να αξιοποιηθεί από τους δικούς μας εκτοξευτές MLRS.
Ζητήματα εδώ: Τα γνωστά, πολιτικά κυρίως, για το αν είναι όλα αυτά προς εξαγωγή, οικονομικά για το πόσο θα κοστίσουν σε πραγματικά μαζική προμήθεια (εκατοντάδων βλημάτων) και βεβαίως αν μπορούν με τον διεθνή αυτοπεριορισμό περί μεγάλου βεληνεκούς (να μην ξεπερνούν τα 300 χιλιόμετρα) να μας εξυπηρετήσουν στη πράξη, ή οι όποιοι κατασκευαστές-πωλητές δεν θα δεχθούν να μας παρέχουν, έστω άτυπα, την επιδιωκόμενη «βαθιά κρούση».
Επίλογος με το ουσιαστικό ζητούμενο
Ως κεντρικό τίτλο στα δύο αυτά άρθρα είχαμε το ερώτημα αν η Τουρκική απειλή των βαλλιστικών πυραύλων Tayfun, ή πιο ολοκληρωμένα, αν η τουρκική τεχνογνωσία και ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων, αλλάζει τις εξοπλιστικές μας προτεραιότητες. Νομίζουμε, μετά από όσα σκιαγραφήσαμε, πως η απάντηση είναι «Ναι». Αλλά όχι εκκωφαντικό.
Όπως περιγράψαμε η τουρκική βαλλιστική εξέλιξη επιβάλλει μια σοβαρή αναβάθμιση της ελληνικής αντιαεροπορικής άμυνας. Μόνο που αυτό δεν είναι κάτι που δεν είχαμε, έτσι κι αλλιώς, ανάγκη. Είδαμε πως ακόμη και να αναζητήσουμε ένα αντίστοιχο επιθετικό όπλο, δηλαδή δικά μας βαλλιστικά όπλα, θα μας κοστίσει σημαντικά γιατί θα έχουμε ανάγκη μεγάλης προμήθειας. Αλλά έτσι κι αλλιώς υπάρχει πρόβλεψη και ανάγκη για σημαντική αναβάθμιση του ελληνικού Πυροβολικού. Με μάλιστα να είναι υπό συζήτηση η αναβάθμιση των εκτοξευτών RM-70 με μη κατευθυνόμενες ρουκέτες, με συνολικό κόστος κάπου 170 εκατ. ευρώ. Κάτι που και κατά τη γνώμη του υπογράφοντος είναι μια παράδοξη επιλογή, που φαίνεται πιο πολύ προσανατολισμένη στο να προσφέρει «έργο» και επιβίωση στην κρατική εταιρία ΕΑΣ, παρά στην ουσιαστική αναβάθμιση της άμυνας μας.
ThinkOutOfTheBox: Λάθος ο σχεδιαζόμενος εκσυγχρονισμός των ρουκετοβόλων RM-70, πρέπει να αλλάξει
Είδαμε ακόμη, πως έχουμε σημαντική ανάγκη νέων ραντάρ μεγάλης εμβελείας και ενός ισχυρού αυτοματοποιημένου δικτύου διοίκησης, που να ενοποιεί το σύνολο των οπλικών μας συστημάτων. Μα και αυτό είναι αίτημα και προσπάθεια πολλών ετών.
Τι τελικά λοιπόν αλλάζει η τουρκική βαλλιστική απειλή; Το υπονοήσαμε νωρίτερα, να το πούμε και ευθέως. Αυτό που κυρίως απαιτεί είναι την αναθεώρηση των δικών μας πολιτικών άμυνας και των σχετικών δογμάτων. Ένα ζήτημα σημαντικά πολιτικό και βεβαίως στρατιωτικό. Όπου η χώρα μας πρέπει να αποφασίσει, πριν προχωρήσει σε ένα ακόμη κύμα βεβιασμένων εξοπλισμών (όπως έγινε μετά την κρίση των Ιμίων, όπως γίνεται και τώρα μετά την κρίση του 2020), σε καθορισμό του τι ακριβώς επιδιώκει έναντι της Άγκυρας.
- Είναι π.χ. πρόθεση μας να επεκτείνουμε σε κάποιο ορατό μέλλον τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια, σε μέρος ή όλο το Αιγαίο; Αυτό θα επιβάλλει και συγκεκριμένες εξοπλιστικές επιλογές.
- Είναι επιλογή μας η προάσπιση μιας μεγάλης ΑΟΖ που ακόμη όμως δεν έχουμε ορίσει πλήρως; Και αυτό φέρει συγκεκριμένες επιλογές.
- Είναι θέση μας, πως αν η Τουρκία αποτολμήσει πρώτο χτύπημα, θα επιδιώξουμε την αντιπαράθεση στον Έβρο και με στόχο την δική μας εκεί βαθιά εισχώρηση; Και αυτό αλλάζει τις εξοπλιστικές προτεραιότητες.
- Περιμένουμε πόλεμο μακράς διαρκείας; Άλλα θα ζητήσουμε.
- Θεωρούμε δεδομένο πως μια σύγκρουση θα είναι «λίγων ημερών»; Τότε ξανά άλλες είναι οι επιλογές μας.
- Είναι εκτίμηση μας πως μπορεί να “αντέξουμε” ένα κύμα βαλλιστικών επιθέσεων και θα επενδύσουμε αλλού για να αυξήσουμε τη δική μας απειλή; Και αυτό θα παράγει διαφορετικές ανάγκες.
Αν δεν υπάρχει λοιπόν ο επαναπρογραμματισμός στρατηγικής εθνικής άμυνας (η οποία μπορεί να έχει και σοβαρές επιθετικές αιχμές και συνδυασμό προθέσεων και προοπτικών), τότε κάθε εξοπλιστική επιλογή από όσες παρουσιάσαμε παραμένει χωρίς στρατηγικό υπόβαθρο. Και θα είναι μια ακόμη «αντίδραση» στην απέναντι τουρκική «δράση» και πρωτοβουλία κινήσεων, που προσφέρει η φιλοδοξία της Άγκυρας, η αμυντική βιομηχανία της και τα μεγαλύτερα αμυντικά κονδύλια.
Και βέβαια όλα τα παραπάνω απαιτούν την ευρεία κοινωνική συναίνεση. Καθώς όπως διαφάνηκε εμπεριέχουν μεγάλο, πολύ μεγάλο, οικονομικό κόστος. Άποψη μας; Η ελληνική κοινωνία δεν είναι απρόθυμη να προσφέρει για την εθνική άμυνα. Και σε βάρος άλλων σοβαρών δαπανών. Αλλά πρέπει να πειστεί για την αναγκαιότητα των όποιων επιλογών, για την «καθαρότητα» τους, για την αποδοτικότητα τους, για την δυνατότητα, έστω και εν μέρει, να έχουν και κάποια «επιστροφή» τεχνογνωσίας και επενδύσεων. Πρέπει πάνω από όλα, χωρίς κινδυνολογίες αλλά και ούτε νικητήριους φαμφαρονισμούς, η κοινωνία μας να κατανοήσει πως η άμυνα δεν είναι ανταγωνιστική της επιβίωσης της.
Έτσι η ανάλυση για το «τι μπορεί να κάνει ο Tayfun», που και εμείς δοκιμάσαμε, έχει ένα μεγάλο κενό. Εκείνο της υπαρξιακής μας αναζήτησης που συμπυκνώνεται στο ερώτημα: «Ότι και να παρατάξει απέναντι μας η Τουρκία, έχουμε την θέληση να το αντιμετωπίσουμε, ή μεταθέτουμε ευθύνες και κατάρες στον επόμενο που θα διαχειριστεί ασθμαίνοντας, την όποια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση;».
Ευχαριστώ κάθε αναγνώστη που είχε την υπομονή να διαβάσει μέχρι εδώ.