Η πρόσφατη αναγγελία για την εξέλιξη της πώλησης 40 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία από τις κατασκευάστριες χώρες – Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία – έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον, τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Και η υπογραφή ενός Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ της Τουρκίας και της Βρετανίας, καθώς και η προκαταρκτική έγκριση από τη Γερμανία (που έως τώρα διαφωνούσε), φαίνεται να ανοίγουν τον δρόμο.
Παράλληλα, η Ιταλία και η Ισπανία, αν και λιγότερο παρούσες στη διαδικασία, αποτελούν εταίρους στην κοινοπραξία, με ξεκάθαρο “θετικό πρόσημο” για την τουρκική προμήθεια. Η Ιταλία είχε ανέκαθεν μια φιλική στάση έναντι της Άγκυρας, και τώρα βλέπει τη συμφωνία ως ευκαιρία για ενίσχυση των διμερών σχέσεων. Η Μαδρίτη, από την άλλη, με την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σάντσεθ, είναι από τους στενότερους υποστηρικτές της Τουρκίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και ήδη με έντονη αμυντική συνεργασία μαζί της.
The UK and Türkiye have signed a major deal paving the way for Typhoon fighter jet exports. 🇬🇧🤝🇹🇷
This key step boosts British industry, supports thousands of jobs, and reinforces NATO’s defence – keeping us safe at home and strong abroad.
🔗: https://t.co/b2bls3MEqN pic.twitter.com/b8DT9lEBQw
— Ministry of Defence 🇬🇧 (@DefenceHQ) July 23, 2025
Ωστόσο, πίσω από τις διπλωματικές κινήσεις και τις αρχικές συναινέσεις, κρύβεται μια πολύπλοκη πραγματικότητα, που υποδηλώνει ότι η Τουρκία βρίσκεται σε μια διαπραγμάτευση που δεν είναι τόσο ευνοϊκή όσο φαίνεται.
Αρχικά το Eurofighter, αν και τεχνολογικά προηγμένο, θεωρείται σήμερα από πολλούς αναλυτές ένα σχέδιο μιας άλλης εποχής, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα σύγχρονα μαχητικά 5ης γενιάς, πόσο μάλλον με τα υπό εξέλιξη 6ης. Ακόμη, η Βρετανία, προωθεί εμπορικά το μαχητικό στην Άγκυρα, αλλά η γραμμή παραγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο οδεύει προς κλείσιμο, με την τελευταία παραγγελία να ολοκληρώνεται για το Κατάρ. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε νέα παραγγελία, όπως αυτή που συζητείται με την Τουρκία, θα απαιτήσει είτε την επαναλειτουργία της είτε την αναβάθμιση της για ένα νέο “μοντέλο” τουρκικών απαιτήσεων, κάτι που περιπλέκει τη διαδικασία.
Βρετανία: εργατικό συνδικάτο προτρέπει για νέα παραγγελία Eurofighter
Μια νέα έκδοση αλλά ποιος θα την πληρώσει;
Βασικό θέμα εδώ θα είναι τι ακριβώς αεροσκάφος, ως καινούργιο, θέλει να προμηθευθεί η Τουρκία. Το τρέχον Tranche 4, που παράγεται εξειδικευμένο για τη Γερμανία και την Ισπανία, ή μια διαφορετική και πιο εξελιγμένη έκδοση, ως Tranche 5; Η τελευταία υφίσταται ως σχέδιο, αλλά παραμένει αόριστη καθώς η ανάπτυξή της εξαρτάται από την ανεύρεση χρηματοδότησης. Η Σαουδική Αραβία, είναι ο βασικός υποψήφιος για την εξέλιξη αυτής της έκδοσης, αλλά έχει ζητήσει τεχνολογική συμμετοχή 60% στο πρόγραμμα, κάτι που οι εταίροι της κοινοπραξίας θεωρούν μη ρεαλιστικό. Χωρίς τη χρηματοδότηση της Σαουδικής Αραβίας, η ανάπτυξη της Tranche 5 παραμένει αβέβαιη, και η Τουρκία, αν τη θέλει, ίσως κληθεί να καλύψει το κόστος, κάτι που θα ανεβάσει το ήδη αναμενόμενο υψηλό τίμημα.
Η Άγκυρα επίσης έχει δηλώσει πως θέλει στο αεροσκάφος να προσαρμόσει δικά της “συστήματα και όπλα”, άρα θα ζητήσει κάποιες προσαρμογές, και πιθανώς πρόσβαση στον πηγαίο κώδικα του μαχητικού. Οπότε εδώ ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο περίπλοκων διαπραγματεύσεων.
Σημειώνουμε πως η Γερμανία θα αποκτήσει μια ακόμη έκδοση, “κάτι ως Tranche 5”, εξοπλισμένη με συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου της Saab, με σκοπό την αντικατάσταση των Tornado ECR. Και αυτή όμως, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της Luftwaffe, διαφέρει σημαντικά από το πρότυπο που επιθυμεί η Τουρκία.
Οπότε και να βρεθούν χρήματα ανάπτυξης, οι διαδικασίες εξέλιξης και οι δοκιμές μιας νέας έκδοσης Tranche 5, ή μιας προσαρμοσμένης στις τουρκικές απαιτήσεις Tranche 4, δεν θα έχουν τελειώσει πριν το 2029-30. Αυτό δημιουργεί ένα σημαντικό πρόβλημα για την Τουρκία, καθώς η παράδοση των αεροσκαφών, πιθανότατα θα καθυστερήσει σημαντικά αυξάνοντας την όποια τεχνολογική υστέρηση από μαχητικά 5ης γενιάς.
Επίσης δεν συζητάμε καν την περίπτωση προμήθειας μεταχειρισμένων Eurofighter της Βρετανικής Αεροπορίας, επιπέδου Tranche 1, που αποσύρονται. Αυτό ναι μεν παραμένει ως πιθανό μέρος της συμφωνίας, ακούγεται π.χ. η αγορά 20 μεταχειρισμένων και άλλων 20 νέας κατασκευής, αλλά το πρόβλημα εδώ που θα αντιμετωπίσει η Άγκυρα θα είναι τεράστιο από πλευράς υποστήριξης. Από τα μια τα φθαρμένα και με ελάχιστο υπόλοιπο ζωής βρετανικά Tranche 1, που θα θέλουν πανάκριβη αναβάθμιση και συντήρηση (αν αυτή υφίσταται ακόμη από την κατασκευάστρια κοινοπραξία) και από την άλλη ένας άλλος τύπος του αεροσκάφους, με πάρα πολλές διαφορές, με άλλες ικανότητες και με δική του γραμμή υποστήριξης. Δηλαδή μια “κόλαση” ενσωμάτωσης και συντήρησης που θα είναι… άξιος της μοίρας του όποιος τη διαλέξει (κυρίως για πολιτικούς λόγους, ως εξυπηρέτηση της Βρετανίας). Κι αυτό, αν υπάρχουν βρετανικά μεταχειρισμένα σε κάποια αξιοπρεπή κατάσταση.
ΑΝΑΛΥΣΗ: Υπάρχουν μεταχειρισμένα Eurofighter για την Τουρκία;
Η μεγάλη επένδυση
Το κόστος των Eurofighter αποτελεί ένα από τα κύρια σημεία τριβής για την προμήθεια τους. Με κάθε νέο μαχητικό να κοστίζει τουλάχιστον 150 εκατομμύρια ευρώ, η τιμή είναι σχεδόν διπλάσια από αυτή ενός F-35, το οποίο πλέον διατίθεται σε τιμές flyaway κοντά στα 80 εκατομμύρια ευρώ. Επίσης τα Eurofighter ως τελικό κόστος προμήθειας για νέο χρήστη, όπως θα είναι η Τουρκία, θα ανέβουν ακόμη περισσότερο, καθώς θα πρέπει να προβλεφθεί το κονδύλι εισαγωγής του τύπου, με τις απαραίτητες ειδικές εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμός εδάφους, οι εξομοιωτές και όλες οι σχετικές υπηρεσίες. Έτσι μια εκτίμηση πως για 40 νέα μαχητικά Eurofighter μαζί με κάποιο πακέτο όπλων, μπορεί να κληθεί η Άγκυρα να πληρώσει πάνω από 10 δις ευρώ, δείχνει πόσο σημαντική θα είναι η προμήθεια, και ίσως απαγορευτική.
Επίσης το κόστος ανά ώρα πτήσης του Eurofighter είναι πολύ υψηλό, με τους Βρετανούς να καταγράφουν κάπου 40.000 ευρώ ή και παραπάνω, ενώ η διαθεσιμότητα παραμένει χαμηλή λόγω δυσκολιών συντήρησης και πολυπλοκότητας. Άρα και εδώ, μια επιλογή του συγκεκριμένου αεροσκάφους “υπόσχεται” στην Τουρκία ένα πολύ μεγάλο κόστος χρήσης.
Τι ακριβώς θέλει η Τουρκία;
Σε ευρύτερο πεδίο, η Άγκυρα, παραμένει αποκλεισμένη από το πρόγραμμα F-35 λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400, οπότε βρίσκεται σε δύσκολη θέση που έχει περιορίσει τις επιλογές της Πολεμικής της Αεροπορίας. Σήμερα η χώρα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους F-16 παγκοσμίως, με περίπου 260 αεροσκάφη (όχι όλα λειτουργικά πλέον, με άγνωστο τον αριθμό των υπό καθήλωση), και έχει εξασφαλίσει την έγκριση των ΗΠΑ για την αγορά 40 νέων F-16 Viper, κάτι όμως που καθυστερεί. Επίσης ο υπάρχων στόλος των F-16 είναι σε διάφορες “φάσεις”, άλλα πιο σύγχρονα, άλλα υπό αναβάθμιση τοπική (ως πρόγραμμα Ozgur), με ενσωμάτωση και πολλών εγχώριας παραγωγής όπλων και ατρακτιδίων. Και εδώ το πρόγραμμα αναβάθμισης 79 μαχητικών με “αμερικανικό πακέτο” έχει ακυρωθεί, όπως ανακοινώθηκε και θα γίνει με εγχώριες εργασίες και συστήματα.
Ακόμη, οι τουρκικές υποσχέσεις για έναρξη παραλαβής των εγχώριων μαχητικών Kaan (ως stealth 5ης γενιάς ή κάτι κοντά σε αυτό το επίπεδο), από το 2028 και μετά, παραμένουν υπεραισιόδοξες και μάλλον χωρίς περιεχόμενο. Ενώ, αν πράγματι πιστεύουν κάτι τέτοιο οι Τούρκοι, ότι δηλαδή μπορεί το συγκεκριμένο υπό εξέλιξη “εθνικό μαχητικό” να μπει σε μαζική παραγωγή τόσο σύντομα, δεν έχει και νόημα να επιχειρούν να αγοράσουν Eurofighter τώρα. Άρα έμμεσα, δηλώνεται πως το Kaan θα συνεχίσει μεν την ανάπτυξη του, αλλά αργεί η επιχειρησιακή του ένταξη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απόκτηση των Eurofighter φαίνεται να είναι μια προσπάθεια της Τουρκίας να καλύψει με κάποιο τρόπο το κενό ισχύος, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα και να εμφανίσει ένα “ισοδύναμο” των Rafale. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη απουσία προοπτικής για μαχητικά 5ης γενιάς στο οπλοστάσιό της, την καθιστά ευάλωτη έναντι της Ελλάδας, που έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα F-35 και έχει ήδη Rafale.
Έτσι παραμένει έντονη η αίσθηση πως η στρατηγική της Άγκυρας τελικά έχει ένα μόνο στόχο: την πίεση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για την επανένταξή της στο πρόγραμμα F-35. Οπότε οι διαπραγματεύσεις για τα Eurofighter ίσως αποτελούν ένα χαρτί για να πείσουν την Ουάσινγκτον να επανεξετάσει τη στάση της. Ωστόσο, η κατοχή των S-400 παραμένει μεγάλο εμπόδιο, καθώς οι ΗΠΑ θεωρούν το ρωσικό σύστημα απειλή για την ασφάλεια τους, ενώ αρκετοί Αμερικανοί νομοθέτες εκφράζουν δημόσια τις έντονες αντιρρήσεις τους. Παράλληλα μια πιθανή πώληση F-35 στην Τουρκία “σκοντάφτει” στο Ισραήλ που δηλώνει σε όλους τους τόνους πως “αυτό δεν το δέχεται”.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, αλλά οι περισσότερες αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μια απόκτηση Eurofighter από την Τουρκία (πόσο μάλλον αν κάποια είναι μεταχειρισμένα παλαιάς έκδοσης) δεν θα αλλάξει δραματικά τις ισορροπίες στο Αιγαίο. Η χώρα μας διαθέτει έναν ισχυρό στόλο F-16 Viper και Rafale, αργότερα και F-35. Οπότε αν καταφέρουμε αυτό το “πακέτο” τύπων αεροσκαφών να το συντηρήσουμε και κρατήσουμε σε υπηρεσία, αν προσθέσουμε σε αυτό και την αναβάθμιση των F-16 Block 50 και τη διατήρηση όσο γίνεται των Mirage 2000-5, έχοντας και την προοπτική αγοράς ακόμη 20 F-35 (οι δικές μας δυσκολίες…), τότε η Αεροπορία μας, παραμένει υψηλής τεχνολογίας και αποτροπής.
Συνολικά, η τουρκική ζήτηση και απαίτηση για τα Eurofighter φαίνεται να είναι περισσότερο ένα παιχνίδι στρατηγικών και γεωπολιτικών κινήσεων παρά μια ξεκάθαρη εξοπλιστική απόφαση. Η Βρετανία προωθεί ένα προϊόν που η ίδια δεν αγοράζει πια, στρεφόμενη προς το F-35, η Γερμανία δίνει έγκριση αλλά με επιφυλάξεις, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία στηρίζουν την διαδικασία χωρίς όμως να έχουν δυνατότητες περαιτέρω παρεμβάσεων. Οπότε η Τουρκία, παρουσιάζεται να επενδύει σε ένα μαχητικό που δεν θα αξιοποιήσει πριν το 2030, το κόστος (αγοράς, ενσωμάτωσης και χρήσης) αναμένεται τεράστιο, και χωρίς να την καλύπτει σε βάθος χρόνου και εξελισσόμενων τεχνολογιών. Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε την τελική αγορά, αλλά το ερώτημα είναι ξεκάθαρο: Θα είναι τα Eurofighter αυτό που πράγματι θέλει η Τουρκία; Και θα μας προβληματίσει τόσο, αν εμείς ολοκληρώσουμε τα δικά μας προγράμματα αεροπορικής ενίσχυσης;