«Είχαμε μια εξαιρετικά παραγωγική συνάντηση και συμφωνήθηκαν πολλά σημεία. Έχουν απομείνει μόνο πολύ λίγα. Μερικά δεν είναι τόσο σημαντικά. Ένα είναι ίσως το πιο σημαντικό, αλλά έχουμε πολύ καλές πιθανότητες να το πετύχουμε. Δεν φτάσαμε ακόμα εκεί, αλλά έχουμε πολύ καλές πιθανότητες να φτάσουμε.»
Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα από τις δηλώσεις Τραμπ στους δημοσιογράφους, μετά την συνάντηση που είχε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αλάσκα. Αν βγάζει κάποιος νόημα από τα λεγόμενα θα θέλαμε να το μάθουμε και εμείς. Στην ουσία, και οι δύο ηγέτες με τις κρυπτικές και αόριστες δηλώσεις τους δεν αποκάλυψαν τίποτα, συμφωνία δεν υπήρξε, ούτε καν για μια ολιγοήμερη εκεχειρία, ως ένδειξη έστω κάποιας καλής θέλησης από τη Μόσχα, ή ως επίτευγμα της αμερικανικής πίεσης για “λήξη του πολέμου”.
Πως μπορούμε λοιπόν να αποτιμήσουμε και να εκτιμήσουμε τη συνάντηση αυτή, που παρά το ασαφές της, σαφώς (sic) έχει γεωπολιτική σημασία; Οργανώνουμε τα κύρια σημεία ενδιαφέροντος ως εξής:
1. ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΣΚΛΗΡΗΣ ΙΣΧΥΟΣ: Με υποδοχή του Πούτιν σε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ, και μάλιστα βάση “πρωταγωνίστρια” στην αναχαίτιση των ρωσικών βομβαρδιστικών, που κατά καιρούς κάνουν κοντινά περάσματα από την Αλάσκα, ο Τραμπ έκανε αυτό που αποτελεί και δικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα. Την πομπώδη επίδειξη ισχύος, όσο πιο εμφατικά γίνεται κιόλας. Έτσι είχαμε στο έδαφος, σε παράταξη μαχητικά F-22, όπως και επιθετικά ελικόπτερα Apache, να χρησιμεύουν ως “σκηνικό” υποδοχής του Ρώσου ηγέτη, ενώ από πάνω του να κάνουν πέρασμα, μαχητικά F-35 και ένα βομβαρδιστικό B-2. Ότι δηλαδή τελευταίας τεχνολογίας αεροσκάφη διαθέτει η Αμερικανική Αεροπορία, όλα stealth, και ως ξεκάθαρη υπενθύμιση πως “οι ΗΠΑ έχουν εκατοντάδες από ότι βλέπετε, ενώ η Ρωσία ακόμη πασχίζει να παράγει μερικές δεκάδες δικά της Su-57”. To νόημα ήταν διαυγές, προκλητικό και τελείως ασυνήθιστο, καθώς σε επισκέψεις ξένων ηγετών εντός ΗΠΑ (αλλά και διεθνώς), δεν οργανώνονται τέτοια σκηνικά στρατιωτικής ισχύος στην υποδοχή.
🔥 THIS is how you negotiate.
Trump forced Putin and his motorcade to drive past a HUGE lineup of F-22s and attack helicopters on his way to the meeting…
… Immediately after buzzing Putin’s head with a B-2 Stealth Bomber
It’s pretty obvious who’s in the power position 🇺🇸 pic.twitter.com/0SF8sqDXQr
— Nick Sortor (@nicksortor) August 15, 2025
2. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ: Έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί η, έστω και με το παραπάνω σκηνικό, υποδοχή του Ρώσου Προέδρου στην Αλάσκα. Σημείο όπου κερδίζει ο Πούτιν, καθώς έως σήμερα ήταν έως και περιβόητη η δυσχέρεια διεθνών επαφών του, καθώς σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο παραμένει το ένταλμα σύλληψης του από το Διεθνές Δικαστήριο. Μια νομική απειλή χαμηλής βέβαια αποτελεσματικότητας (ποια μικρή-μεσαία χώρα θα τολμούσε να τον συλλάβει;), αλλά ισχυρής διπλωματικής βαρύτητας καθώς απαγόρευε τις επισκέψεις του στις περισσότερες. Έτσι ο Πούτιν γινόμενος δεκτός στις ΗΠΑ και με επίσημη υποδοχή και με παρουσία των ΜΜΕ (θα μπορούσε η όλη επικοινωνία να γίνει χωρίς τόση προβολή), εισπράττει διεθνές κύρος που πάντα χρειάζεται και είχε ξοδευθεί από την πλευρά του κατά την εισβολή στην Ουκρανία. Το πόσο είναι αυτό και τι διάρκεια έχει θα το δούμε σε βάθος χρόνου.
Παραμένει όμως στο διεθνή “φακό” ανάλυσης, πως η Ρωσία αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ εκ νέου, όχι μόνο ως “αντίπαλο δέος” αλλά και ως βασικός αναδιανεμητής επιρροών και ισορροπιών. Ως μια αντιπαραβολή και με την Κίνα, η οποία ήδη έχει ανέλθει στη δεύτερη θέση ισχύος διεθνώς, ενώ ειδικά στην παραγωγική δυναμική έχει τα πρωτεία. Μια εξέλιξη λοιπόν που ευνοεί την Ρωσία, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμών που ενισχύουν -προσωρινά κατά την εκτίμηση μας- την προσπάθεια της να δημιουργήσει ένα νέο φιλικό της διεθνή περίγυρο, είτε με απευθείας συννενοήσεις, είτε μέσω πολυπολικών συσχετισμών και οργανισμών, όπως οι χώρες BRICS, ή εκείνες του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Χωρίς όμως να ξεχνάμε και τις πρόσφατες ρωσικές απώλειες επιρροής, ειδικά σε Συρία, Αρμενία και Ιράν, όπου αποδείχθηκε μεγάλη η αδυναμία της Μόσχας να παρέμβει ουσιωδώς. Άρα συνεχίζεται η ρευστότητα σε ότι αφορά την πραγματική ρωσική διπλωματική βαρύτητα.
3. ΑΥΤΟΠΡΟΒΟΛΗ ΤΡΑΜΠ: Το παραπάνω, περί “προσφοράς κύρους στον Πούτιν” πρέπει όμως να το κατανοήσουμε από την αστείρευτη ανάγκη του Ντοναλντ Τραμπ για δική του προβολή και επιβεβαίωση. Και έχοντας πάντα υπόψη μας, πως οι διεθνείς σχέσεις κατά Τραμπ ερμηνεύονται από 2 σταθερές: Το πως αυτές προσφέρουν αίγλη στον ίδιο και πως μπορεί να τις δομήσει, εκμαιεύοντας κάποιο απτό όφελος -κυρίως οικονομικό- για τις ΗΠΑ, έστω και βραχυπρόθεσμα. Έτσι από τη στιγμή που αποφάσισε να καλέσει τον Πούτιν στις ΗΠΑ, ώστε να εμφανιστεί ο ίδιος ως “μέγας ειρηνοποιός” και “κύριος μοχλός αλλαγής στις διεθνείς σχέσεις” ήταν δεδομένο πως θα προσέφερε κύρος στον Ρώσο πρόεδρο, ώστε ανταποδοτικά και αυτόματα να ανεβάσει και το δικό του. Καθώς όσο πιο “ισχυρός” εμφανίζεται ο καλεσμένος (και με ενθουσιασμό στην υποδοχή του…), τόσο ισχυρότερος του, καθίσταται ο οικοδεσπότης.

Μπορεί η περιγραφή αυτή να φαντάζει απλοϊκή, αλλά η εξωτερική πολιτική του Τραμπ είναι τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο τέτοιας φιλοσοφίας και δεν χρειάζεται υπερανάλυση κινήτρων και αναζήτηση κινήσεων πολλαπλών επιπέδων. Καθώς παραμένει στην μονοθεματική της διαχείριση ως μια διαρκής φανταστική διαμάχη και σε προσωπικό επίπεδο κιόλας, “ισχυρών διεθνών παραγόντων”, όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος εμφανίζεται-αυτοπροβάλλεται ως “τελικά νικητής”. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Τραμπ συνεχώς περιγράφει τον Πούτιν, τον Ξι της Κίνας, τον Κιμ της Βόρειας Κορέας, τον Χαμενεϊ του Ιράν, ως “σκληρούς τύπους” που όμως “δεν θα με ξεγελάσουν, όπως έκαναν με τους προηγούμενους μαλθακούς Αμερικανούς προέδρους”.
Έτσι δημιουργεί ένα μάλλον πρωτοφανές για τις διεθνείς σχέσεις επίπεδο διαχείρισης, όπου δεν πρωτεύει το εθνικό συμφέρον (το κυνικά κατανοητό), αλλά η αυτοαποθέωση, και το ακόλουθο σερβίρισμα στο εγχώριο κοινό διαρκών “επιτυχιών”, ώστε και αν αυτές είναι παροδικές, ανεδαφικές, ακόμη και αρνητικές σε βάθος χρόνου.
Την ανάγκη αυτή την έχουν κατανοήσει πλέον και οι διεθνείς παράγοντες, που ασκούνται σε ένα κρεσέντο κολακείας του Τραμπ, ακόμη και με το πιο χυδαίο τρόπο (π.χ. το Κατάρ δωρίζοντας του… ένα πολυτελές Boeing 747 που του είχε ξεμείνει), και υποσχόμενοι επενδύσεις εκατοντάδων δις δολαρίων στις ΗΠΑ σε κάποιο “επόμενο χρόνο”, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα υλοποιηθούν στο σύνολο τους, αλλά σαφώς αγοράζουν χρόνο αμερικανικής ευμένειας, μέχρι να λήξει η θητεία Τραμπ. Το ίδιο γίνεται και εντός των ΗΠΑ, με μεγάλες εταιρείες να αναγγέλουν επίσης εγχώριες επενδύσεις εκατοντάδων δις (όπως είχαν κάνει και στην 1η θητεία Τραμπ, χωρίς να υλοποιηθούν στη μεγαλόσχημη περιγραφή τους), που στην πράξη κι αυτές “κάποτε θα ξεκινήσουν”, ή έτσι κι αλλιώς θα γίνονταν λόγω προγραμματισμού, αλλά πλέον παρουσιάζονται ως “δώρο προς τον πατέρα-ηγέτη”.
4. ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΑΔΙΕΞΟΔΟΥ: Το αναφέραμε ήδη και ίσως είναι η κύρια διαπίστωση. Μια συνάντηση τόσο υψηλού επιπέδου, όπου μετέχουν ο εισβολέας στην Ουκρανία από τη μια και ο κύριος υποστηρικτής της Ουκρανίας από την άλλη, που δεν καταλήγει ούτε καν σε ένα κοινό σημείο που να μπορεί να ανακοινωθεί διεθνώς, είναι ο ορισμός του αδιεξόδου. Με τον Τραμπ πριν τη διάσκεψη να κατεβάζει κιόλας τον πήχη των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων, και τον Πούτιν να παραμένει στην γνωστή ψυχραιμία και εμμονή στις απαιτήσεις του για “νικηφόρα ειρήνη στην Ουκρανία”. Ο Τραμπ μάλιστα παραδέχθηκε πως αν και είχε υποσχεθεί προεκλογικά να “τελειώσει τον πόλεμο σε μια ημέρα”, αυτό δεν γίνεται και πως η πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολη (μια σπάνια παραδοχή της υπερβολής του).
Ο ίδιος σε συνέντευξη του μετά την συνάντηση (στον Sean Hannity του Fox News), είπε πως “τώρα ο Πούτιν σέβεται τις ΗΠΑ, δεν τις σεβόταν επί Μπάιντεν”, πως συμβουλεύει τον Ζελένσκι να “κάνει μια συμφωνία” και “πως είναι και θέμα των Ευρωπαίων να αναμιχθούν κάπως”, πως είναι σύμφωνος σε μια “τριμερή συνάντηση, με Πούτιν και Ζελένσκι μαζί”, αλλά πως δεν μπορεί να αποκαλύψει ποιο ήταν το βασικό σημείο αντίθεσης. Μια δηλαδή απόλυτη αοριστία που αναμένουμε να δούμε και τη ρωσική περιγραφή, για το πως ερμηνεύεται η συνάντηση από τη δική τους πλευρά.
Είναι χαρακτηριστικό κιόλας -πάλι του αδιεξόδου- πως τη συνάντηση στην Αλάσκα χαιρέτισε και ο Ζελένσκι! Αλλά μάλλον με ανακούφιση γιατί εκεί δεν συντελέστηκαν τα χειρότερα, δηλαδή μια συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας για τον τερματισμό του πολέμου, την οποία μετά θα επέβαλλαν στην Ουκρανία χωρίς περιθώριο διαπραγμάτευσης. Οπότε η έμμεση αναγνώριση από πλευράς Τραμπ και η σιωπηλή αποδοχή Πούτιν (έτσι ερμηνεύεται), πως θα απαιτηθεί σε επόμενη επαφή και η συμμετοχή της Ουκρανίας, ήταν το δυνατόν καλύτερο για το Κίεβο.

5. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, προς το παρόν. Στα μέτωπα της Ουκρανίας η Ρωσία διατηρεί εδώ και πολύ καιρό μια “έρπουσα προώθηση” τετραγωνικών χιλιομέτρων κάθε μήνα, που πρέπει να γίνεται με απίθανη αμφίπλευρη εκατόμβη, αλλά προφανώς έχοντας το μεγαλύτερο απόθεμα ψυχών και υλικών, έχει κάθε λόγο να τη συντηρήσει. Προβλέποντας πως όταν επέλθη κάποια συμφωνία παύσης των εχθροπραξιών (όποιας μορφής, από εκεχειρία έως πλήρη συμβιβασμό), η διατήρηση των κεκτημένων εδαφών, θα είναι βασικό στοιχείο της. Άρα συνεχίζει τον πόλεμο, έστω με αυτή την στατική μορφή του (γιατί δεν μπορεί επιχειρησιακά και κάτι διαφορετικό), μη βρίσκοντας και από την απέναντι διεθνή πλευρά -ΗΠΑ και υπόλοιπης Δύσης- κάποια συναίνεση αντίδρασης.
Είναι ενδεικτικό εδώ πως και η απειλή Τραμπ για “περισσότερες κυρώσεις στη Ρωσία σε 10-12 μέρες”, που είχε εξαπολυθεί στα τέλη Ιουλίου φέτος, δεν υλοποιήθηκε, αντίθετα είχαμε την συνάντηση στην Αλάσκα. Δηλαδή ακριβώς το γεωπολιτικά αντίθετο: αντί για άσκηση πίεσης, μια διπλωματική ρεβεράντζα που “αγόρασε” χρόνο στη Ρωσία, ώστε να παρατείνει τον πόλεμο όσο επιθυμεί. Μόνο και για αυτό το λόγο, η προσέλευση Πούτιν στη συνάντηση είχε αξία για τη Μόσχα, η οποία εμφανίζεται πρόθυμη να ικανοποιήσει το βεβιασμένο και κυκλοθυμικό της αμερικανικής πολιτικής σε αλλεπάλληλους γύρους “τριβής-προσέγγισης”, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ακόμη η Ρωσία σε κάθε περίπτωση διαπιστώνει και την αυξανόμενη δυσκολία του Κιέβου να συντηρήσει την αντίσταση στο πεδίο της μάχης, οπότε προσδοκά και – στην έστω και περιορισμένη- πιθανότητα “ξαφνικής κατάρρευσης”. Που βέβαια μπορεί να συμβεί εκατέρωθεν, μιας και η κόπωση του πολέμου είναι μεγάλη στο επίπεδο των μαχόμενων στην 1η γραμμή.
Τα διδάγματα από την προσέγγιση Τραμπ και “ηγέτη Κιμ”
Να θυμηθούμε εδώ την 1η θητεία Τραμπ, ως οδηγό ανάλυσης των όσων συνέβησαν στην Αλάσκα χθες, αλλά και γενικότερα στην τρέχουσα αμερικανική παρέμβαση στον πόλεμο της Ουκρανίας. Τότε λοιπόν, το 2017, ο Τραμπ αρχικά είχε μια σκληρή στάση έναντι της Βόρειας Κορέας, η οποία μόλις είχε δοκιμάσει τον πρώτο της διηπειρωτικό βαλλιστικό πύραυλο, άρα αποκτώντας ικανότητα -έστω και ελάχιστη- να πλήξει απευθείας τις ΗΠΑ.
Η συνέχεια όμως ήταν της πλήρους ανατροπής, με τον Τραμπ να δοκιμάζει μια νέα πολιτική προσέγγισης, με συνάντηση με τον Κιμ Γιονγκ Ουν στη Σιγκαπούρη το 2018, κάτι ιστορικά πρωτοφανές σε τέτοιο επίπεδο ηγετών. Και εδώ είχαμε τα γνωστά, ο διεθνώς διαβόητος δικτάτορας της Βόρειας Κορέας, με βαριά ρητορική απειλών κατά της Δύσης συνολικά και ειδικά των ΗΠΑ, να αποκτά κύρος και αναγνώριση από αυτή τη απότομη αλλαγή πολιτικής, χωρίς ο ίδιος να παραχωρεί τίποτα. Και εδώ είχαμε τον Τραμπ να πανηγυρίζει για τη συνάντηση και πως αυτή μπορεί να φέρει την “ειρήνη”, αδειάζοντας μάλιστα τη φίλη χώρα Νότια Κορέα, την οποία χαρακτήρισε “προκλητική”! Μάλιστα παραπονέθηκε δημόσια για το πόσο κοστίζει στις ΗΠΑ να διατηρούν ισχυρές δυνάμεις στη Νότια Κορέα, όπως ακριβώς κάνει και σήμερα, λέγοντας το ίδιο για την αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη, όπου απειλεί να αποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό.
Τι ακολούθησε; Νέες συναντήσεις το 2019 των δύο ηγετών, αρχικά το Φεβρουάριο στο Ανόι στο Βιετνάμ, όπου ο Κιμ επέμενε στην άρση των διεθνών κυρώσεων (ότι ακριβώς ζητά και ο Πούτιν σήμερα…), χωρίς αποτέλεσμα. Παρά την αποτυχία αυτής της συνάντησης, ήρθε και δεύτερη τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, πάνω στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας. Αυτή τη φορά η συνάντηση ήταν τριμερής, καθώς μετείχε και ο Πρόεδρος της Νότιας Κορεάς, Moon Jae-in.

Σαφές αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής συνάντησης δεν υπήρξε, παρά κάποιες υποσχέσεις ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες και θα ξεκινήσουν συνομιλίες για τα πυρηνικά της Βόρειας Κορέας. Οι οποίες πράγματι ξεκίνησαν και υπήρξαν κάποιες θετικές κινήσεις από πλευράς Πιονγιάνγκ, με ύφεση της επιθετικής ρητορικής αλλά βραχυπρόθεσμα. Καθώς η Βόρεια Κορέα αποδείχθηκε αδιάλλακτη στο να δεχθεί τον πυρηνικό αφοπλισμό της και ένα χρόνο αργότερα, το 2020, ήδη οι διπλωματικές επαφές είχαν διακοπεί και όλα είχαν επιστρέψει στην πάγια αντιπαράθεση. Με τον Τραμπ στα τελευταία της πρώτης του θητείας να επαναλαμβάνει τις απειλές κατά της Βόρειας Κορέας! Και βέβαια το καθεστώς Κιμ έκτοτε συνεχίζει και επαυξάνει τις δοκιμές κάθε είδους όπλων μεγάλης εμβελείας και την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Για να μην αδικούμε τον Τραμπ: Η τότε πρωτοβουλία του “ξαφνικής προσέγγισης” με τη Βόρεια Κορέα δεν ήταν εξ ορισμού “λάθος”. Σε μακρόχρονες διεθνείς αντιπαραθέσεις όπου τα πάντα έχουν παγιωθεί σε ένα αδιέξοδο εκατέρωθεν απειλών, το να τολμήσει μια πλευρά αλλαγή σκηνικού, πάντα υπάρχει η πιθανότητα αυτό να γίνει θρυαλλίδα θετικών εξελίξεων. Το ζήτημα είναι να κρατά κανείς τις προσδοκίες του τιθασευμένες, να μην υπόσχεται δημόσια πολλά, να έχει κάποιο πλάνο (έστω πρόχειρο) για εξέλιξη των επαφών και κυρίως να έχει μελετήσει καλά την αντίπαλη πλευρά, ώστε να της παρέχει εχέγγυα συνέχισης της διαπραγμάτευσης. Εδώ ήταν η τότε αποτυχία Τραμπ, που καλώς προσπάθησε, αλλά χωρίς κανένα μεθοδολογικό υπόβαθρο και διπλωματική προοπτική, βασιζόμενος στην αστείρευτη αυτοπεποίθηση του πως “θα τα καταφέρει και με τον Κιμ”. Έχοντας μάλιστα ως κύριους συμβούλους του τότε στις διαπραγματεύσεις, την… κόρη του Ιβάνκα και τον γαμπρό του Τζάρεντ Κούσνερ, δηλαδή πρόσωπα τελείως ακατάλληλα και άσχετα των διεθνών σχέσεων.
Βλέπουμε λοιπόν φέτος, σε πολύ πιο σύντομο χρόνο μια περίπου επανάληψη της τότε ιστορίας. Προσέγγιση με τη Μόσχα χωρίς πλάνο, τηλεφωνήματα σε προσωπικό επίπεδο Τραμπ-Πούτιν (καλώς γίνονται), τώρα συνάντηση στην Αλάσκα, ευτελισμό των συμμάχων των ΗΠΑ ως “άσχετων, ανόητων, αδύναμων, αφελών”, μόχλευση υπέρ του αντιπάλου (τότε Βόρεια Κορέα σήμερα Ρωσία), υπεραισιοδοξία, μετά εγκλωβισμός στην σταθερότητα της αντίπαλης πλευράς, που δεν βλέπει -και ορθά- ούτε κάποια νέα ειδική απειλή ούτε κάποια ειδική υπόσχεση στο να αλλάξει την πολιτική της.
Συμπερασματικά η συνάντηση στην Αλάσκα απέδωσε στην Ρωσία περισσότερο κύρος και κυρίως μια ακόμη παράταση στην πολεμική της δράση, την οποία έχει εντείνει τους τελευταίους μήνες, άρα μια έμμεση προσωρινή ενθάρρυνση των δικών της επιδιώξεων. Χωρίς, αυτό να εγγυάται μια ρωσική πλήρη “αποκατάσταση”, καθώς η δυναμικότητα παρέμβασης της Μόσχας παραμένει μεσαίου επιπέδου και εστιασμένη στην περιφέρεια της, με εκεί αγωνία ελέγχου αλλά και μεγαλόσχημο στόχο αναδημιουργίας της κάποτε σοβιετικής “σφαίρας” επιρροής… με το όπλο στο χέρι.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, παραμένουν βέβαια ως κύριος “παίκτης” στο διεθνές σκηνικό, αλλά στο Ουκρανικό με ήδη ενάμισι “γύρο” κυκλοθυμίας (αρχικά υποστήριξη της Ρωσίας και κατακεραύνωση της Ουκρανίας, μετά επανάληψη της προώθησης όπλων στο Κίεβο μαζί με απειλές στη Μόσχα, τώρα νέα προσέγγιση με τον Πούτιν) και σε ελάχιστο χρόνο 6 μηνών, αυτοϋπονομεύονται μακροπρόθεσμα.
Αυτό είναι και το ειδικό στοιχείο: καθώς η πολιτική Τραμπ μπορεί να αποσπά υποσχέσεις και διευθετήσεις -π.χ. τη συμφωνία Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν η οποία όμως είχε προδιαγραφεί εδώ και πολύ καιρό λόγω αρμενικής απόλυτης απομόνωσης και αδυναμίας- αλλά στην πράξη αποδεικνύει πως κρίσιμες περιφερειακές αλλά και κεντρικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μπορεί να εξελίσσονται, με τις ΗΠΑ σε ρόλο “ενεργού παρατηρητή”. Που σε κάποια σκήνη του θεατρικού δρώμενου θα αναλαμβάνουν κύριο ρόλο και το χειροκρότημα, αλλά μετά η συνέχεια θα γίνεται ερήμην τους, και με πεπεισμένους τους άλλους πρωταγωνιστές πως μεταξύ τους μπορεί να βρεθεί η επίλυση και χωρίς ανάγκη “από μηχανής θεό”.









