Το ζήτημα της πιθανής αποστολής των ελληνικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-300 στην Ουκρανία με «αντίτιμο» την παροχή αντίστοιχων συστοιχιών Patriot από τις ΗΠΑ (ή οτιδήποτε άλλο σχετικό) δεν είναι καθόλου απλό. Καθώς επάνω του διασταυρώνονται η εξωτερική μας πολιτική με τις όποιες ασάφειες της, η φοβική και κοντόφθαλμη εσωτερική πολιτική σκηνή, οι επιχειρησιακές μας αδράνειες και βέβαια ιστορικά θυμικά, που το 2022 -σε λίγο 2023 – αναβιώνουν ακόμη το «ξανθό ρωσικό γένος», την «αμερικανική προδοσία», την «παγκόσμια συνωμοσία της ενέργειας» και πολλά ακόμη αυτοεπιβεβαιωτικά κλισέ.
Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να αναλύσουμε το όλο ζήτημα στις βασικές του παραμέτρους. Αρχικά το επιχειρησιακό, μετά το νομικό, μετά το γεωπολιτικό και τέλος εκείνο της εγχώριας πολιτικής σκηνής, μιας και μπαίνουμε σε προεκλογική χρονιά. Για να δείξουμε πως οι S-300 δεν είναι μόνο «αντιαεροπορικοί πύραυλοι» αλλά μια αυλαία που έχει ήδη σηκωθεί και αποκαλύπτει τις πολλές μας αδυναμίες. Ας ξεκινήσουμε.
Γιατί η Ρωσία μας απειλεί να μη στείλουμε S-300 στην Ουκρανία, πως φτάσαμε εδώ;
Α. Επιχειρησιακή αξιολόγηση: Σε τι κατάσταση είναι οι S-300;
Το παραπάνω είναι το μεγάλο ερώτημα που θα καθορίσει και πολλά στην πορεία της ανάλυσης μας. Οι S-300 PMU1 που η χώρα μας παρέλαβε από τη Ρωσία το 1999 και εγκατέστησε στην Κρήτη στην 11η Μοίρα Κατευθυνομένων Βλημάτων, είναι ένα σύστημα μεγάλης εμβελείας αντιαεροπορικών πυραύλων -κάπου στα 150 χιλιόμετρα- το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται αποτελεσματικό. Δεν μιλάμε δηλαδή εδώ για μια περίπτωση τεθωρακισμένων BMP-1, που τα πήραμε μεταχειρισμένα, είναι ήδη 50 ετών και με αδυναμία σοβαρής αμυντικής προσφοράς.
Όμως ενώ το σύστημα παρελήφθη νέο, τα βλήματα του απαιτούν έλεγχο λειτουργικότητας και επαναπιστοποίηση κάθε δέκα χρόνια κάτι όμως που ως σήμερα είναι σε εκκρεμότητα. Επίσης, εχει γίνει μόνο μια βολή, το 2013 και αυτό μετά από τότε πρόσκληση Ρωσικού τεχνικού συνεργείου το οποίο ήλεγξε κάποια βλήματα για να γίνει η δοκιμή. Το θέμα είναι σημαντικό και έχει απασχολήσει την πολιτική ηγεσία. Ενδεικτικά το 2015, επί υπουργίας Π. Καμμένου στο Αμύνης, είχαν ξεκινήσει συζητήσεις για τροποποίηση/επέκταση της συμφωνίας υποστήριξης του όπλου σε επίσκεψη του στη Μόσχα, ενώ αργότερα, το 2018, αυτές επαναλήφθηκαν με επαφή με την Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα. Και το 2020 επί υπουργίας Ν. Παναγιωτόπουλου έγινε ανασκόπηση του ζητήματος, με ενημέρωση της Βουλής.
Έτσι αν και το προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας κάνει συστηματική εκπαίδευση και το συντηρεί, είναι εμφανές πως υπάρχει σημαντικό κενό ελέγχων εργοστασιακού επιπέδου και υποστήριξης. Ακόμη, το όπλο δεν έχει αναβαθμιστεί ή ανανεωθεί από την παραλαβή του πριν 23 χρόνια, ενώ λόγω τεχνολογικής εξέλιξης αρχίζει και γίνεται παρωχημένο.
Να θυμίσουμε ακόμη πως λόγω σοβιετικής φιλοσοφίας σχεδίασης και ασυμβατότητας με τα νατοϊκά/εθνικά μας πρότυπα, οι S-300 δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να ενταχθούν πλήρως στο δίκτυο αεράμυνας της χώρας. Εδώ πάντως κρίνεται ορθή η εγκατάσταση τους στην Κρήτη, όπου λειτουργούν εν μέρει ως «αυτόνομο» σύστημα, καλύπτοντας τις κρίσιμες εγκαταστάσεις του νησιού, όπου σταθμεύει και σημαντικό μέρος των μαχητικών μας F-16.
Είναι άχρηστοι λοιπόν οι S-300; Σαφώς όχι. Αλλά αντιμετωπίζουν τρία κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο το είπαμε, η τρέχουσα κατάσταση τους χωρίς επαναπιστοποίηση βλημάτων για πολλά χρόνια και χωρίς εργοστασιακούς ελέγχους. Το δεύτερο είναι ότι οι σύγχρονες απειλές «απειλούν» να το ξεπεράσουν τεχνολογικά. Και το τρίτο είναι πως η σημερινή διπλωματική κρίση με τη Ρωσία, δεν επιτρέπει να ελπίζουμε πως θα υπάρξει ροή ανταλλακτικών, παροχή αναβαθμίσεων και προμήθεια περισσοτέρων βλημάτων για να καταστεί ακόμη πιο αποτελεσματικό.
Μπορεί να βρεθεί μια λύση διατήρησης των S-300 σε λειτουργία, εκτός Ρωσίας; Οι Ουκρανοί έχουν τέτοια τεχνογνωσία, αλλά δεν μπορούν να την προσφέρουν εν μέσω πολέμου. Ακόμη και να λήξει σύντομα ο πόλεμος, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο Κίεβο θα έχουν απομείνει αποθέματα ανταλλακτικών και υποδομές συντήρησης για «ξένες» πυροβολαρχίες S-300. Το πιθανότερο είναι πως είτε θα έχουν εξαντληθεί, ή θα τα χρειάζονται οι Ουκρανοί για να σερβίρουν τα δικά τους εναπομείναντα συστήματα. Η επιλογή της Κίνας -χώρα που παράγει αντίγραφα των S-300- είναι ακόμη πιο απαγορευτική, καθώς η χώρα μας ουδέποτε έχει αγοράσει οπλικά συστήματα από εκεί, πόσο μάλλον τώρα, σε περίοδο έντασης των σχέσεων Πεκίνου-Δύσης. Ενώ η όποια βοήθεια, ακόμη και να είναι το Πεκίνο πρόθυμο να τη δώσει -δεν υπάρχει καμία ένδειξη για αυτό, αλλά πολλές αντενδείξεις- θα επισύρει θύελλα αμερικανικών αντιδράσεων. Φυσικά δεν συζητάμε καν το ενδεχόμενο να αναζητήσει η Ελλάδα τεχνική συμπαράσταση από άλλες χώρες-χρήστες των S-300, όπως π.χ. η Αίγυπτος, γιατί και αυτές εξαρτώνται για το ίδιο θέμα από τη Ρωσία.
Το συμπέρασμα είναι το εξής: Οι S-300 καλώς υπηρέτησαν στην Ελλάδα πάνω από 20 χρόνια, θα αντέξουν ίσως 5 ή 10 ακόμη με τις γνωστές ελληνικές «πατέντες», αλλά πλέον διαφαίνεται το τέλος ζωής τους.
Τουρκικός ισχυρισμός για «κλείδωμα» F-16 από τους ελληνικούς S-300
B. Νομική αξιολόγηση: Μπορεί η Ελλάδα να τους στείλει στην Ουκρανία;
Σε κάθε πώληση όπλων μεταξύ δύο χώρων είθισται ο αγοραστής να παρέχει στον πωλητή «πιστοποιητικό τελικού χρήστη» (End User Certificate, EUC) το οποίο βεβαιώνει πως δεν θα μεταπωληθεί ή μεταφερθεί σε τρίτο. Το πιστοποιητικό αυτό όμως έχει νόημα στο να εμποδίσει το λαθρεμπόριο όπλων. Εκτίμηση μας είναι πως μια πιθανή μεταφορά/παροχή των ελληνικών S-300 στην Ουκρανία δεν εμπίπτει σε αυτή την περίπτωση, καθώς θα είναι μια δημόσια και επίσημη παροχή στρατιωτικής βοηθείας σε εμπόλεμο κράτος, του οποίου η «δίκαιη άμυνα» έχει ήδη αναγνωριστεί από ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και της Ε.Ε. και ανάλογα ο εισβολέας (η Ρωσία), έχει καταδικαστεί.
Επίσης, η διεθνής Συνθήκη Εμπορίας Όπλων του ΟΗΕ, η οποία έχει επικυρωθεί και από την Ελλάδα και είναι σε ισχύ, επικεντρώνεται στο ίδιο ζήτημα. Να υπάρχει δηλαδή έλεγχος στην διακίνηση όπλων ώστε να αποφεύγεται η λαθραία χρήση τους, όπως και η χρήση τους με τρόπο που να απειλεί με τρομοκρατική ενέργεια, εγκλήματα, παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ. Ακόμη και οι διμερείς ελληνορωσικές συμφωνίες συνεργασίας στον στρατιωτικό τομέα όπως και οι συμφωνίες εμπιστευτικότητας, σε περίπτωση «διαφωνίας» παραπέμπουν στην μεταξύ των δύο κρατών συνεννόηση και επίλυση. Γενικότερα δεν αναμένουμε ισχυρά νομικά προβλήματα, ενώ αν η Ελλάδα τολμήσει μια τέτοια κίνηση, δεν θα βρει αμφισβήτηση άλλων κρατών για τη δράση της, τουλάχιστον των δυτικών από τα οποία προμηθεύεται το σύνολο των εξοπλισμών της, που συμπλέουν όλα στην ενίσχυση της Ουκρανίας.
Γ. Γεωπολιτική αξιολόγηση: Θα «θυσιάσει» η Ελλάδα τις ελληνορωσικές σχέσεις για κάποιους Patriot;
Εδώ είναι η σοβαρότερη πτυχή του όλου θέματος. Αν λίγο πριν αξιολογήσαμε ότι σε μια πιθανή μεταφορά των S-300 στην Ουκρανία η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα νομικά ζητήματα, ενώ έστω και αν αυτά υπάρξουν θα είναι υποδεέστερα και θα επιλυθούν σε μακρύ χρόνο σε κάποιο διαιτητικό δικαστήριο, αυτό δεν ισχύει στο πεδίο της γεωπολιτικής. Όπου σαφώς μια τέτοια (υποθετική πάντα) κίνηση θα φέρει στο ναδίρ τις ελληνορωσικές σχέσεις. Αυτό άλλωστε μας το έχει ήδη «ανακοινώσει» η Μόσχα, με τις άκομψες, ενίοτε χοντροκομμένες και αντιιστορικές δηλώσεις της κ. Ζαχάροβα, αλλά και άλλων επισήμων. Η Μόσχα ουσιαστικά μας λέει το εξής: «Χάνετε την μεταξύ μας σχέση, αν κλιμακώσετε την στήριξη σας στην Ουκρανία». Σε όλα τα επίπεδα, εμπορικό, τουριστικό, ρυθμιστικό, διπλωματικό (ήδη αυτά έχουν θιχθεί σοβαρά φέτος), σε θέματα σχέσεων με Τουρκία, ίσως και στην στήριξη που παραδοσιακά προσφέρει η Μόσχα στην Κύπρο.
Το ζήτημα εδώ όμως είναι «πόσο χειρότερα μπορεί να γίνουν τα πράγματα». Γιατί η ρωσική στροφή υπέρ της Τουρκίας είναι γνωστή και εξελίσσεται διαρκώς και δεν μας καθησυχάζει. Για παράδειγμα από το 2018 η Ρωσία μας καλεί να μην προβληματιζόμαστε για την πώληση πυραύλων S-400 στην Άγκυρα, γιατί «είναι αμυντικό όπλο». Ένα επιεικώς αφελές επιχείρημα, καθώς δεν υπάρχει αυτή η έννοια, αλλά και τραυματικό για την μεταξύ μας ειλικρίνεια. Δεν χρειάζεται εδώ να αναλύσουμε εκ νέου τη σύγκλιση Τουρκίας-Ρωσίας σε θέματα ενέργειας, εμπορίου, τουρισμού, διακίνησης ορυκτών πόρων, και την πιο σημαντική από όλα, την προσέγγιση τους σε ένα νέο διαμοιρασμό ισχύος, με αντίπαλο τη Δύση.
Πιο ειδικά για την Ελλάδα όμως, θα πρέπει να πούμε πως είναι εδώ και πάνω από μια δεκαετία ρωσική τακτική να υπονομευθεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ως «ελληνόφωνο» αποτελεί ένα βασικό μοχλό διεθνούς κύρους και επιρροής της Ελλάδας και μάλιστα μεγαλύτερο του μεγέθους μας, παρότι δεν το αξιοποιούμε με δική μας ευθύνη. Και είναι γνωστή η στήριξη του Πούτιν στο Πατριαρχείο Μόσχας, ώστε να αναβιώσει η ιστορική φαντασίωση για «τρίτη Ρώμη»: για την άνοδο δηλαδή της Μόσχας σε πρώτο και κύριο πόλο συσπείρωσης της παγκόσμιας χριστιανικής ορθοδοξίας, ως διάδοχος μάλιστα της Βυζαντινής παράδοσης και της αντίστοιχης πολιτικής/πολιτισμικής κληρονομίας, που θα ενταχθεί ομαλά στις θεωρίες περί «πανρωσισμού».
ΗΠΑ για S-300 στην Κρήτη: Κάθε χώρα αποφασίζει μόνη της τι θα προσφέρει στην Ουκρανία
Ακόμη, η Ρωσία έχει -μετά την εισβολή στην Ουκρανία- επιδείξει απώλεια ψυχραιμίας σε ότι αφορά τις μεταξύ μας σχέσεις. Όπου η Ελλάδα ετεροβαρώς «στοχοποιείται» με μεγάλη ένταση, ως σχεδόν εχθρική. Η ρωσική πίεση στην Ελλάδα ίσως καταδεικνύει πως η Μόσχα είχε ζυγίσει και ελπίσει σε μια ενδονατοϊκή διάσπαση: με τις βαλκανικές χώρες, κυρίως Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και βέβαια Τουρκία, να τηρούν στάση αναμονής και ουδετερότητας στην εισβολή στην Ουκρανία. Κάτι που εν μέρει έχει επιτευχθεί, πρωτίστως με την Τουρκία να αναδεικνύεται σε πυλώνα «βοηθείας» της Μόσχας, ενώ Βουλγαρία και Ρουμανία κρατούν ήπιους τόνους σε ότι αφορά την παροχή βοήθειας προς το Κίεβο. Οπότε η διαφοροποίηση της Ελλάδας ίσως να είναι ο λόγος που συγκεντρώνει τη ρωσική «καταιγίδα» δηλώσεων και απειλών. Άρα και εδώ η Ελλάδα πληρώνει μεν την επιλογή της, αλλά περισσότερο πληρώνει το ότι δεν ακολούθησε το ρόλο που είχε προαποφασίσει η Ρωσία για εμάς, χωρίς να κάνει και τον κόπο να μας το ανακοινώσει.
Μπορεί οι ελληνορωσικές σχέσεις να τελειώσουν οριστικά; Πολύ δύσκολα. Αν κάτι μας έχει διδάξει η ιστορία είναι το ρευστό των διεθνών σχέσεων. Τελείως ενδεικτικά να θυμίσουμε πως το 2015 η Τουρκία κατέρριπτε ρωσικό μαχητικό στα νότια σύνορα της, το 2016 δολοφονείτο ο Ρώσος Πρεσβευτής στην Άγκυρα, από ισλαμιστή αστυνομικό και στην Τουρκία γίνονταν συνεχώς αντιρωσικές διαδηλώσεις. Κι όμως, το 2017, ένα μόλις χρόνο μετά, Ρωσία και Τουρκία συμφωνούν στην πώληση S-400! Άλλο παράδειγμα, αντίστροφο: Η ιστορική αρμενορωσική φιλία δεν αποδίδει τίποτα στον πόλεμο Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν το 2020, όπου η Αρμενία μένει απελπιστικά μόνη, ηττάται και η Μόσχα εμφανίζεται μετά ως διαμεσολαβητής και «ειρηνευτής» μεταξύ των δύο χωρών. Τι θέλουμε να πούμε με τα παραπάνω: Πως οι ελληνορωσικές σχέσεις μπορεί να έχουν βυθιστεί ήδη σε μεγάλο βαθμό και κυρίως -κατά τη δική μας ανάλυση – με ρωσική υπαιτιότητα, αλλά η Ρωσία επιμένει να τις επικαλείται και να απαιτεί από εμάς την διατήρηση τους, χωρίς να προσφέρει ανταλλάγματα. Άρα για τη Μόσχα διατηρούν την σημαντικότητα τους και καλό είναι να τις επαναξιολογήσει και να κάνει την αυτοκριτική της.
Τα παραπάνω όμως δεν σημαίνουν ότι η Αθήνα έχει το ελεύθερο να «ξυπνήσει την αρκούδα». Καθώς από τη δική μας πλευρά, αποτελεί ιστορική παρακαταθήκη η προσπάθεια διατήρησης καλών σχέσεων με την Μόσχα (είτε αυτή ήταν πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ, είτε της σημερινής Ρωσίας), σε μια λεπτή ισορροπία με την ταύτιση μας με το δυτικό στρατόπεδο. Μια πολιτική μάλιστα που εκκίνησε και μεταπολεμικά μέσα στην αντικομουνιστική υστερία και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του 50, και συνεχίστηκε -με πολλά σκαμπανεβάσματα- έως πρόσφατα, όπου π.χ. το 2016 είχαμε το «έτος Ελληνορωσικής φιλίας».
Μάλιστα η μεταξύ μας διαδρομή είναι τόσο σύνθετη που η σύγχρονη Ελλάδα σε κάποιο βαθμό έχει ετεροκαθοριστεί από τη σχέση της με τη Μόσχα. Από το μετεπαναστατικό «Ρωσικό κόμμα» με στήριξη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 19ου αιώνα που όρισαν σύνορα στα Βαλκάνια, στην μεταξύ μας αντιπαράθεση το 1919 με την ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Κριμαίας κατά των Ρώσων μπολσεβίκων, οι οποίοι μας το «ξεπλήρωσαν» στηρίζοντας τον Κεμάλ και την τουρκική εθνογένεση. Με το πέρασμα των χρόνων να φέρνει τη σοβιετική παρέμβαση στα ελληνικά πράγματα κατά την Κατοχή, όπως και όλων των δυτικών συμμάχων βέβαια, καταλήγοντας στον δικό μας εμφύλιο. Όπου αλληλοσπαραχθήκαμε, ενώ τα «ιμάτια» μας είχαν ήδη διαμοιραστεί στην Γιάλτα μεταξύ Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ και Στάλιν.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 6/19 Μαρτίου 1919: Ουκρανία – Ο Ελληνικός Στρατός μάχεται σε ξένο πόλεμο
Να λοιπόν το ιστορικό ερώτημα για την Ελλάδα. Να τολμήσει την προσφορά των S-300 στην Ουκρανία, ρισκάροντας μια μεσοπρόθεσμη καταβύθιση των ελληνορωσικών σχέσεων, ελπίζοντας στην ανασύσταση τους κάποια στιγμή για λόγους γεωπολιτικών ισορροπιών; Και αν το τολμήσει αυτό, ποια θα είναι τα ανταλλάγματα που πρέπει να ζητήσει και από ποιον;
Βίντεο: Ρωσικό UAV καταστρέφει δύο ουκρανικούς εκτοξευτές S-300, μάθημα και για την Ελλάδα
Βάζοντας στο ζύγι τους S-300
Να πούμε αρχικά το εύκολο: Αν η Ελλάδα ανταλλάξει S-300 με Patriot, προφανώς με σωστή αναλογία εκτοξευτών-ραντάρ-βλημάτων, τότε επιχειρησιακά κερδίζει. Γιατί οι Patriot ήδη αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εθνικής μας αεράμυνας, ήδη έχουμε μεγάλη εμπειρία στην αξιοποίηση τους, τους δοκιμάζουμε σε βολές (πρόσφατη μάλιστα στην Κρήτη έδειξε και δυνατότητες αντιβαλλιστικής άμυνας), ενώ το αμερικανικό σύστημα είναι εξελισσόμενο και με σημαντική τεχνολογική προοπτική.
Γενικώς αν η ανταλλαγή γίνει, θα δώσουμε το «ασύμβατο, ασυντήρητο, τεχνολογικά οριακό» και θα παραλάβουμε το «συμβατό, δοκιμασμένο, τεχνολογικά διατηρήσιμο». Θα πετύχουμε ακόμη τη ολοκλήρωση της αεράμυνας μας γύρω από νατοϊκά πρότυπα χωρίς «κενά» επικοινωνίας και διασύνδεσης. Ενώ οι προδιαγραφές επιδόσεων των σύγχρονων βλημάτων PAC2/PAC 3 MSE μας καλύπτουν πολύ ικανοποιητικά, με τις όποιες υπαρκτές υστερήσεις των αμερικανικών συστημάτων (κανένα όπλο δεν είναι τέλειο) να μπορούν και αυτές να επιλυθούν επιχειρησιακά και με ορθή συμπλήρωση τους.
Ας δούμε όμως και το δύσκολο, που είναι τα πολιτικά-γεωπολιτικά ανταλλάγματα. Τα οποία θα βαρύνουν τις ΗΠΑ καθώς είναι η μόνη χώρα που μπορεί να μας προσφέρει, ώστε εμείς να «ταχυδρομήσουμε» τους S-300 στο Κίεβο. Η Ελλάδα λοιπόν οφείλει, εφόσον σκεφθεί την ανταλλαγή, να μην την περιορίσει στο αυστηρά επιχειρησιακό σκέλος της. Καθώς αυτό θα είναι μια τυπική, τεχνολογικής υφής διαπραγμάτευση που κάποια στιγμή, σε 10-20 χρόνια από σήμερα θα περάσει και αυτή από το δικό της κύκλο απαξίωσης. Η Αθήνα βέβαια μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο των σοβιετικής-ρωσικής τεχνολογίας όπλων της (όπως τα αντιαεροπορικά OSA και τα Tor-1), ώστε να αυξήσει το διαπραγματευτικό της επιχείρημα. Ενώ μπορεί να εκμεταλλευθεί κιόλας τη γνωστή, νομοθετημένη από πλευράς ΗΠΑ, προσφορά χρηματοδότησης για την αντικατάσταση ρωσικού υλικού από νατοικές χώρες.
4 πυροβολαρχίες Patriot στη Σλοβακία, ώστε η τελευταία να στείλει τους S-300 στην Ουκρανία
Τι μπορεί να προσφέρουν οι ΗΠΑ ως αντάλλαγμα: Την εγγυοδοσία ασφαλείας δικών μας εγκαταστάσεων; Τη χρηματοδότηση κατασκευής και την προστασία του αγωγού φυσικού αερίου East Med που θα εξυπηρετήσει Αίγυπτο, Ισραήλ και Κύπρο; Την κατασκευή και ανακαίνιση δικών μας στρατηγικών και στρατιωτικών υποδομών; Την επέκταση της μεταξύ μας αμυντικής συμφωνίας MDCA με πιο ειδική ρήτρα αλληλοβοήθειας; Την παροχή χαμηλότοκων επενδυτικών πιστώσεων σε ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στην Ελλάδα; Είναι πολλά που μπορούμε να σκεφθούμε, σε ένα «αλισβερίσι» (θα μας επιτραπεί η έκφραση) που θα έχει σημαντικές όλες τις πτυχές, γεωπολιτικής σύνδεσης, συμμαχίας, αλληλοστήριξης, μεταφοράς όπλων, υποκατάστασης άλλων προμηθευτών, δεσμεύσεων στρατηγικών.
Με νέα σοβαρά ερωτήματα εδώ να αναδύονται:
- Έχει η Ελλάδα τη γεωπολιτική ψυχραιμία, την πολιτική ωριμότητα, τη διαύγεια ανάλυσης και την ικανότητα μακροπρόθεσμου προγραμματισμού για να μπει σε ένα τέτοιο παίγνιο;
- Και μάλιστα υπό πίεση χρόνου, καθώς όλα τα παραπάνω πρέπει να συμβούν τώρα; Που ΗΠΑ και Δύση έχουν ανάγκη να στηρίξουν την Ουκρανία για να υποχρεώσουν τη Ρωσία σε νέα αιμορραγία και τελικά διαπραγμάτευση;
- Έχει ακόμη η Ελλάδα το ανάλογο “έτοιμο” διπλωματικό και πολιτικό προσωπικό να κάνει κάτι τέτοιο;
- Υπάρχει εντός της τρέχουσας κυβέρνησης -αλλά και εντός της αντιπολίτευσης – η απαραίτητη σύμπνοια και η κοινή αντίληψη διπλωματίας, ώστε να προχωρήσουμε συντεταγμένα;
- Υπάρχει ακόμη η απαραίτητη προθυμία κατασίγασης προσωπικών πολιτικών και καχυποψιών ώστε να εμφανιστούμε αρραγείς διπλωματικά;
- Ποιος μπορεί να τα εγγυηθεί αυτά, σε μια κίνηση που θα ξεπερνά την «απλή» ανταλλαγή όπλων και την ακόλουθη διαφήμιση της ως «μεγάλη κίνηση εξωτερικής πολιτικής»;
Βίντεο: Ρωσικός S-300V καταρρίπτει ουκρανικό βαλλιστικό πύραυλο SS-21 Tochka-U
Δ. Εσωτερική πολιτική σκηνή, στο χορό εκλογών και επιδομάτων
Να καταλήξουμε κάπως την ανάλυση μας εστιάζοντας στο εσωτερικό της χώρας μας. Όπου ήδη σημαντικό μέρος της πολιτικής σκηνής, ουσιαστικά όλη η αντιπολίτευση, έχει προδικάσει ότι οποιαδήποτε παραχώρηση σημαντικών όπλων στην Ουκρανία, αποτελεί όχι μόνο «εξασθένηση της αμυντικής μας ικανότητας» αλλά και «προδοσία».
Το πρώτο επιχείρημα όμως είναι από μόνο του στα όρια του παραδόξου. Καθώς αν ισχύει, τότε οποιαδήποτε παροδική ή και μόνιμη απόσυρση πολεμικού υλικού πρέπει και αυτή να θεωρηθεί «εξασθένηση». Να το πούμε με παραδείγματα. Σήμερα η Ελλάδα αναβαθμίζει 83 μαχητικά F-16 στο πρότυπο Block 70. Αυτό σημαίνει πως κάθε στιγμή κάποια είναι μισοαποσυναρμολογημένα στην ΕΑΒ για να κάνουν την αναβάθμιση, κάποια είναι σε φάση δοκιμών κ.ο.κ. Μήπως να σταματήσουμε την αναβάθμιση γιατί έχουμε έλλειμμα μαχητικών και μάλιστα σε εποχή έντασης με την Τουρκία;
Το ίδιο και με την αναβάθμιση των φρεγατών ΜΕΚΟ. Όταν ξεκινήσει, κάθε καράβι θα μπαίνει σε ναυπηγείο για κοντά ένα χρόνο μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες. Να μην το κάνουμε ούτε αυτό; Μήπως όταν άρχισαν να προσγειώνονται τα νέα Rafale στην Τανάγρα και αποσύραμε τα παλαιά Mirage 2000 και εκεί κάναμε τεράστιο λάθος; Να λοιπόν το προφανές παράδοξο. Σε κάθε χώρα, σε κάθε στρατό, κατά καιρούς μέρος των όπλων και εξοπλισμών είναι μη διαθέσιμα (το ίδιο και στην Τουρκία..). Για επισκευές, μετασκευές, αναβαθμίσεις, για απόσυρση τελικά. Δεν μπορεί αυτή η φυσιολογική «ροή» να ανατρέπεται στο όνομα της φοβικής διατήρησης του όποιου πεπαλαιωμένου υλικού, το οποίο περιμένουμε να «λιώσει» μέχρι αχρηστίας και μετά πάλι να… ντρεπόμαστε να το αλλάξουμε. Και ναι, αυτά θα συμβαίνουν και σε περιόδους κρίσης με την Τουρκία, κάτι που μας υποχρεώνει και στην ανανέωση των οπλικών μας συστημάτων.
Το επιχείρημα της «προδοσίας» τώρα. Που ανεβάζει την πολιτική ένταση και ως χαρακτηρισμός είναι ότι χειρότερο. Τον είδαμε και στην υπόθεση ανταλλαγής των 40 σοβιετικής εποχής τεθωρακισμένων BMP-1 με τα γερμανικά Marder. Όπου ακούσαμε -και από σοβαρούς ανθρώπους οπότε η απογοήτευση ήταν ακόμη μεγαλύτερη- τα πιο εξωφρενικά. Ότι η απόσυρση τους, αυτών των ελάχιστων δεκάδων, από τα νησιά μας, εκεί δηλαδή που η Ελλάδα διατηρεί ήδη πολλές μα πολλές εκατοντάδες άρματα και τεθωρακισμένα, είναι «υπονόμευση της άμυνας μας και μυστικό σχέδιο αποστρατιωτικοποίησης τους για να ικανοποιηθεί η Τουρκία!».
Να τα ακούμε αυτά και να απορούμε γιατί έχουμε και μνήμη. Αν η ανταλλαγή 40 παμπάλαιων BMP-1 το 2022 είναι «προδοσία», τότε η δωρεά 100 από αυτών στο Ιράκ το 2005 (επί κυβερνήσεως ΝΔ) τι ήταν; Διπλή «προδοσία»; Η απόσυρση 193 από αυτά το 2016 (επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ) για να πωληθούν και να δωρηθούν στην Αίγυπτο τι ήταν; Πενταπλή «προδοσία»; Να υποθέσουμε ακόμη πως όσοι τα δηλώνουν αυτά, όταν είχαν θέση ευθύνης και γίνονταν και τότε αποσύρσεις υλικών είχαν υποβάλλει την παραίτηση τους; Ή τα θεωρούσαν φυσιολογικά αλλά σήμερα και ξαφνικά, τα βλέπουν ως «απαράδεκτα»;
Ουκρανία: Δώστε μας άρματα και μαχητικά, θα πολεμάμε ανεξάρτητα τι κάνει η Δύση
Αλλά και η κυβέρνηση δεν πάει πίσω. Φοβική στο όλο ζήτημα, ενώ έχει πάρει αρχικά την απόφαση να στηρίξει με μεταφορές πολεμικού υλικού την Ουκρανία, κατάφερε να μετατρέψει την όλη διαδικασία σε «κρυφτό» με την αντιπολίτευση και σε συσκότιση της κοινής γνώμης. Πότε ανακοινώνοντας ότι «στείλαμε μόλις 400 Καλάσνικοφ», πότε αφήνοντας τους Γερμανούς να ανακοινώνουν την συμφωνία ανταλλαγής των BMP-1, πότε διαβεβαιώνοντας ότι «στείλαμε μια παρτίδα υλικό αλλά σε διαφορετικές αποστολές», πότε με την ατυχέστατη πρωθυπουργική δήλωση ότι «είμαστε σε πόλεμο με την Ρωσία»! Και βέβαια πέφτοντας στην παγίδα να υποστηρίζεται σε ανώτατο επίπεδο το ότι κάθε ανταλλαγή δικού μας υλικού με δυτικό, θα γίνεται «χέρι-χέρι»! Λες και το σύνολο της Δύσης θα αναπροσαρμόσει τις δικές της προτεραιότητες και δυνατότητες παραχώρησης με την ιδιόρρυθμη ελληνική απαίτηση «θα μου τα ανταλλάξετε, αλλά τα θέλω και τώρα και εγκατεστημένα, πριν σας δώσω οτιδήποτε», ως μάλιστα απόλυτο προαπαιτούμενο και όχι ως στοιχείο διαπραγμάτευσης.
Να θυμίσουμε πως όπλα αλλάζεις με καλύτερα και με γεωπολιτικά ανταλλάγματα όταν έχεις κονδύλια και μεγάλη ισχύ -που δεν έχουμε- ή όταν σου εμφανιστεί μια καλή ευκαιρία. Και η ευκαιρία είναι τώρα. Και αν μας ενδιαφέρει, τώρα πρέπει να την διαπραγματευτούμε. Πριν είναι αργά και προσθέσουμε ακόμη μια «χαμένη υπόθεση» στο ενεργητικό μας.
Επανερχόμαστε στους S-300. Ένα οπλικό σύστημα που ποτέ δεν θέλησε και ποτέ δεν παρήγγειλε η χώρα μας. Που ποτέ δεν ήταν στους αμυντικούς μας σχεδιασμούς. Που το πήραμε με το ζόρι, γιατί το είχε παραγγείλει η Κύπρος, και η Τουρκία εκβίαζε με πόλεμο αν έφθανε στο νησί. Αυτό λοιπόν το οπλικό σύστημα που το πήραμε τελείως «ευκαιριακά», ίσως τώρα είναι η ευκαιρία να το ανταλλάξουμε με κάτι καλύτερο. Αυτή είναι και η θέση μας, τουλάχιστον του υπογράφοντος: Η ανταλλαγή S-300 πρέπει να μελετηθεί ως σημαντική δική μας κίνηση και να υλοποιηθεί, εφόσον όμως υπάρχουν σοβαρά ανταλλάγματα και στάθμιση των ελληνορωσικών σχέσεων.
Να δώσουμε και μια ακόμη εικόνα: Η χώρα μας βαδίζει σε εκλογές. Και όχι, η τρέχουσα πολιτική σκηνή δεν ευνοεί ανταλλαγή των S-300 με Patriot, ή με SAMP/T ή με ότι άλλο φαντασιωνόμαστε οι ρέκτες των «αμυντικών». Γιατί τώρα προέχουν οι επιδοματικές πολιτικές, η ικανοποίηση πελατειακών αιτημάτων, οι εσωκομματικές καντρίλιες, η σίγαση των όποιων δημόσιων σκανδαλισμών. Αλλά και η αντιπολίτευση δεν θα χάσει την ευκαιρία μπροστά στην κάλπη να μαστιγώσει την κυβέρνηση για την «υποταγή της στη Δύση», για την «υψηλού ρίσκου εμπλοκή της στο Ουκρανικό», για την «μυστική αποστολή όπλων από τα νησιά στο Κίεβο», για την «ρήξη με τους αδελφούς Ρώσους», για την «μυστική διπλωματία και εθελοδουλεία». Τα συνθήματα και τα τσιτάτα εκατέρωθεν τα ξέρουμε.
Να η κατακλείδα μας. Το ζήτημα των S-300 τελικά δεν θα κριθεί νομικά, επιχειρησιακά και γεωπολιτικά, αλλά κυρίως εσωτερικά. Σε μια χώρα που ομνύει στην άμυνα, αλλά αυτή δεν πρέπει να κοστίζει (παρεκτός ως έκτακτη πανικόβλητη δαπάνη μετά από κάθε ελληνοτουρκική “σύρραξη”), δεν πρέπει να ερεθίζει, δεν πρέπει να ταλαιπωρεί «τα παιδιά μας», δεν πρέπει να έχει τεχνολογική και γεωπολιτική ταύτιση, δεν πρέπει να έχει προγραμματισμό, δεν πρέπει καν να ασκείται ως εργαλείο διπλωματίας, εγχώριας ανάπτυξης και απασχόλησης. Και τόσα ακόμη περίεργα και αποσαρθρωτικά, διακομματικά και διαχρονικά.