Στο δημόσιο διάλογο αλλλά και στη δημόσια… σύγχιση έφθασε η υπόθεση του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη και για το ποιά θα είναι από τώρα και στο εξής η επιτρεπόμενη χρήση του. Υπήρξε όμως ένας όγκος πληροφορίας που διακινήθηκε αλλά με πολλά προβλήματα, τόσο ατυχών συγκρίσεων, όσο και αποσπασματικών εστιάσεων, ώστε να υποστηριχθεί κάποιο συμπέρασμα.
Να κάνουμε λοιπόν όσες διευκρινίσεις μπορούμε παραθέτοντας τη δική μας κριτική, βάζοντας όμως ένα πλαίσιο κατανόησης του όλου θέματος.
1. Αρχικά λοιπόν το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι προφανώς εθνικής σημασίας και υψηλού συμβολισμού. Και η τιμή που αποδίδεται στον “άγνωστο πεσόντα υπέρ της Ελλάδας”, αφορά κυρίως τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά όχι αποκλειστικά. Καθώς πλέον στις αναγραφές του μνημείου έχει συμπεριληφθεί για παράδειγμα και το “Ατλαντικός” ως αναφορά στους νεκρούς του Εμπορικού Ναυτικού κατά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη, ως μνημείο είναι διαχρονικό, έστω και αν οι επιγραφές των πεδίων μαχών, ξεκινούν από τους Βαλκανικούς πολέμους.
2. Επόμενο στοιχειο που πρέπει να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε. Το Μνημείο στην Πλατεία Συντάγματος δεν είναι “αιωρούμενο”. Αντίθετα από κατασκευής είναι ταυτισμένο με την Βουλή των Ελλήνων, η οποία βρίσκεται άνωθεν του και αποτελεί ένα ενιαίο -μαζί της- σύνολο “μνημειακής κατασκευής”.
Και εδώ εκκινεί το μεγάλο ζήτημα: Καθώς όλες οι εκδηλώσεις, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, κινητοποιήσεις κ.ο.κ. που φθάνουν στον “Άγνωστο Στρατιώτη” στην πράξη και σχεδόν ποτέ, δεν αφορούν το μνημείο! Αντίθετα η κάθε πολιτική και κοινωνική δράση, είτε μαζική είτε περιορισμένη, καταλήγει μεν εκεί, αλλά απευθύνεται στο Κοινοβούλιο και συνήθως στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Εδώ ας θεωρήσουμε δεδομένο πως οι διαμαρτυρίες είναι ζωντανό και απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατίας και αποτελούν μέθοδο επικοινωνίας πολίτη-εξουσίας, ενώ η εκδήλωση τους δίπλα/κοντά στο Κοινοβούλιο είναι ιστορικά και πολιτικά κατοχυρωμένη (αλλιώς θα μιλάγαμε και για πλήρη αποξένωση της εξουσίας από το πολιτικό υποκείμενο).
Το ότι όμως στην Ελλάδα υπάρχει η χωροταξική ιδιαιτερότητα και άρα και η δυσκολία διάκρισης, Βουλής-Αγνώστου Στρατιώτη, πρέπει να τονιστεί, καθώς στις περισσότερες χώρες τα αντίστοιχα μνημεία δεν είναι εντός/δίπλα στο κέντρο πολιτικής εξουσίας. Οπότε μπορούν και δημιουργούν ένα δικό τους τοπόσημο.
3. Επόμενο, μιας και αναφέραμε ξένες χώρες: Αν θέλουμε να παραδειγματιστούμε το τι κάνουν για τα αντίστοιχα μνημεία, το πλαίσιο αναφοράς μας οφείλει να είναι εκείνο των δυτικών δημοκρατιών, δηλαδή των πιο πλουραλιστικών κρατικών οργανώσεων. Άρα το τι πράττει ανάλογα η Κίνα, ή η Ρωσία, ή κάποτε ΕΣΣΔ, ή η Βόρεια Κορέα, δεν αποτελούν μέτρο σύγκρισης. Κράτη δηλαδή είτε μονοκομματικά/αυταρχικά έως και στρατοκρατούμενα ή με σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα, δεν μπορεί να αποτελούν για εμάς μέτρο σύγκρισης. Παρεκτός αν προτείνεται και τα άλλα “χαρακτηριστικά” τους, να έρθουν και στην Ελλάδα.
4. Να διευκρινίσουμε λοιπόν, πως στις δυτικές δημοκρατικές χώρες το αντίστοιχο μνημείο αλλά και γενικότερα ο δημόσιος χώρος, δεν φυλάσσεται από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Η απόδοση τιμών γίνεται, όταν γίνεται, από στρατιωτικό προσωπικό και συνήθως μια ειδική μονάδα (στην χώρα μας, την Προεδρική Φρουρά), αλλά η δημόσια τάξη/αστυνόμευση δεν τους αφορά. Αυτή ως ρόλος παραμένει στα Σώματα Ασφαλείας (με τις όποιες εξαιρέσεις, να είναι ειδικών/εκτάκτων αναγκών και με χρήση συγκεκριμένης νομοθεσίας). Οπότε αν κάποιος θέλει να επικαλεστεί κάποια παραδείγματα εξωτερικού ας κάνει και αυτή τη διερεύνηση. Π.χ. στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο μνημείο είναι εντός του εθνικού κοιμητηρίου του Άρλινγκτον, το οποίο όμως είναι στρατιωτική εγκατάσταση. Άρα εντός του, μπορεί η στρατονομία να ασκήσει αστυνομικά καθήκοντα, αλλά σε κάθε περίπτωση τον όποιο ασεβή προς τον χώρο, θα τον παραδώσει στην αστυνομία της περιοχής.
Οπότε κάθε εγχώρια επίκληση του να “αναλάβει ο Στρατός τη φρούρηση του Μνημείου”, όπως αφέθηκε να εννοηθεί τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση περί “ανάθεσης στο υπουργείο Αμύνης τα της φροντίδας και προστασίας του”, είναι λανθασμένη. Και από κυβερνητικής πλευράς διορθώθηκε γρήγορα, όταν διαπιστώθηκε τι πολιτικό αλλά και σοβαρότατο νομικό ζήτημα προκαλούσε. Ενώ βέβαια οι Ένοπλες Δυνάμεις ούτε ρόλο αστυνομικό έχουν, και ελάχιστη σχετική εκπαίδευση υπάρχει και δεν αρμόζει στις ευθύνες τους και ούτε και ως μηχανισμός και διοίκηση είναι πρόθυμες για κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον στο να γίνει το αποτρόπαιο, να έρχονται σε αντιπαράθεση με πολίτες σε πολιτικές διαμαρτυρίες! Εδώ συμπληρώνεται πάντως η απαραίτητη σημερινή διευκρίνιση Δένδια πως “…το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ενώνει τους Έλληνες νυν και αεί. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν πρόκειται να το αντιμετωπίσουν σαν αντικείμενο άσκησης πολιτικής και διχασμού της κοινωνίας. Στην κατεύθυνση αυτή θα κινηθούμε”.
5. Ως ιστορική καταγραφή τώρα, να αναφέρουμε το γνωστό: Πως το συγκεκριμένο κορυφαίο μνημείο έχει ταλαιπωρηθεί πολύ και από όλους τους πολιτικούς/ιδεολογικούς χώρους, αλλά από την ελληνική καθημερινότητα. Πριν φθάσουμε στις κινητοποίησεις κάθε τύπου (διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, πορείες, απεργίες πείνας, συν τις όποιες παρεκτροπές κ.ο.κ.), όλα τα κόμματα επίσης δεν έχουν φροντίσει την προστασία του “Αγνώστου Στρατιώτη”. Για παράδειγμα, την εποχή των μεγάλων προεκλογικών δράσεων των δεκαετιών ’80-90, το πλήθος όλων των πολιτικών σχηματισμών έμπαινε στο χώρο του μνημείου, φθάνοντας στο κεντρικό ανάγλυφο και το κενοτάφιο, με τις ανάλογες μικροφθορές. Και ανάλογα φαινόμενα έχουν εμφανιστεί και πιο πρόσφατα, σε διάφορες διαμαρτυρίες και συγκέντρωσεις μπροστά στο μνημείο, από κάθε – το ξαναλέμε- χώρο, ιδεολογία, ιδεοληψία και αγωνία. Ουδείς λοιπόν μπορεί σήμερα να εμφανίζεται ως “υπερασπιστής της ιερότητας του χώρου”, χωρίς να κάνει την αυτοκριτική του και να αναγνωρίσει και την αδιαφορία του και εκείνη των οπαδών του.

Παράλληλα, στην καθημερινότητα του μνημείου, πολλά είναι τα ευτράπελα και τα γραφικά, που και πάλι “ιερότητα” και “σεβασμό” δεν φανερώνουν. Τι να θυμηθεί κανείς; Απο την για δεκαετίες εμπορική χρήση του; Με φωτογράφους να απαθανατίζουν τους επισκέπτες που ήθελαν απόδειξη “ήμουν στο κέντρο της Αθήνας”; Από τους πωλητές σταριού για να ταίζουν οι περαστικοί τα περιστέρια; Από τους τουρίστες, εξωτερικού και εσωτερικού, να κάνουν κάθε πόζα μπροστά του, ή δίπλα στους Εύζωνες, μέχρι σημείου να παρεμβαίνουν οι επόπτες για να αποφευχθούν τα πιο τραγελαφικά; Από τον κάθε μεθυσμένο που μεταμεσονύχτια έφθανε στο χώρο; Μια αναζήτηση στην ειδησεογραφία θα δείξει πόσα έχουν συμβεί. Και βεβαίως ασέβεια είναι το να χορεύεις στο μνημείο, να πίνεις εκεί το απεριτίφ σου, ή ως πολιτικό πρόσωπο να χαριεντίζεσαι με τους φίλους/ψηφοφόρους σου και να βγάζεις “selfie”, ακόμη χειρότερα να εφορμάς για “κατάληψη των ανακτόρων” από τις παρακείμενες σκάλες, να κρεμάς πανό, να ξαπλώνεις στο κενοτάφιο, να απλώνεις επάνω του σημαίες και συνθήματα και ό,τι ακόμη έχει διαδραματιστεί. Ενώ εδώ μόνο ως σχετικισμός μπορεί να καταγραφεί η… αψιμαχία του πόσο κάθε κομματική συγκέντρωση, ή πολιτική διαμαρτυρία “πάτησε ή δεν πάτησε” πλήρως το μνημείο, λες και ο σεβασμός προσμετράται με τη μεζούρα και το τετραγωνικό μαρμάρου.

Δυστυχώς λοιπόν το εθνικό αυτό μνημείο δεν τιμήθηκε διαχρονικά όπως έπρεπε, ούτε δημιουργήθηκε σε βάθος χρόνου ένα κοινά αποδεκτά πλαίσιο συμπεριφοράς στο χώρο. Ούτε καν υπάρχει μια επιγραφή που να επισημαίνει τι σηματοδοτεί και ποια ή αναμενόμενη στάση των επισκεπτών!
Για να μην αισθανόμαστε “μόνοι” εδώ. Ταραχές, διαδηλώσεις, κοινωνικές διαμαρτυρίες, αλλά και ανόητες συμπεριφορές, έχουν συμβεί διεθνώς πολλές φορές και σε πολλά αντίστοιχα μνημεία, είτε πολύ κοντά τους. Και συνήθως όχι ως πρόθεση προσβολής τους αλλά ως απόπειρα τονισμού του όποιου αιτήματος, ως χρήση αν θέλει κανείς, του ισχυρού μνημειακού συμβολισμού, ως εφαλτηρίου δημοσιότητας. Και αυτό δεν είναι κατ΄ανάγκη ‘σφάλμα’ ή για ποινικοποίηση, καθώς κάθε ζωντανή και δημοκρατική κοινωνία, οφείλει να έχει πλαίσιο ανοχής των κοινωνικών αιτημάτων και εκδηλώσεων και κάθε σχετική ισορροπία είναι λεπτή.

6. Επόμενο στοιχείο και σημερινό: Η τροπολογία που ψηφίζεται στη Βουλή και προβλέπει την ανάθεση στο υπουργείο Αμύνης τη “συντήρηση, τη φροντίδα και την ανάδειξη του Μνημείου” δεν μειώνει το πολυπρόσωπο ευθύνης του χώρου. Έτσι όπως είπαμε, την ευθύνη αστυνόμευσης διατηρεί η Ελληνική Αστυνομία. Ο χώρος παραμένει στην ιδιοκτησία της Βουλής των Ελλήνων. Η συντήρηση του Μνημείου παραμένει και αρμοδιότητα του υπουργείου Πολιτισμού, οπότε όταν αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, εκεί θα συμβουλεύεται. Και βέβαια ο καθαρισμός του χώρου, επαφιέται στο Δήμο Αθηναίων, ίσως να ανατεθεί σε κάποια ιδιωτική εταιρεία όπως ακούγεται. Τέλος και προφανώς, η απόδοση τιμών παραμένει στην Προεδρική Φρουρά, η οποία όμως υπάγεται στο στρατιωτικό γραφείο της Προεδρίας της Δημοκρατίας, σε μια σύνθετη διοικητική επίλυση που δεν είναι παράξενη. Άρα ούτε σήμερα ο “Στρατός θα αναλάβει πλήρως το μνημείο”, όπως ερμηνεύθηκε βιαστικά.
7. Να πούμε και το “πολιτικό” της νέας ρύθμισης, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Η μετάθεση κάποιας “ευθύνης” για το μνημείο στο ΥΠΕΘΑ, αποσκοπεί και στο να φέρει σε δύσκολη θέση τον υπουργό κ. Νίκο Δένδια. Και μάλιστα να τον εκθέσει ενώπιον του πιο συντηρητικού κοινού της Νέας Δημοκρατίας, ότι “δεν κάνει τίποτα, ή δεν θέλει να “καεί” για να αντιμετωπίσει τα… τσαντήρια των Τεμπών”. Αυτά λέγονται στο δημόσιο χώρο και στα πολιτικά παρασκήνια, και δεν μπορούμε να μην τα καταγράψουμε.
Άρα η πρωτοβουλία να “γίνει κάτι για το ιερό μνημείο” περιγράφει κυρίως μια δράση ώστε να ικανοποιηθεί ένα κοινό που είχε ενοχληθεί από την πρόσφατη απεργία πείνας και τη πολύμηνη διαμαρτυρία για τα “Τέμπη” εκεί, αλλά και για να εξελιχθεί μια ακόμη εσωκομματική καντρίλια στο κυβερνών κόμμα. ‘Οπου ο Ν. Δένδιας προβάλλει ως ο δημοφιλέστερος υπουργός (και με τις όποιες φιλοδοξίες του), οπότε βρέθηκε μια φόρμουλα “δοκιμασίας” του και πιθανά και ακύρωσης του. Και διαλέχθηκε ως τέτοια, αφού είχε προηγηθεί από τον ίδιο η τοποθέτηση ότι κατανοεί την διαμαρτυρία του Πάνου Ρούτσι μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη… Δηλαδή σαφώς βλέπουμε να στήνεται μια “παγίδα” κομματικών ισορροπιών, που βέβαια δεν μπορεί να απασχολεί την ευρύτερη κοινωνία.

8. Επόμενο στοιχείο και κρίσιμο καθώς αφορά τη σημερινή εικόνα/δράση γύρω από το τραγικό των “Τεμπών”. Όπου σταδιακά μια κοινωνική συσπείρωση έγραψε στον ευρύτερο χώρο των ονόματα των 57 νεκρών, έκανε κάθε βράδυ εκεί μια συγκέντρωση μνήμης, άναβε κεριά, με την διαμαρτυρία να εξελίσσεται σταδιακά σε όγκο και συμμετοχή, για να μεγιστοποιηθεί με την απεργία πείνας του τραγικού Πάνου Ρούτσι.
Εδώ χρειάζεται πάλι ένας ορισμός πλαισίου, ή μια συμφωνία αρχής: Ότι δηλαδή το θέμα δεν είναι “αισθητικής” φύσεως. Αν δηλαδή αρέσουν σε πολλούς ή λίγους οι εικόνες με μια σκηνή, με αφίσες με συνθήματα, ή με περιχαρακωμένο το χώρο των ονομάτων των νεκρών με γλαστράκια και κεριά. Ευτυχώς σε δυτικές δημοκρατίες, η αισθητική των κοινωνικών διαμαρτυριών δεν αποτελεί αδίκημα!
Οπότε να εξελίξουμε τη σκέψη πως το κρίσιμο και ουσιώδες ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί κάποιος ή κάποιοι, πολλοί ή λίγοι, να διαδηλώνουν, είτε περιστασιακά, είτε σε βάθος χρόνου, δίπλα/κοντά/επάνω στο συγκεκριμένο, εθνικής σημασίας Μνημείο; Είτε μας αρέσει το αίτημα τους, είτε όχι; Είτε είναι του “κόμματος/ιδεολογίας/αντίληψης” μας, είτε όχι; Είτε μας αφορά το αίτημα τους είτε όχι; Είτε τους συνδράμουν και συμπαραστέκουν αρεστά ή μη αρεστά μας πρόσωπα; Να κρίνουμε δηλαδή, βγαίνοντας από τον μικρόκοσμο που ο καθένας διαβιοί και κρίνει μέσα από ένα φίλτρο προσωπικών προτιμήσεων και απαξιώσεων.
Σε αυτό το ερώτημα η σημερινή κυβέρνηση κάνει, στην τροπολογία που έφερε στη Βουλή, τη δική της οριζόντια επίλυση, απαγορεύοντας “οποιαδήποτε υπαίθρια συγκέντρωση” σε όλο το χώρο μέχρι και το πλατύσκαλο στο πεζοδρόμιο της Β. Αμαλίας. Πρωτοτυπεί; Όχι, καθώς παρόμοιες απαγορεύσεις συναντάμε και σε άλλες χώρες της Δύσης, όπου αρκετές έχουν εφαρμοστεί μετά από πολύχρονες διαμαρτυρίες, οπότε κάποια κυβέρνηση αποφάσισε μια “χωροταξική” ρύθμιση για την επιτρεπόμενη δράση σε μνημειακούς χώρους μεγάλης αξίας. Είναι σύνομη μια τέτοια απόφαση; Κατ’ εκτίμηση μας – χωρίς όμως ειδική νομική γνώση- ναι, αν και ήδη κόμματα της αντιπολίτευσης έθεσαν θέμα αντισυνταγματικότητας (που απορρίφθηκε).
Σε κάθε περίπτωση, μια “απαγόρευση συναθροίσεων” εκεί, ενώ διαχρονικά η Πλατεία Συντάγματος και οι γύρω χώροι παραμένουν -και θα συνεχίσουν- πεδίο κοινωνικών και πολιτικών διαμαρτυριών, θα δοκιμαστεί στην πράξη πόσο μπορεί να εφαρμοστεί. Δεν είναι αισιόδοξη πάντως η εμπειρία.
Τι είναι αρνητικό; Πως η “τακτοποίηση χρήσης” του χώρου γύρω από το εθνικό μνημείο δεν γίνεται σήμερα και τώρα, μετά από κάποια μελέτη, διακομματική συναίνεση, δημόσια συζήτηση, ή με ενδελεχή παρουσίαση επιχειρημάτων και με παρουσίαση εναλλακτικών λύσεων. Αλλά γίνεται για άλλους, πιο τρέχοντες, λόγους. Ώστε το κυβερνών κόμμα να αποσύρει μια διαμαρτυρία που το θίγει (για το ζήτημα των Τεμπών, που παραμένει ακίδα στα πλευρά του και για την οποία φέρει σοβαρότατη ευθύνη διαχείρισης με σωρεία αστόχων ενεργειών), για να ικανοποιηθεί ένα σεβαστό μέρος του κοινού που έχει ενοχληθεί από την διαμαρτυρία στο χώρο, αλλά και ως δράση “κατά ανερχόμενου πολιτικού” ως… παράπλευρο όφελος!
Οπότε εμφανίζεται και ένα θολό πλαίσιο εμπλοκής των Ενόπλων Δυνάμεων με το μνημείο, κάτι σε “διαχείριση πολιτιστικής κληρονομιάς”, που δεν υπάρχει ούτε μεγάλη ειδίκευση ούτε αποτελεί και αρμοδιότητα τους.
Η ιστορία ως ζώσα συνθήκη
Για να μην αποφύγουμε το κρίσιμο ερώτημα που διατυπώθηκε παραπάνω: Η ελληνική ιδιομορφία, η χωροταξική συνύπαρξη Βουλής και “Αγνώστου Στρατιώτη”, όπως και η ιστορική μας παράδοση, έχουν ταυτίσει την πλατεία, τους γύρω δρόμους και βέβαια το μνημειακό χώρο, ως μόνιμο και κεντρικό σημείο πολιτικής και κοινωνικής έκφρασης. Πότε ήπιας και ειρηνικής, πότε -και δυστυχώς- βίαιης.
Και είναι όλη η περιοχή ένα ζωντανό “μνημείο” ιστορίας, από τις 3 Σεπτεμβρίου του 1843 όταν μπροστά στο τότε παλάτι (σήμερα Βουλή), συγκεντρώθηκε το πλήθος μαζί με στρατό για να ζητήσει Σύνταγμα και δημοκρατία. Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι βέβαια μεταγενέστερο, αλλά σε όλη την δική του ιστορία ο “άγνωστος πολεμιστής” στην νεκρική του ακαμψία, έχει γίνει μάρτυρας των σημαντικότερων γεγονότων της νεοελληνικής διαδρομής. Διαδηλώσεις και εκδηλώσεις και γιορτές και διαμαρτυρίες και συσπειρώσεις για τη Δημοκρατία, την Απελευθέρωση, την Ένωση για την Κύπρο, για την Μεταπολίτευση, των πολλών νεκρών κατά τα Δεκεμβριανά του 1944, για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, για κάθε κοινωνικό, πολιτικό, διεθνές, οικονομικό, πολιτισμικό, παραταξιακό, κλαδικό ακόμη αίτημα, για κάθε ειδική, σπάνια, ευγενή, μα και αφελή και μικροπολιτική διεκδίκηση. Στην ίδια διαδρομή, το μνημείο έχει τιμηθεί εκατοντάδες χιλιάδες φορές από απλούς πολίτες, επισήμους και ξένους, μα έχει επίσης βεβηλωθεί και “πατηθεί” πολλές φορές και με κάθε τρόπο. Άρα παραμένει προβληματική η δημόσια διαχείριση του και η απόδοση του οφειλόμενου σεβασμού.

Τι θα μπορούσε να γίνει; Αρχικά μια οριοθέτηση, ένα ξεκαθάρισμα που “αρχίζει και που τελειώνει” το μνημειακό μαζί με την αντίστοιχη σήμανση/διακριτική περίφραξη. Μετά ένα κάλεσμα, αυτό το οριοθετημένο να γίνει σεβαστό από κάθε πολίτη, ακόμη και στη μεγαλύτερη αγωνία του. Στη συνέχεια μια δοκιμή της ίδιας της κοινωνικής απάντησης, στο πόσο δηλαδή “αντέχουμε” και χωρίς το φόβητρο “έως ενός έτους φυλακή” (όπως προβλέπει η σημερινή τροπολογία, δηλαδή ως πλημμέλημα που θα μετατρέπεται σε πρόστιμο), να συνδυάσουμε τη δημοκρατική διαμαρτυρία και διεκδίκηση με το σεβασμό σε ένα κενοτάφιο μακράς ιστορικής αποτίμησης και διαμόρφωσης εθνικής ιδέας.
Μια δηλαδή πρόκληση για το σύνολο της χώρας, αν μπορεί να διακρίνει – και πιστεύουμε πως μπορεί- το σημαντικό και το συμβολικά ιερό από το χωρικά και ανεμπόδιστα θεμιτό της ελευθερίας της έκφρασης. Και το παραπάνω να γίνει χωρίς κάποια κυβερνητική παρέμβαση αλλά και αντιπολιτευτικά επιφανειακή κριτική και δραματοποιημένη μεγαλοστομία. Πρώτα αυτά δηλαδή αναμέναμε και μετά τη νομοθετική ρύθμιση που έρχεται ξαφνικά και χωρίς διασφάλιση της εφαρμογής της. Και με μεγάλη πιθανότητα δημιουργίας μιας ακόμη “γραμμής” αντιπαράθεσης στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Καταληκτικά, φοβόμαστε πως το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, που πράγματι “ανήκει σε όλους”, θα συνεχίζει να ταλαιπωρείται. Από μια γενικώς δυσφορούσα κοινωνία με χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς (όχι αδικαιολόγητα), από ένα διαχρονικά ισχυρό κομματισμό που ανάλογα το πότε κάθε πολιτικός σχηματισμός “καβαλά” το άνωθεν του μνημείου, αισθάνεται πως δικαιώνεται στο πως ελέγχει το… κάτωθεν, από επιλεκτική αιτιολόγηση των εκεί κοινωνικών δράσεων (“καλές” αν τα κάνουν οι δικοί μας, “κακές” αν τα κάνουν οι απέναντι), από επικράτηση των γνωστών και αγνώστων λαϊκιστών, που είτε από βήματος, είτε στον μεγάλης διάχυσης δημόσιο μα αποσπασματικό λόγο, επιρρίπτουν ευθύνες όπου διευκολύνονται.
Το κενοτάφιο έτσι και μετά την όποια ρύθμιση, μάλλον θα παραμείνει υπο διάβρωση: και από την αμφίπλευρη πολιτική και πολιτισμική κενολογία και από την κενότητα προθέσεων αλλά και από τη κενοδοξία “μεγάλων λόγων και έργων”, που μένουν στο σημαίνον χωρίς όμως να συνδέονται και με το σημαινόμενο της κοινωνικής αναζήτησης.