Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ένα έντονο ανταγωνισμό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε ότι αφορά τα εξοπλιστικά. Η χώρα μας μετά από πολλά μνημονιακά έτη, που βύθισαν τις αμυντικές μας δαπάνες -ένα θέμα που δυστυχώς δεν έχει εξεταστεί σε βάθος, γιατί δηλαδή δεν εξαιρέθηκαν από τις πιέσεις και απαιτήσεις των δανειστών μας- έχει προχωρήσει σε ένα κρεσέντο εξοπλισμών. Η Τουρκία από την άλλη συνεχίζει με επίσης κρεσέντο δικών της παραγγελιών ή προθέσεων αγοράς. Αλλά, με πολύ έντονο το χρώμα της εγχώριας παραγωγής, όπου η συντριπτική πλειονότητα προμηθειών τους είναι από την τοπική αμυντική βιομηχανία.
Πέρα όμως από το μέτρημα των «όπλων» (αεροσκαφών, πλοίων, αρμάτων) είναι σημαντικό να δούμε την πιο μεγάλη εικόνα. Αυτή δηλαδή της οικονομικής δαπάνης/επένδυσης που και οι δύο χώρες καταβάλλουν για την άμυνα τους. Και να συζητήσουμε κατά πόσο είναι δυνατόν αυτήν να διατηρηθεί. Στη συνέχεια λοιπόν θα παραθέσουμε μια σειρά σχετικών στοιχείων μαζί με τα συμπεράσματα που αυτά προσφέρουν, για να δείξουμε και το μεγάλο πρόκριμα και την πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Για τις αμυντικές δαπάνες πηγή είναι η βάση δεδομένων του SIPRI, του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, που εδώ και πολλά χρόνια κάνε μια από τις εγκυρότερες καταγραφές στο χώρο. Οικονομικά στοιχεία πήραμε από την Παγκόσμια Τράπεζα.
Ως χρονικό διάστημα μελέτης ορίσαμε το 2000-2022, μια συμπληρωμένη (και παραπάνω) εικοσαετία, δηλαδή την πορεία και των δύο χωρών στον 21ο αιώνα. Διάστημα που και στις δύο χώρες συγκεντρώνει τα «πάντα», από πλευράς πολιτικής και οικονομίας.
Βίντεο: Ο Ερντογάν δηλώνει μόνος και αυθεντικός “συνεχιστής του Κεμάλ”
Διαφορά σημαντική; Στην Τουρκία το διάστημα αυτό είναι σχεδόν αποκλειστικά «εποχή Ερντογάν» ο οποίος ανέλαβε πρωθυπουργός το 2003 και παραμένει έως σήμερα, στη θέση του Προέδρου της χώρας. Είναι δηλαδή μια περίοδος σταθερότητας στο πρόσωπο της εξουσίας, αλλά σαφώς δεν είναι και περίοδος ηρεμίας. Καθώς η χώρα αντιμετώπισε και οικονομική κρίση -ειδικά πέρυσι- και αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016, αλλά και πολλές αλλαγές πορείας του ίδιου του Ερντογάν.
Στην Ελλάδα τώρα, το ίδιο διάστημα είναι ιδιαίτερα πολύμορφο. Αλλάξαμε 9 κυβερνήσεις (συν τις υπηρεσιακές), είτε μονοκομματικές είτε συνεργασίας, ενώ η πολιτική και η κοινωνική πόλωση κορυφώθηκαν. Δεν θα κάνουμε ανασκόπηση αλλά επισημαίνουμε το γνωστό, την εγχώρια έντονη πολιτική αστάθεια και με μεγάλη διεθνή παρέμβαση, είτε «πυροσβεστικά» στην οικονομική κρίση είτε «καταπιεστικά», ανάλογα την προσέγγιση.
Δαπάνες ως προς το ΑΕΠ
Ας δούμε όμως τα δεδομένα. Ξεκινώντας από το πιο βασικό, τις αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας από το 2000 και μετά, εκφρασμένες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Αυτός είναι και ο πιο τυπικός δείκτης αμυντικών δαπανών και ο πιο εύκολα συγκρίσιμος. Εδώ υπάρχει τα τελευταία χρόνια πίεση εντός ΝΑΤΟ να είναι τουλάχιστον 2% ετησίως, που είναι και η δέσμευση της συμμαχίας, το οποίο όμως ελάχιστες χώρες πετυχαίνουν, ανάμεσα τους και η Ελλάδα.
Με βάση λοιπόν τα στοιχεία, βλέπουμε πως η Ελλάδα είχε υψηλές δαπάνες στην αρχή του 2000, καθώς τότε έτρεχαν παραγγελίες από το εξοπλιστικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει την επαύριο της κρίσης των Ιμίων. Ακολούθησε μείωση έως το 2003 (στο 2,49%), αύξηση έως το 2009 (3,22%) και μετά παρατεταμένη μείωση έως το 2019 (2,62%) ως «μνημονιακή δεκαετία», για να ακολουθήσει σημαντική ανάκαμψη έως το 2022 (3,69%). Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα ξοδεύει σταθερά πάνω από το 2% του ΑΕΠ της, άρα πληροί την νατοϊκή απαίτηση (το χαμηλότερο που έχουμε δώσει, ήταν το 2,35% το 2014) ενώ πλέον έχει φθάσει πάνω από το 3%, τουλάχιστον το 2020-2022.
Η Τουρκία αντίθετα κρατά τις δαπάνες της σταδιακά μειούμενες -προσοχή εδώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ- από το 2002 (ήταν στο 3,8%) έως το 2015 (1,81%), μετά τις αυξάνει έως το 2019 (2,66%) και μειώνονται απότομα στη συνέχεια, φθάνοντας στο 1,23% το 2022.
Το ενδιαφέρον; Από το 2004 έως σήμερα (σχεδόν 20 χρόνια), η Τουρκία ξοδεύει για την άμυνα της ως ποσοστό του ΑΕΠ, σαφώς λιγότερο από ότι η Ελλάδα! Συμπληρώνουμε εδώ, πως το 2022, το SIPRI καταγράφει πως η διεθνής αμυντική δαπάνη βρίσκεται στο 2,2% του ΑΕΠ, ενώ γενικότερα ένα κόστος 2-3% θεωρείται ανεκτό να συντηρηθεί σε μια δυτική οικονομία. Χαρακτηριστικά στη Δυτική Ευρώπη, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο % επί του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες και με μεγάλη διαφορά από όλες τις άλλες χώρες. Π.χ. για το 2022 η Γαλλία είναι στο 1,94%, η Ιταλία στο 1,68%, η Γερμανία στο 1,39%, η Κύπρος στο 1,81% και η Βρετανία στο 2,23%.
Το πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι πως η Τουρκία έχοντας αμυντικές δαπάνες γύρω στο 2% του ΑΕΠ ετησίως, μπορεί να τις αυξήσει ή έστω να τις διατηρήσει. Ενώ η Ελλάδα ήδη κάνει μεγάλη υπερέκταση με ρυθμούς πάνω από 3%.
Δαπάνες σε δολάρια
Το παραπάνω φαίνεται πολύ πιο καθαρά αν δούμε τα πραγματικά ποσά που η κάθε χώρα επενδύει, μετρώντας τα σε δολάρια ΗΠΑ και σε σταθερές τιμές του 2021, όπου αναδεικνύεται η πραγματική υπεροχή της Τουρκίας. Η οποία σε όλο το διάστημα 2000-2022 ξοδεύει πολύ περισσότερα από ότι η χώρα μας, έως και υπερτριπλάσια (π.χ. το 2018 και 2019). Έτσι η πραγματική εικόνα είναι η αύξηση των τουρκικών αμυντικών δαπανών ως ποσό και η σταθερή μείωση των ελληνικών στο ίδιο διάστημα, παρά την έξαρση των τελευταίων ετών.
Συνολικά στα 22 χρόνια που εξετάζουμε η Τουρκία έχει δαπανήσει 258 δισεκατομμύρια δολάρια και η Ελλάδα 160, δηλαδή μια αναλογία 1,6/1 εις βάρος μας.
Η διαφορά στην συνολική οικονομία
Συνδυαστικά τα δύο παραπάνω διαγράμματα πρέπει να συνεκτιμηθούν μαζί με το τρίτο, που δείχνει την πορεία του ΑΕΠ των δύο χώρων. Έτσι το τουρκικό αυξάνεται συνεχώς από το 2000 (η γνωστή τουρκική ραγδαία ανάπτυξη εντός του «ερντογανικού» αιώνα). Οπότε η Άγκυρα μπορεί να πληρώνει περισσότερα για τις αμυντικές της δαπάνες σε ποσά, αλλά αυτά να αντιστοιχούν σε σαφώς μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ της. Αντίθετα η Ελλάδα περνώντας τη μνημονιακή κρίση, φτώχυνε από το 2008 και μετά, και παρότι ανακάμπτει, εξακολουθεί να μην έχει πιάσει τα προμνημονιακά μέγιστα.
Δεύτερο συμπέρασμα λοιπόν είναι πως η Τουρκία με σαφώς μεγαλύτερη οικονομία από ότι η Ελλάδα μπορεί να αποδίδει υψηλά ποσά στην Άμυνα της. Άρα το πρόκριμα είναι οι δικές μας δαπάνες να είναι όσο το δυνατόν πιο «ανταγωνιστικές» σε απόδοση ενίσχυσης της άμυνας.
Η τουρκική υπεροχή σε 3 σημεία
Να τονίσουμε εδώ πως τα παραπάνω ποσά είναι για αμυντικές δαπάνες συνολικά και όχι μόνο για εξοπλισμούς, περιλαμβάνουν δηλαδή και τις μεγάλες δαπάνες προσωπικού, που απορροφούν σημαντικό τους μέρος. Αλλά τα νούμερα δεν μας ευνοούν ακόμη περισσότερο για τους εξής λόγους:
- Δεν περιλαμβάνουν στην περίπτωση της Τουρκίας τα διάφορα προγράμματα ερευνών που χρηματοδοτεί το κράτος για καινοτομία σε εξοπλισμούς, χρήματα δηλαδή που αποδίδουν σε κάποια χρόνια νέα οπλικά συστήματα, με πολλαπλασιαστική ισχύ. Τυπικό εδώ παράδειγμα τα μη επανδρωμένα συστήματα όπου ήδη πολλά προγράμματα νέων όπλων αναπτύσσονται από την τουρκική βιομηχανία με κρατική στήριξη. Και αναμένουν στη «σειρά» πότε θα υιοθετηθούν και από τις Ένοπλες Δυνάμεις, που έχουν πλέον και «γκάμα» για να διαλέξουν.
- Ακόμη, η Τουρκία δαπανά και μεγάλα κονδύλια για τα Σώματα Ασφαλείας της, τα οποία όμως είναι σε σημαντικό βαθμό στρατιωτικοποιημένα, άρα έχουμε μια έμμεση αύξηση των αμυντικών δαπανών που είναι δύσκολο να απεικονιστεί. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματική εικόνα πρέπει να είναι ακόμη πιο δυσμενής για εμάς.
- Τέλος, με την Τουρκία να διαθέτει μεγάλη αμυντική βιομηχανία στην οποία «απευθύνεται» πρώτα από όλα και έως και αποκλειστικά, για να καλύψει τις αγορές της, κάθε σχετική δαπάνη έχει πολύ μεγάλο ποσοστό εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Επιστρέφει δηλαδή στην τοπική οικονομία και την μοχλεύει ακόμη περισσότερο. Η Τουρκία δηλώνει πως πλέον έχει φθάσει κοντά στο 80% της «αμυντικής ανεξαρτησίας» της. Και ακόμη και εκεί που εισάγει εξοπλισμούς, αυτό γίνεται επιδιώκοντας συμπαραγωγή, διασφαλίζοντας δηλαδή εγχώρια αξία. Αντίθετα η Ελλάδα ελάχιστα παράγει και προμηθεύεται εγχώρια και παραμένει εξαρτημένη από εξοπλιστικές εισαγωγές, όπου και οι τελευταίες μεγάλες μας (φρεγάτες, αεροσκάφη) δεν αποδίδουν κάτι ιδιαίτερο από τοπική συμμετοχή.
Τουρκικό μαχητικό Kaan: Υποσχέσεις για πρώτη πτήση το Δεκέμβριο φέτος
Η επιβάρυνση κατά κεφαλή
Η ελληνική προβληματική φαίνεται και από ένα ακόμη διάγραμμα, αυτό των αμυντικών δαπανών κατά κεφαλή. Εδώ μετράμε το κόστος της άμυνας σε «ατομικό» επίπεδο, πόσο κοστίζει σε κάθε πολίτη.
Η Τουρκία λοιπόν με 8πλάσιο πληθυσμό από ότι η Ελλάδα, «ζητά» από κάθε πολίτη της, κάτω από 250 δολάρια το έτος για άμυνα, ενώ η Ελλάδα ακόμη και στα χειρότερα της δεν έπεσε κάτω από τα 400, και ήδη έχει φθάσει τα σχεδόν 800 τα τελευταία 2 χρόνια. Άρα στην χώρα μας, ο πολίτης βαρύνεται με ένα «βασικό μηνιαίο μισθό» το έτος για αμυντικές δαπάνες, ενώ στην Τουρκία το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 50-60% του δικού τους βασικού!
Κοινή αεροπορική εικόνα θα έχουν Τουρκία και Αζερμπαϊτζάν – θέμα για το ΝΑΤΟ;
Πόσο ξοδεύει κάθε χώρα από τον προϋπολογισμό της
Μια ακόμη προσέγγιση σύγκρισης Ελλάδος-Τουρκίας: Έως τώρα μιλάγαμε για τις δαπάνες για την Άμυνα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά πρέπει να τις εξετάσουμε και ως ποσοστό των δημοσίων δαπανών: Εδώ λοιπόν φαίνεται ακόμη πιο εμφανώς η διαφορά υπέρ της Τουρκίας, καθώς για 20 χρόνια από τα 22 που εξετάζουμε, η Άγκυρα δίνει μεγαλύτερο ποσοστό του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού της σε Άμυνα. Με το ποσόστο αυτό να είναι από 5,5 έως και 9 το μέγιστο, ενώ η Ελλάδα είναι στο 4,5 έως 7.
Μόλις τα τελευταία δύο έτη η τάση αντιστράφηκε, αλλά αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική κρίση της Τουρκίας, που με σημαντικό πληθωρισμό «μείωσε» την αξία των αμυντικών της δαπανών σε δολαριακή βάση.
Το πρόβλημα της Άγκυρας
Να πούμε όμως εδώ, πως πλέον η Τουρκία θα δυσκολευθεί να αποδίδει στην άμυνα της τόσο μεγάλο ποσοστό των δημοσίων εσόδων. Καθώς ήδη απαιτείται ένα μεγάλο κονδύλι ανοικοδόμησης της χώρας στις περιοχές που έχουν πληγεί από το σεισμό από το 2023 και μετά. Με κόστος άγνωστο ακόμη, αλλά της τάξης δεκάδων δις. Επίσης αν και είπαμε πως η αμυντική βιομηχανία της χώρας προσφέρει πάρα πολλά, η χρηματοδότηση της βαδίζει προς πολύ υψηλά κόστη, μιας και έχει εμπλακεί σε πολύ πιο «ακριβές» αναζητήσεις. Σήμερα η Τουρκία εξελίσσει το «εθνικό μαχητικό» Κaan, το «εθνικό άρμα» Altay, την «εθνική φρεγάτα» Istanbul, αύριο το «εθνικό αντιτορπιλικό» TF-2000 και το «εθνικό υποβρύχιο». Μιλάμε εδώ για συστήματα πολύ αυξημένης πολυπλοκότητας, απαιτήσεων και κόστους έρευνας και εξέλιξης, και προφανώς και προμήθειας. Ενδεικτικά από τουρκικής πλευράς υπάρχει δήλωση πως το Kaan θα κοστίσει 100 εκατ. δολάρια η μονάδα, δηλαδή σε επίπεδα Rafale έως και F-35 (μετά το αρχικό κόστος εισαγωγής νέου τύπου).
Τρίτο ζήτημα για την Τουρκία είναι η οικονομική κρίση που συνεχίζεται, η οποία μπορεί να απαιτήσει νέο γύρο κοινωνικών δαπανών για να κατευναστεί η επίπτωση της στα φτωχότερα στρώματα. Τέταρτο θέμα είναι η σταδιακή απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ, κάτι που και δυσκολεύει τις προμήθειες εξοπλισμών από το εξωτερικό, αλλά και αυξάνει το κόστος συντήρησης-διατήρησης των σημερινών οπλικών συστημάτων δυτικής προέλευσης, ενώ η εισαγωγή νέων τύπων π.χ. από Ρωσία θα έχει σημαντικό κόστος προσαρμογής. Και πέμπτο θέμα παραμένει για την Άγκυρα η εμπλοκή της στη Συρία όπως και το Κουρδικό στις ανατολικές της επαρχίες, που απασχολούν και μεγάλο όγκο ενόπλων δυνάμεων της και απαιτούν σημαντικές επενδύσεις.
Συνολικά δεν μπορεί κανείς να προβλέψει όλα τα παραπάνω πόσο θα διαρκέσουν, αλλά κατά τη γνώμη μας αθροίζονται όλα σε μια δυσκολία από τουρκικής πλευράς να διατηρήσει τις υψηλές χρηματοδοτήσεις προς την άμυνα της για τα αμέσως επόμενα χρόνια, προσφέροντας μας ίσως ένα «παράθυρο ευκαιρίας».
Αυξάνεται κατά 34% ο βασικός μισθός στην Τουρκία με τον πληθωρισμό στο 40%
Μια αποτίμηση
Συνοψίζουμε τα παραπάνω, όπως και την γενικότερη εικόνα στο χώρο της άμυνας σε Ελλάδα και Τουρκία στις εξής επισημάνσεις:
- Η Τουρκία επενδύει πολύ περισσότερα από ότι η Ελλάδα σε αμυντικές δαπάνες, για πάνω από 20 χρόνια συνεχώς.
- Η Τουρκία έχει μεγαλύτερο ΑΕΠ από την Ελλάδα, οπότε οι αμυντικές δαπάνες είναι μικρότερες ως ποσοστό του.
- Η Τουρκία διαθέτει μεγάλη αμυντική βιομηχανία, άρα η αμυντική δαπάνη σε αρκετό μέρος της «επιστρέφει» στην τοπική οικονομία, ενώ για την Ελλάδα είναι καθαρή έξοδος κονδυλίων.
- Η Τουρκία πλέον πετυχαίνει και αμυντικές εξαγωγές που έχουν φθάσει τα 4 δις δολάρια ετησίως.
- Η Τουρκία δαπανά για την άμυνα της και ειδικά για εξοπλισμούς με μεγαλύτερη σταθερότητα από ότι η Ελλάδα, η οποία εμφανίζει περιόδους «ύφεσης» και ενίοτε «εξάρσεις», συνήθως μετά από ελληνοτουρκική κρίση.
- Η Τουρκία όμως λόγω οικονομικής κρίσης, καταστροφικών σεισμών και με ανάγκη κοινωνικών δαπανών, αλλά και αντιμετωπίζοντας διόγκωση κόστους περαιτέρω εξέλιξης εγχώριων αμυντικών συστημάτων, μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα διατήρησης υψηλών αμυντικών επενδύσεων.
Δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου να κάνει ανάλυση του «πως και γιατί φτάσαμε έως εδώ». Αυτό είναι πολύ ευρύτερο θέμα και μπορεί κανείς να επικαλεστεί χρόνιες ελληνικές κακοδαιμονίες, υστερήσεις, κρίσεις, πολιτικές και κοινωνικές αστοχίες. Αυτό που μπορούμε όμως να καταγράψουμε ως δική μας άποψη, είναι το εξής:
Η χώρα μας έχοντας ανάγκη ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να διατηρήσει για αρκετά χρόνια ακόμη υψηλές αμυντικές δαπάνες, πάνω από το 3% του ΑΕΠ μας. Τόσο για να αναπληρωθεί το τεράστιο μνημονιακό κενό, όσο και να προσαρμοσθεί η άμυνα μας σε νεότερα πρότυπα, δόγματα, τεχνολογίες και κυρίως διδάγματα που μας δίνει η Ουκρανική κρίση, που ανατρέπει πολλές «σταθερές σκέψης». Και βέβαια για να μπορεί η αμυντική ισχύς μας να ανταπεξέλθει στο πιο δυσμενές σενάριο πολέμου και όχι σε φαντασιώσεις «συγκρούσεων ολίγων ημερών».
Η παραπάνω ανάγκη είναι οριακά δυνατό να ικανοποιηθεί με μια οικονομία που βελτιώνεται, όχι κατ’ ανάγκη με ραγδαίους ρυθμούς -τέτοιες υποσχέσεις είναι και χωρίς περιεχόμενο μιας και η διεθνής συνθήκη είναι ανεξέλεγκτη αλλά και γιατί η δική μας οικονομία έχει μεγάλη εποχικότητα και αστάθεια- αλλά έστω με ορατούς. Το ζήτημα είναι όμως, όπως ήδη γράψαμε πως κάθε ευρώ, κάθε σεντ, που θα πηγαίνει στην Άμυνα πρέπει να έχει τη μεγίστη απόδοση. Απαιτείται λοιπόν:
Α. Απόλυτος περιορισμός μη αποδοτικών και μη σχετικών με την αμυντική μας ισχύ δαπανών. Δεν μπορεί δηλαδή ο Στρατός μας (όλοι οι Κλάδοι) να συνεχίσει να συντηρεί δομές, θέσεις, βάσεις, στρατόπεδα, εγκαταστάσεις γενικότερα, διοικήσεις, κανονισμούς, υποχρεώσεις, ρόλους κ.λπ. που δεν συνεισφέρουν σε τίποτα παρά μόνο σε γραφειοκρατία, συντήρηση θέσεων, εντυπώσεις, εξυπηρέτηση παλαιών αντιλήψεων και οργανωτικών σχημάτων, όπως και κάλυψη άλλων κρατικών κενών. Χρειάζεται αυστηρή λιτότητα σε όλα, με το στράτευμα αυστηρά προσανατολισμένο στο στόχο του και τίποτα άλλο.
Β. Κάθε νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα οφείλει να εξυπηρετεί υπαρκτή ανάγκη αλλά και κυρίως μελλοντική απειλή, όσο μπορεί αυτή να προβλεφθεί. Όπλα που αγοράζονται γιατί «κάποτε είχαμε κάτι παρόμοιο και τώρα δεν λειτουργεί πλέον» είναι εσφαλμένη αντίληψη. Είναι μεγάλες οι αλλαγές δόγματος που ήδη γίνονται και με ριζικές ανακατατάξεις στην προτεραιοποίηση των εξοπλιστικών αναγκών. Οι οποίες απαιτούν υψηλή τεχνολογία και διακλαδικότητα, πέρα από κάθε προηγούμενο.
Γ. Είναι σημαντικό να ενισχυθούν οικονομικά τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να σταματήσει η αιμορραγία εξόδου τους σε παραγωγική ηλικία, όταν δηλαδή θα πρέπει να «επιστρέψουν» την εμπειρία που έχουν αποκτήσει. Η οικονομική ενίσχυση απαιτείται και για να γίνουν οι ΕΔ επαγγελματικά ανταγωνιστικές. Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται και μια πλήρης αξιολόγηση των στελεχών, για το πως προσφέρουν. Ενώ μιας και αντιμετωπίζουμε δημογραφικό πρόβλημα, για το οποίο διεθνώς δεν έχει βρεθεί επίλυση, αλλά και να βρεθεί θα απαιτήσει δεκαετίες, είναι κρίσιμο να ανασυσταθεί ο θεσμός μιας «λαϊκής άμυνας» με αποδοτικές εφεδρείες, συνεχή επανεκπαίδευση και εξειδίκευση, που δεν θα αποτελούν συμπλήρωμα, αλλά καίριο στοιχείο αποτροπής.
Σε κάθε περίπτωση η παράθεση στοιχείων όπως τα παραπάνω δείχνει το εξής: Η διαφορά Ελλάδος-Τουρκίας σε αμυντικές δαπάνες είναι σημαντική, το διάστημα 2000-2022 ήταν για εμάς καταθλιπτικό, δεν προβλέπεται το κενό και η υστέρηση να μειωθούν εύκολα. Άρα η χώρα μας οφείλει να σχεδιάσει μια δική της ειδική πολιτική Άμυνας, τόσο σε εξοπλισμούς, αμοιβές και κουλτούρα που να δρα πολλαπλασιαστικά των όποιων δικών μας επενδύσεων. Αλλιώς στο συναγωνισμό «χρήμα προς χρήμα» είμαστε ήδη ηττημένοι.