Το F-35 Lightning II αποτελεί ένα από τα πιο προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη στον κόσμο, και κατασκευάζεται από την Lockheed Martin στο πλαίσιο του προγράμματος Joint Strike Fighter (JSF) των ΗΠΑ. Το πρόγραμμα αυτό, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός μαχητικού πολλαπλών ρόλων, ικανού να καλύψει τις ανάγκες διαφορετικών κλάδων των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Το αεροσκάφος διατίθεται σε τρεις εκδόσεις, το F-35A για συμβατική απογείωση και προσγείωση, το F-35B για βραχεία απογείωση και κάθετη προσγείωση, και το F-35C, το οποίο είναι ειδικά σχεδιασμένο για επιχειρήσεις από αεροπλανοφόρα.
Το F-35C, γνωστό και ως Carrier Variant (CV), αναπτύχθηκε ειδικά για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και τους Πεζοναύτες, με στόχο την αντικατάσταση παλαιότερων μαχητικών F/A-18Α/Β/C/D Hornet σε επιχειρήσεις από αεροπλανοφόρα. Η πρώτη πτήση του πρωτοτύπου πραγματοποιήθηκε το 2010, και εισήλθε σε υπηρεσία το 2019. Σε αντίθεση με το F-35A, το οποίο προορίζεται για χρήση από αεροδρόμια με συμβατικούς διαδρόμους, το F-35C είναι βελτιστοποιημένο για το σύστημα CATOBAR (Catapult Assisted Take-Off But Arrested Recovery), που χρησιμοποιεί καταπέλτες για απονήωση και συρματόσχοινα για προσνήωση σε πλοία.

Αυτό απαίτησε όπως ήταν λογικό, μια σειρά από δομικές προσαρμογές που το καθιστούν πιο ανθεκτικό στις ακραίες συνθήκες των θαλάσσιων επιχειρήσεων από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, όπως οι υψηλές δυνάμεις κατά την προσνήωση και η έκθεση σε αλμυρό περιβάλλον.
Το μήκος του F-35C είναι 15,67 μέτρα, ανεπαίσθητα μεγαλύτερο από τα 15,65 μέτρα του F-35A, μια διαφορά κρίσιμη για την ενσωμάτωση του επιπλέον εξοπλισμού. Το ύψος φτάνει τα 4,48 μέτρα έναντι 4,39 μέτρων του F-35A, λόγω του ενισχυμένου συστήματος προσγείωσης. Η πιο εμφανής διαφορά είναι στο εύρος των πτερύγων, όταν το F-35C έχει εύρος 13,1 μέτρων, σε σύγκριση με τα 10,7 μέτρα του F-35A, που μεταφράζεται σε αύξηση κατά 22,4%. Αυτό το μεγαλύτερο εκπέτασμα, σε συνδυασμό με πτερυγική επιφάνεια 62,06 τετραγωνικών μέτρων έναντι 42,74 του F-35A, βελτιώνει την άντωση σε χαμηλές ταχύτητες, κρίσιμη παράμετρος για τις προσνηώσεις σε αεροπλανοφόρα.
Οι πτέρυγες του F-35C είναι πτυσσόμενες στα άκρα, μειώνοντας το χώρο αποθήκευσης στα πλοία κατά περίπου 20%. Φυσικά το F-35C διαθέτει ενισχυμένο σύστημα προσγείωσης, με διπλό ριναίο τροχό και ισχυρότερα αμορτισέρ, ικανά να απορροφούν δυνάμεις έως και 7,5 g. Το άγκιστρο προσνήωσης στο F-35C είναι σχεδιασμένο για πολλαπλές χρήσεις, σε αντίθεση με το F-35A που έχει ένα απλούστερο, μίας χρήσης για έκτακτες ανάγκες.
Η δομή του περιλαμβάνει επίσης ενισχυμένες αρθρώσεις και μεγαλύτερα πτερύγια ελέγχου, όπως ailerons και flaps, ενώ η συνολική αεροδυναμική του είναι βελτιστοποιημένη για μειωμένη αντίσταση σε χαμηλές ταχύτητες, με συντελεστή άντωσης που είναι περίπου 15% υψηλότερος από αυτόν του F-35A σε ταχύτητες κάτω των 200 κόμβων.
Αυτές οι ενισχύσεις αυξάνουν το κενό βάρος του F-35C στα 15.785 κιλά (34.800 λίβρες), σημαντικά υψηλότερο από τα 13.290 κιλά (29.300 λίβρες) του F-35A, δηλαδή κατά περίπου 18,8%.
Και τα δύο αεροσκάφη μοιράζονται τον ίδιο κινητήρα Pratt & Whitney F135-PW-100, ένα turbofan με ώση 120 kN (28.000 lbf) και 190 kN (43.000 lbf) με μετάκαυση, που επιτρέπει υπερηχητικές ταχύτητες.
Το σύστημα ελέγχου πτήσης στο F-35C περιλαμβάνει επιπλέον ailerons στα πτυσσόμενα τμήματα των πτερύγων, βελτιώνοντας τον έλεγχο σε χαμηλές ταχύτητες και συνθήκες θυέλλης, κατά 20% σε σχέση με το F-35A, το οποίο βασίζεται σε πιο απλή διάταξη για υψηλότερη ευελιξία σε υψηλές ταχύτητες.
Η σχέση ώσης/βάρους είναι 0,75 σε πλήρες καύσιμο για το F-35C (0,91 στο 50%), χαμηλότερη από το 0,87 (1,07) του F-35A κατά 13,8%, κάνοντας το F-35A πιο ευέλικτο σε υψηλές ταχύτητες και ελιγμούς. Το ανώτατο ύψος πτησης είναι 15.000 μέτρα (50.000 πόδια) και για τα δύο, αλλά το F-35C έχει καλύτερη απόδοση σε χαμηλά υψόμετρα λόγω μεγαλύτερων πτερύγων, με ταχύτητα ανόδου που είναι όμως περίπου 5% χαμηλότερη.
Η πτερυγική φόρτιση του F-35C είναι χαμηλότερη, γύρω στα 446 kg/m² με πλήρες βάρος έναντι 526 kg/m² του F-35A, βελτιώνοντας την απόδοση σε χαμηλές ταχύτητες, οπότε έχει και καλύτερο παρατεταμένο ρυθμό στροφής κατά περίπου 10% σε σχέση με το -Α. Το όριο φορτίσεων g είναι +7,5 για το F-35C έναντι +9 για το F-35A, αντανακλώντας την προτεραιότητα στη μεγαλύτερη εμβέλεια και την αντοχή στην προσνήωση παρά στην ευελιξία.
Στα ηλεκτρονικά, και τα δύο μοιράζονται το ολοκληρωμένο σύστημα με τροφοδοσία 270 VDC , μπαταρίες ιόντων λιθίου και προηγμένο σύστημα διαχείρισης θερμικών φορτίων(PTMS), αλλά το F-35C έχει προσαρμογές για επικοινωνία με ναυτικά δίκτυα μεταφοράς δεδομένων, με μετατροπές στα Link 16 και MADL (Multifunction Advanced Data Link), με έμφαση στην ανθεκτικότητα σε ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές από πλοία. Οι μετατροπές αύξησαν την αξιοπιστία στο τομέα, κατά 15% σε θαλάσσιο περιβάλλον.
Η stealth τεχνολογία είναι κοινή, αλλά το F-35C έχει ελαφρώς μεγαλύτερη εσωτερική χωρητικότητα καυσίμου στα 8.960 κιλά (19.750 λίβρες) έναντι 8.278 κιλών (18.250 λίβρες) του F-35A, χάρη σε μεγαλύτερες εσωτερικές δεξαμενές που εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο όγκο των πτερύγων. Αυτό μειώνει την ανάγκη για εξωτερικές δεξαμενές, διατηρώντας το stealth προφίλ, ενώ το αποτύπωμα στο ραντάρ παραμένει παρόμοιο, γύρω στα 0,001 τετραγωνικά μέτρα στην εμπρόσθια όψη.
Στον τομέα των όπλων, το F-35C διαθέτει τις δύο εσωτερικές θυρίδες όπλων παρόμοιες με του F-35A, ικανές να φέρουν έως 8.160 κιλά όπλων συνολικά. Οι εξωτερικές θέσεις φόρτωσης (έξι συνολικά) επιτρέπουν ανάρτηση πυραύλων cruise AGM-158 JASSM ή LRASM.

Μια βασική διαφορά είναι το πυροβόλο, καθώς το F-35A μεταφέρει εσωτερικά το GAU-22/A 25mm με 182 βληματα, ενώ το F-35C χρησιμοποιεί εξωτερικό ατρακτίδιο της Terma με το ίδιο πυροβόλο αλλά με 220 βλήματα.
Οι διαφορές στις επιδόσεις προκύπτουν άμεσα από τις δομικές αλλαγές. Και τα δύο βέβαια φτάνουν μέγιστη ταχύτητα Mach 1,6 (περίπου 1.960 km/h) σε μεγάλο υψόμετρο και Mach 1,06 (1.296 km/h) σε επίπεδο θάλασσας, με ικανότητα υπερηχητικής πλεύσης για 240 km χωρίς μετάκαυση. Ωστόσο, η εμβέλεια του F-35C είναι αναπαίσθητα μεγαλύτερη, με ακτίνα μάχης 1.241 km (670 κόμβοι) με εσωτερικό καύσιμο για αποστολές κρούσης, συγκριτικά με τα 1.239 km (669 κόμβοι) του F-35A. Αν και η αύξηση είναι φαινομενικά ελάχιστη, σε πραγματικά σενάρια ναυτικών αποστολών η διαφορά πιστεύεται πως μπορεί να φτάσει το 10-15% λόγω καλύτερης οικονομίας καυσίμου από τις μεγαλύτερες πτέρυγές και τη βελτιωμένη άντωση.

Ακόμη, το F-35C φέρει για εναέριο ανεφοδιασμό, πτυσσόμενο πρόβολο στην δεξιά πλευρά του κοκπιτ, μια πρακτική του Αμερικανικού Ναυτικού, και όχι την υποδοχή boom των F-35.

Έτσι το F-35C μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο “στιβαρή και αποδοτική” έκδοση της οικογένειας F-35 λόγω της ανωτερότητάς του σε ναυτικά περιβάλλοντα, και με μεγαλύτερη εμβέλεια. Αν και τυπικά υστερεί σε ευελιξία, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η λογική του αεροσκάφους είναι πως δεν θα μπεί σε διαδικασία κλειστής αερομαχίας με κάποιον αντίπαλο.

Επιχειρησιακά το F-35C φέρνει την τεχνολογία stealth στο ναυτικό περιβάλλον, λειτουργώντας ως πολλαπλασιαστής δύναμης για ολόκληρο τον στόλο, μοιράζοντας δεδομένα σε πραγματικό χρόνο με άλλα πλοία και αεροσκάφη, καθώς διαθέτει το πλέον ολοκληρωμένο σύνολο αισθητήρων σε μαχητικό, συμπεριλαμβανομένου του ραντάρ AN/APG-81. Ωστόσο, αυτή η έκδοση έρχεται με τσιμπημένο κόστος, καθώς η μέση τιμή flyaway για ένα F-35C ανέρχεται στα 102,1 εκατομμύρια δολάρια, σε σύγκριση με τα 82,5 εκατομμύρια για το F-35A, δηλαδή αύξηση κατά περίπου 23,8%.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το συνολικό κόστος του προγράμματος F-35 για τις ΗΠΑ θα ξεπεράσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια για όλη τη διάρκεια ζωής των αεροσκαφών. Εδώ το F-35C συνεισφέρει αρκετά και με τα υψηλότερα κόστη συντήρησης λόγω της έκθεσής του σε ναυτικές συνθήκες, που απαιτούν συχνότερες επιθεωρήσεις και αντικαταστάσεις εξαρτημάτων, αυξάνοντας τα λειτουργικά έξοδα κατά 20-30% σε σχέση με το F-35A.
Στο πλαίσιο του Block 4, το F-35C θα ενσωματώσει κι αυτό το νέο ραντάρ AN/APG-85 της Northrop Grumman, ένα προηγμένο AESA σύστημα που βελτιώνει την ανίχνευση απειλών, την απόδοση σε ηλεκτρονικό πόλεμο και την αντίσταση σε παρεμβολές. Επίσης θα λάβει όλες τις σχετικές αναβαθμίσεις σε αισθητήρες, λογισμικό και υποδομή υπολογιστών, παραμένοντας στην τεχνολογική πρωτοπορία, μέχρι βέβαια να εμφανιστεί -όποτε συμβεί αυτό- και το επόμενο ναυτικό μαχητικό των ΗΠΑ, 6ης γενιάς.