Το Σάββατο 24 Μαΐου 2025 σηματοδότησε μια σημαντική στιγμή για την ενεργειακή εξέλιξη της χώρας μας, ειδικά για το νησί της Κρήτης, καθώς τέθηκε με επιτυχία σε λειτουργία η ηλεκτρική διασύνδεση με την Αττική. Το έργο, μέρος του προγράμματος Περιβάλλον και Κλιματική Αλλαγή 2021-2027 του ΕΣΠΑ, καταργεί οριστικά την ηλεκτρική απομόνωση του μεγαλύτερου ελληνικού νησιού.
Η διασύνδεση, σε συνδυασμό με την προηγούμενη με την Πελοπόννησο το 2021, αναδεικνύει το νησί σε ενεργειακό κόμβο με σημαντικά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη για την Ελλάδα και την τοπική κοινωνία. Το έργο, προϋπολογισμού 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ και ισχύος 1 GW, υλοποιήθηκε με συγχρηματοδότηση Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας που ξεκίνησε με την έναρξη της διασύνδεσης, αναμένεται να διαρκέσει κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης και αξιόπιστη λειτουργία του συστήματος. Η πρώτη διασύνδεση με την Πελοπόννησο το 2021 βασιζόταν σε τεχνολογία εναλλασσόμενου ρεύματος (AC). Η ολοκλήρωση και των δύο ενισχύει τη σταθερότητα του ηλεκτρικού δικτύου της Κρήτης, μειώνοντας την εξάρτηση από τοπικές, συχνά ρυπογόνες, μονάδες παραγωγής ενέργειας.
Η σημασία του έργου είναι πολυδιάστατη. Από περιβαλλοντική άποψη, η διασύνδεση επιτρέπει την αξιοποίηση καθαρών πηγών ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, που μπορούν πλέον να μεταφέρονται στην Κρήτη. Αυτό μειώνει σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, καθώς οι τοπικές μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση πετρελαίου, που χρησιμοποιούνταν μέχρι πρότινος, σταδιακά θα περιοριστούν ή θα καταργηθούν. Από οικονομική άποψη, η διασύνδεση αναμένεται να μειώσει το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις της Κρήτης. Επιπλέον, η ενίσχυση της ενεργειακής υποδομής καθιστά την Κρήτη πιο ελκυστική για επενδύσεις, ιδιαίτερα σε τομείς όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η διασύνδεση Αττικής-Κρήτης χησιμοποιεί τεχνολογία αιχμής Voltage Source Converter (VSC) στους σταθμούς μετατροπής, η οποία επιτρέπει την αποδοτική μετατροπή της ενέργειας από εναλλασσόμενο σε συνεχές ρεύμα και αντίστροφα. Επιπλέον, η πόντιση υποβρυχίων καλωδίων υψηλής τάσης 500 kV σε βάθη που φτάνουν τα 1.200 μέτρα τοποθετεί το έργο ανάμεσα στις βαθύτερες ηλεκτρικές διασυνδέσεις παγκοσμίως. Η τεχνική δυσκολία του έργου ήταν μεγάλη, καθώς η πόντιση των καλωδίων σε τέτοια βάθη απαιτεί εξαιρετική ακρίβεια και εξειδικευμένο εξοπλισμό. Παράλληλα, η διαδρομή των καλωδίων έπρεπε να σχεδιαστεί με τρόπο που να σέβεται το ευαίσθητο θαλάσσιο περιβάλλον του Αιγαίου, αποφεύγοντας περιοχές με οικολογική σημασία.
Η κατασκευή ολοκληρώθηκε σε μόλις 4,5 χρόνια, χρονικό διάστημα που θεωρείται ρεκόρ για έργα τέτοιου μεγέθους και πολυπλοκότητας, ενώ αντίστοιχα από άλλους ευρωπαϊκούς διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας χρειάστηκαν περισσότερα από επτά χρόνια για να ολοκληρωθούν.
Η υλοποίηση του έργου δεν ήταν, ωστόσο, χωρίς προκλήσεις. Η περίοδος κατασκευής συνέπεσε με την πανδημία του κορωνοϊού, η οποία προκάλεσε σοβαρές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, επηρεάζοντας την προμήθεια κρίσιμων υλικών και εξοπλισμού. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, η ομάδα του έργου κατάφερε να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια, διατηρώντας το χρονοδιάγραμμα και εξασφαλίζοντας την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος. Η επιτυχία αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη στενή συνεργασία μεταξύ του ΑΔΜΗΕ, των εργολάβων και των ευρωπαϊκών και ελληνικών αρχών, καθώς και στη χρηματοδότηση από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ.