Καθώς απομένουν ελάχιστες μέρες μέχρι τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, όπου τα προγνωστικά είναι σε ισορροπία για τους δύο διεκδικητές (όποια δημοσκόπηση δίνει κάποιο προβάδισμα, είτε σε Τραμπ είτε σε Χάρις, είναι εντός στατιστικού λάθους), έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε μια ανίχνευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως και για το μέλλον του ΝΑΤΟ, αν νικήσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Επικεντρωνόμαστε στον τέως πρόεδρο, γιατί η εναλλακτική, δηλαδή μια νίκη Κάμαλα Χάρις, περιέχει πολύ λιγότερες άγνωστες παραμέτρους, καθώς εκεί έχει διατυπωθεί και αναμένεται μια περίπου συνέχεια των πολιτικών Μπάιντεν.
Ο “πορτοκαλί” υποψήφιος όμως (με το χρωματικό χαρακτηρισμό να του ταιριάζει, όχι μόνο φυσιογνωμικά, αλλά και γιατί οι θέσεις του ξεφεύγουν από παλαιότερες παραδοσιακές συντεταγμένες των “κόκκινων” Ρεπουμπλικανών και των “μπλε” Δημοκρατών) είναι σαφώς μια πιο άγνωστη πολιτική οντότητα, καθώς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής έχει ελάχιστα αναλύσει από τις προθέσεις του. Αυτό είναι βέβαια γενικό χαρακτηριστικό της εκστρατείας του, όπου περιγράφονται κυρίως προβλήματα και μετά διαβεβαιώσεις πως “όλα θα τα φτιάξουμε”, παρά συγκεκριμένες πολιτικές. Οι οποίες όταν διατυπώνονται περιέχουν έντονο συμβολισμό π.χ. “θα ολοκληρώσουμε το τείχος με το Μεξικό”, “θα απελάσουμε εκατομμύρια παράτυπους μετανάστες”, “θα βελτιώσουμε την οικονομία”, χωρίς όμως κάποια επεξήγηση πως θα συμβούν όλα αυτά, έστω ως σκιαγράφηση.
Το ΝΑΤΟ σε εκδοχή Τραμπ
Στα πιο “δικά” μας τώρα ζητήματα, ας ξεκινήσουμε με τις προθέσεις Τραμπ για το ΝΑΤΟ. Εκεί έχουμε μια σωρεία δηλώσεων και από προηγούμενα χρόνια, πως η συμμαχία στο ευρωπαϊκό της σκέλος πρέπει να “αναλάβει τα βάρη που της αναλογούν”, με μεγάλη έμφαση στο να φθάσουν όλα τα κράτη μέλη τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ, ως ετήσιες αμυντικές δαπάνες. Ο Τραμπ στις προεκλογικές του καμπάνιες το επαναλαμβάνει (όπως και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του, Τζέι Ντι Βάνς), αγνοώντας όμως πως αυτό ήδη έχει συμβεί! Καθώς η πλειονότητα των κρατών μελών στην Ευρώπη έχει πιάσει το όριο, που είχε συμφωνηθεί ως στόχος στην διάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ του 2014, μετά από πιέσεις του Μπάρακ Ομπάμα.
Το δεύτερο όμως και πιο σημαντικό στοιχείο είναι πως ο Τράμπ πρεσβεύει ανοιχτά ένα ιδιότυπο νέο αμερικανικό απομονωτισμό, όπου το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζεται ως συμμαχία η οποία “επιβαρύνει τις ΗΠΑ υπέρμετρα”, τόσο απασχολώντας μεγάλα κονδύλια και πόρους για την υπεράσπιση της Ευρώπης, αλλά και αποστερεί από την Ουάσιγκτον “ισχύ που πρέπει να επενδυθεί στην Ασία, για την αντιμετώπιση της Κίνας”. Έτσι ο Τραμπ, στη γνωστή μεγαλοστομία του, δεν δίστασε να πει φέτος, για τις ευρωπαϊκές χώρες που δεν ξοδεύουν αρκετά για την άμυνα, πως “δεν θα σας υπερασπίσω” και πως “θα ενθαρρύνω τη Ρωσία να κάνει ότι διάολο θέλει, σε όποια χώρα του ΝΑΤΟ δεν πληρώνει”!
Έτσι η αντίληψη του Τραμπ για το ΝΑΤΟ αρχίζει να θυμίζει εκείνη των οπαδών του Brexit στη Βρετανία. Όπου η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιγραφόταν πως “απομυζά βρετανικά κονδύλια που θα μπορούσαν να επενδυθούν στην οικονομία μας” και πως “μας περιορίζει η εκεί γραφειοκρατία, όπως και τα μικρότερα ελλειμματικά κράτη που ελέγχουν την πολιτική μας”.
Θέλει ο Τραμπ να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ; Όχι, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε πως επιθυμεί την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσυρση των ΗΠΑ, όπου όμως, και εδώ είναι ο μεγάλος φόβος των Ευρωπαίων, μπορεί να περιλαμβάνει και την κρισιμότατη ιστορική δέσμευση των ΗΠΑ να παρέχουν “πυρηνική ομπρέλα” στην Γηραία Ήπειρο.
Αν συμβεί το τελευταίο, όχι βέβαια επίσημα, αλλά ως αλλαγή πολιτικής ή ως “ανά περίπτωση” εφαρμογή, τότε τα ευρωπαϊκά κράτη θα βρεθούν εκτεθειμένα σε όποιο πυρηνικό εκβιασμό αποφασίσει να κάνει η Ρωσία, η οποία θα έχει και πλέον ισχυρό κίνητρο να το πράξει (ήδη το κάνει εδώ και χρόνια στην εισβολή στην Ουκρανία), εκμεταλλευόμενη το κενό άμυνας και κυρίως το κενό αποτροπής. Καθώς τα λίγα πυρηνικά όπλα της Γαλλίας, της μόνης χώρας της μητροπολιτικής Ευρώπης που διαθέτει τέτοια, δεν είναι ικανά να παράγουν ισχυρή αποτροπή για όλη τη νατοϊκή ζώνη.
Γιατί ο Τραμπ μπορεί να ανατρέψει την ιστορική δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ; Η θεώρηση του ανήκει σε μια νέα σχετικά σχολή σκέψης του αμερικανικού συντηρητικού χώρου (όπως αυτός εκφράζεται από γνωστές δεξαμενές σκέψης, π.χ. το Heritage Foundation και το δυστοπικό του Project2025), η οποία ξεκινά με μια “στενή” αποτίμηση των συμμαχικών δεσμών και υποχρεώσεων διαπιστώνοντας το προφανές, πως οι ΗΠΑ προσφέρουν ιστορικά υπερπολλαπλάσια σε χρήμα και πόρους από ότι τα άλλα κράτη-μέλη. Άρα, λέει αυτή η σχολή σκέψης, σε ένα κόσμο όπου ακόμη και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν περιορισμούς εξωστρέφειας, πρέπει μάλιστα να μικρύνουν τις κρατικές δαπάνες (βασικός πυλώνας της νεοσυντηρητικής ιδεολογίας), ενώ παράλληλα το κέντρο γεωπολιτικού βάρους τους μετατίθεται στον Ειρηνικό, μια συμμαχία η οποία “κοστίζει πολλά στις ΗΠΑ και δεν της προσφέρει παρά ελάχιστα”, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ένθερμα.
Η ίδια αντίληψη χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως “περιφερειακή δύναμη με πυρηνικά”, η οποία υποτίθεται μπορεί να τιθασευτεί από μια “ισχυρή Ευρώπη”, άρα το όλο νατοϊκό κατασκεύασμα δεν έχει καν λόγο να διατηρεί την αμερικανική ηγεμονία, και μπορεί να αναληφθεί το βάρος από μια “αφυπνισμένη Ευρώπη που επιτέλους θα πάρει την ευθύνη της άμυνας της”.
Τα προβληματικά στην παραπάνω σκέψη; Πολλά. Αρχικά η οικονομίστικη/στενά ωφελιμιστική θεώρηση των διεθνών συμμαχιών είναι λανθασμένη, καθώς δομές όπως το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκαν κυρίως ως “ομαδοποιήσεις ισχύος” που εκπροσωπούν συγκεκριμένες ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις. Έτσι το ΝΑΤΟ εμπεριείχε στην φιλοσοφία του τη διαφύλαξη της “δυτικής” μεταπολεμικής διαμόρφωσης, ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε την αμερικανική πρωτοκαθεδρία σε αυτή. Οπότε το ΝΑΤΟ δεν αποσυνδέθηκε ποτέ από την θέσπιση και διατήρηση της Ουάσιγκτον ως “κεφαλής του δυτικού κόσμου”, αναγνωρίζοντας παράλληλα την παγκοσμιότητα του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και κύριου εργαλείου συναλλαγών, το ειδικό αμερικανικό βάρος στη διεθνή οικονομική και εμπορική ρύθμιση, όπως και την πρωτεύουσα θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, σε ρόλο μάλιστα εγγυητή ασφαλείας (κατά τη δυτική βέβαια θεώρηση, που φέρει πολλές αμαρτίες και λανθασμένες επιλογές).
Ακόμη, τα παραπάνω που ωφέλησαν σημαντικά τις ΗΠΑ (οπότε το “αντίτιμο” της αμυντικής συνεισφοράς έχει επιστραφεί και στο πολλαπλάσιο), έγιναν και σε σχετική ευελιξία πολιτικής, όπου και τα άλλα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, τουλάχιστον τα πιο ισχυρά, είχαν το περιθώριο να ασκούν την δική τους ατζέντα χωρίς να προστρέχουν στη συμμαχία. Έτσι, κυρίως Βρετανία και Γαλλία, διαχείριστηκαν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες την απόσυρση τους από την αποικιοκρατική τους εξάπλωση, και με έντονη πολεμική δράση (π.χ. Αλγερία, Ινδοκίνα, Σουέζ, Μαλαισία, Αίγυπτο, Φώκλαντς) χωρίς αμερικανική βοήθεια, ενώ πολλά άλλα ζητήματα ασφαλείας διεκπαιρεώθηκαν πάλι χωρίς παρέμβαση της Ουάσιγκτον. Έτσι η συμμετοχή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ δεν ήταν ποτέ “μονοσήμαντη” και τόσο ετεροβαρής όσο περιγράφει η τραμπική σκέψη.
Περαιτέρω, αν η αμερικανική απαίτηση για την Ευρώπη να αναλάβει περισσότερα τα βάρη της άμυνας και γεωπολιτικής επιροής έχει κάποια λογική, αυτό δεν μπορεί να γίνει εκβιαστικά και εντός “μιας θητείας Τραμπ” όπως περιγράφεται. Η γεωπολιτική ανασύσταση που υποτίθεται πρέπει να κάνει η Ευρώπη, είτε ως πολυεθνική συναίνεση, είτε ως κονδύλια, είτε ως αναδιαμόρφωση πολιτικής στόχευσης σε κάθε κράτος-μέλος, είτε ως υποδομές, είτε ως κοινωνική συναίνεση, χτίζεται σε βάθος δεκαετιών και θα χρειαστεί και τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο. Άρα διακινδυνεύεται μέγα κενό “ισχύος“, οπότε και αποτροπής, αν αυτό προκληθεί από την τραμπική ιδιοτροπία η οποία θα απαιτήσει να πυροδοτηθούν “όλα τώρα”. Ενώ τέτοια κενά τελικά θα επιστρέψουν στις ΗΠΑ, η οποία μπορεί να αντιληφθεί σε λίγα χρόνια πως γίνονται αλλαγές ισχύος εις βάρος της, και σε κοντινή απόσταση (δηλαδή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού), οπότε θα εξαναγκαστεί σε πολύ ριψοκίνδυνες παρεμβάσεις πυροσβεστικού χαρακτήρα.
Πόσο μάλλον, αν η απαίτηση Τραμπ συνοδεύεται και με επιβολή δάσμων στις εμπορικές συναλλαγές ΗΠΑ-Ευρώπης (κάτι που διαφαίνεται έντονα), οπότε θα υπάρξει ούτως ή άλλως μεσοδιάστημα οικονομικής ύφεσης, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή εκτίμηση.
Περαιτέρω, η υποτίμηση της Ρωσίας έναντι της Κίνας, όπου μάλιστα η Μόσχα προσωποποιείται στον Βλ. Πούτιν, με τον οποίον ο Τραμπ διαφημίζει την “καλή τους σχέση” και την σιγουριά ότι “θα τα βρουν”, είναι κι αυτή λανθασμένη. Η Ρωσία μπορεί να απέχει σημαντικά από την σοβιετική μεγέθυνση, αλλά παραμένει αυτοδύναμος παράγοντας παγκόσμιας παρέμβασης, ενώ ήδη ανιχνεύει μια νέα φόρμα συνεργασίας, ίσως και συμμαχίας, με την Κίνα, το Ιράν, και τη Βόρεια Κορέα. Μια διερεύνηση που πρέπει να πούμε εμπεριέχει έντονο το στοιχείο μιας από κοινού αναθεωρητικής απόπειρας, ως ανατροπή της Δύσης, άρα και τον κίνδυνο ραγδαίων εξελίξεων που θα αναταράξουν ακόμη περισσότερο ότι διατηρείται ως “ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ”. Έτσι παρότι η μεγάλη απειλή για τις ΗΠΑ είναι η Κίνα, δεν είναι καθόλου απίθανο αυτή να περιλαμβάνει σε λίγα χρόνια και τη Ρωσία, η οποία θα αισθανθεί και ικανοποιημένη στην πολεμική της εξωστρέφεια: καθώς μετράμε εδώ την τραμπική εμμονή -ευθέως διατυπωμένη- να “κλείσει” το Ουκρανικό άμεσα, με όποιες υποχωρήσεις του Κιέβου.
Το παράδοξο εδώ είναι πως οι κοντινές στον Τραμπ δεξαμενές σκέψης στις ΗΠΑ, καταγράφουν την ιμπεριαλιστική φιλοδοξία του Πούτιν, την προσμετρούν ως σοβαρή απειλή, αλλά επιμένουν πως αυτή αφορά κυρίως τους Ευρωπαίους. Παράλληλα οι ίδιες σχολές σκέψεις απαξιώνουν την όποια προσπάθεια δημιουργίας αμυντικής δομής εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης! Δηλαδή η Ευρώπη κατ’ αυτή την ανάλυση, δεν μπορεί να έχει την αμυντική αυτονομία εντός Ε.Ε., οφείλει να παραμείνει προσκολλημένη στο ΝΑΤΟ, αλλά και το ΝΑΤΟ πρέπει να “ωριμάσει” πέρα από την αμερικανική συνεισφορά, αν και μεγάλο μέρος των υποδομών του παραμένει υπό αμερικανική διαχείριση!
Έτσι μια νίκη Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές πιθανά μπορεί να δώσει τις εξής εξελίξεις:
Α. Λήξη του πολέμου στην Ουκρανία με αποδοχή των ρωσικών απαιτήσεων, και με κάποιες υποσχετικές στο Κίεβο για χρηματοδότηση ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης χώρας. Αυτό είναι το πιο βατό σενάριο σε επικράτηση Τραμπ, αφήνοντας στη Ρωσία να καρπώνεται την νίκη (με το μεγάλο βέβαια, ανθρώπινο και πόρων, κόστος που έχει ήδη καταβάλλει), ισχυροποιώντας ακόμη περισσότερο το καθεστώς Πούτιν και διευρύνοντας την επιροή της Μόσχας στην περιφέρεια της. Η οποία περιφέρεια βλέποντας την “ουκρανική τιμωρία” θα σπεύσει να συνταχθεί με τη Ρωσική “προστασία”, μην έχοντας άλλη επιλογή. Ένα σενάριο δηλαδή που μόνο ως ρωσική δικαίωση μπορεί να αξιολογηθεί, εκτονώνοντας βέβαια βραχυπρόθεσμα την απειλή διεύρυνσης του πολέμου, που τόσο χοντροκομμένα προβάλλει η Ρωσία και με πυρηνικό “ένδυμα”.
Σε αυτή την περίπτωση οι χώρες της Ευρώπης θα αναγκαστούν να θυσιάσουν όλη την επένδυση που έχουν κάνει έως σήμερα στο Ουκρανικό, και να αποδεχθούν την πρώτη μεταπολεμική αναδιάταξη συνόρων στην ήπειρο μέσω ανοιχτού πολέμου μεταξύ κρατών (και όχι από εμφύλιες διαμάχες), με τη Ρωσία να καρπώνεται και πιθανές εγγυήσεις ασφαλείας, που κανείς δεν γνωρίζει ποιές θα είναι.
Β. Στην παραπάνω εξέλιξη η Ευρώπη μπορεί να διχαστεί έντονα, καθώς στο βόρειο-ανατολικό της τμήμα, ήδη επικρατεί κλίμα “ρωσοφοβίας”, ειδικά σε Πολωνία, βαλτικές και σκανδιναβικές χώρες. Αυτές έχουν ξεκινήσει υπερεξοπλισμούς και μεταξύ τους αμυντικό συντονισμό, όπου δεν είναι δεδομένο πως ακριβώς θα μετέχουν και πως θα συγχρονιστούν εκεί και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές, ειδικά αν το ΝΑΤΟ ως συνεκτικός-οργανωτικός μηχανισμός ασφαλείας είναι σε οπισθοδρόμηση.
Γ. Ακόμη πρέπει να αναμένουμε πίεση στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ για ανάληψη μεγαλύτερων αμυντικών δαπανών (ήδη λέγεται πως το 2% του ΑΕΠ ετησίως είναι το κάτω όριο και πρέπει να πάνε στο 3% και περισσότερο), με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική τους ανάπτυξη. Ξαναλέμε πως αυτό μπορεί να συνοδευθεί και με εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ, καθώς ο Τραμπ διατυπώνει ανοιχτά πως δεν θα δεχθεί αρνητικά εμπορικά ισοζύγια της χώρας του με κανέναν, ακόμη και με τους πιο στενούς συμμάχους.
Δ. Πίεση πάλι στα ευρωπαϊκά κράτη να αυξήσουν και τον αριθμό των στρατευμένων και επαγγελματιών στρατιωτών τους, ώστε να αντισταθμίσουν την μερική νέα απόσυρση αμερικανικών στρατευμάτων από την ήπειρο. Σήμερα, κάπου 100.000 Αμερικανοί υπηρετούν στην Ευρώπη (μόνιμα ή περιοδικά), και δεν θα εκπλαγεί κανείς αν μια νέα προεδρία Τραμπ ανακοινώσει σημαντική μείωση τους. Την οποία θα πρέπει να βρεθεί πρόθυμο και έτοιμο ευρωπαϊκό ανθρώπινο δυναμικό να καλύψει. Αλλά πώς και πότε είναι άγνωστο.
Ε. Σημαντική μεταστροφή/αποσάθρωση του ΝΑΤΟ από μια “συμμαχία πολλών” σε διμερείς τακτοποιήσεις διαφόρων χωρών απευθείας με την Ουάσιγκτον. Η οποία θα διαλέγει τους πιο “καλούς μαθητές” για να τους στηρίξει, αποσυσπειρώνοντας το συμπαγές της συμμαχίας, τουλάχιστον ως κοινή/ενιαία άμυνα.
Τραμπ: Επιρρίπτει ευθύνες στον Ζελένσκι για την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
Σε όλα τα παραπάνω πως μπορεί να αντιδράσει η Ευρώπη; Εδώ το πιθανότερο σενάριο είναι η γνωστή τακτική της συνεχούς διαπραγμάτευσης και υπομονής. Όπου το ευρωπαϊκό σκέλος του ΝΑΤΟ, δηλαδή δεκάδες χώρες, θα προσπαθήσουν να φρενάρουν την εξέλιξη των τραμπικών αντιλήψεων, περιμένοντας έως και στωικά να περάσει η θητεία του. Εδώ η Ευρώπη θα βρει και συμμάχους εντός ΗΠΑ: Τόσο στο Κογκρέσο, όπου Δημοκρατικοί αλλά και κάποιοι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν μια τόσο ριζική τραμπική εξωτερική πολιτική, όσο και στο Πεντάγωνο, όπου ο πυρήνας των στρατιωτικών ηγετών των ΗΠΑ έχει ανατραφεί σε νατοϊκό περιβάλλον, σε υπερεθνικές/πολυεθνικές αμυντικές δομές, και κυρίως σε πολιτική παγκόσμιας άμυνας και διατήρησης ασφαλείας, βλέποντας τον κόσμο με “ουιλσόνια” και “ρουζβελτική” προοπτική. Οπότε η Ευρώπη μπορεί να ελπίζει πως σε λίγα χρόνια θα έχει περάσει η “υπερβολή” και θα ακολουθήσει άλλος πρόεδρος, με ηπιότερες αντιλήψεις.
Η τουρκική εκδοχή μιας νέας σχέσης με τον Τραμπ
Με μια πρώτη ματιά η Τουρκία δεν μπορεί να προσβλέπει θετικά στην επανεκλογή Τραμπ. Δεν είναι άλλωστε ιστορικά μακριά το 2019, όπου ο ίδιος έστελνε επιστολή στον Ερντογάν απειλώντας τον ότι “μπορεί να καταστρέψει την τουρκική οικονομία”, αν δεν βρει μια λύση με τους Κούρδους στο Ιράκ (όπου η Τουρκία είχε τότε ξανά εισβάλλει, καθώς ο Τραμπ είχε διατάξει αποχώρηση των εκεί Αμερικανικών στρατευμάτων!). Και βέβαια επί Τραμπ η Τουρκία υπέστη κυρώσεις και αποπέμφθηκε με σκαιότητα από το πρόγραμμα των F-35, στο οποίο είχε βασίσει την εξέλιξη της Αεροπορίας της και επενδύσει πολλά κονδύλια, έχοντας εξασφαλίσει και μεγάλο μερίδιο συμπαραγωγής.
Στην ουσία τώρα, δεν έχει καταγραφή κάποια τρέχουσα διατύπωση από πλευράς Τραμπ για τις προθέσεις του, ειδικά σε σχέση με την Τουρκία. Οπότε εδώ θα πρέπει να κάνουμε κάποιες υποθέσεις, αναγνωριζόντας όμως το… ευμετάβλητο σύμπαν του Τραμπ, όπου όλα μπορεί να “διορθωθούν με μια καλή διαπραγμάτευση” αλλά και να εκτραχυνθούν!
Βασική μας λοιπόν υπόθεση εργασίας (υιοθετούμε εδώ ένα αρνητικό για την Ελλάδα σενάριο καθώς αυτό μας απασχολεί), είναι – με βάση τα όσα περιγράψαμε για το ΝΑΤΟ- πως η ερντογανική φιλοδοξία μπορεί να ταιριάξει με αυτές τις θεωρήσεις του επικεφαλής του ψηφοδελτίου των Ρεπουμπλικανών. Καθώς αν ο Τραμπ ζητά από τα κράτη-μέλη της συμμαχίας στην Ευρώπη να “αναλάβουν το βάρος της άμυνας τους”, η Τουρκία με τον “2ο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ” όπως αυτοδιαφημίζεται, μπορεί να προβάλλει ως ο εκπληρωτής αυτής της απαίτησης!
Και μάλιστα μπορεί πρόθυμα να προσφέρει και “τακτοποίηση/έλεγχο” και άλλων περιοχών του πλανήτη όπου έχει παρουσία και επιρροή, όπως η Συρία και η Λιβύη και η Σομαλία, αλλά και ο Περσικός Κόλπος, και εκεί δηλαδή εξυπηρετώντας την αμερικανική απόσυρση.
Μπορεί το σενάριο αυτό να φαίνεται παράδοξο, αλλά η Τουρκία ήδη το έχει διατυπώσει επίσημα. Πως είναι δηλαδή περιφερειακή δύναμη, “στρατιωτικής ισχύος αλλά και εγγυητής ειρήνης” και πως προσφέρει όπλα, επενδύσεις και υποδομές σε γύρω χώρες, για να τις στηρίξει. Οπότε η ερντογανική σχολή σκέψης περί “μεγάλης Τουρκίας που θα φθάσει σε επιρροή τα ιστορικά όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”, εμπεριέχει και επιλύσεις και ευελιξία να ταιριάξει με μια αντίστοιχη αμερικανική αντίληψη μερικού απομονωτισμού: όπου η Ουάσιγκτον θα αποδώσει τα τοπικά σκήπτρα ισχύος σε “μεγάλες φιλικές χώρες”, επιτρέποντας τους και τα όποια βήματα ασυδοσίας (κρατάμε εδώ την τελευταία λέξη γιατί αφορά και τα ελληνοτουρκικά).
Θα γίνει κάτι τέτοιο όμως χωρίς τουρκικές υποχωρήσεις; Δεν είναι πιστευτό, καθώς η τραμπική αντίληψη παραμένει προσδεδεμένη στον ειδικό ρόλο του Ισραήλ και στην καταμάχηση του Ιράν. Οπότε αν η Τουρκία αυτοπροταθεί ως “τοπικός διαχειριστής” θα πρέπει να αλλάξει και ριζικά την πολιτική της έναντι του Τελ Αβίβ, αλλά και να διακόψει τις σχέσεις της με την Τεχεράνη και τα παραρτήματα της, τύπου Χαμάς και Χεζμπολάχ. Αλλά και εδώ η ερντογανική εμπειρία μας έχει δείξει πως όλα είναι πιθανά, αρκεί να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος να σερβιριστούν στο ευρύ τουρκικό κοινό, με μια λαϊκιστική ερμηνεία, που θα κολακεύει το εθνικό φαντασιακό.
Τι συμφέρει την Τουρκία, εκλογή Ντόναλντ Τραμπ ή Κάμαλα Χάρις;
Να βάλουμε στην πιθανολόγηση μας εδώ και μερικά συμβάντα των ημερών. Όπου μετά την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, ο Ερντογάν ήταν από τους πρώτους ηγέτες που του τηλεφώνησε και ύμνησε τη “γενναιότητα” του, χαιδεύοντας την ματαιοδοξία του. Ακόμη, και με αρκετό ξάφνιασμα, είδαμε στην Τουρκία τον ακροδεξιό Μπαχτσελί, τον πρόεδρο του κόμματος της Εθνικιστικής Δράσης και σύμμαχο του Ερντογάν, να κάνει άνοιγμα προς τους Κούρδους, πιθανά ως “λαγός” του Τούρκου Προέδρου, προετοιμάζοντας το έδαφος για κάποια αλλαγή πολιτικής που θα σιγάσει το κουρδικό ζήτημα. Παράλληλα με αυτό, η Τουρκία εδώ και ένα έτος κάνει επαναπροσέγγιση με το καθεστώς Άσαντ στη Συρία, επιδιώκοντας να κλείσει και αυτό το μέτωπο (που περιλαμβάνει βέβαια και τους Κούρδους εντός Συρίας). Κινήσεις δηλαδή που θα βρουν την αμερικανική εύνοια. Να αθροίσουμε ακόμη τη φημολογία ότι οι πύραυλοι S-400 μπορεί να “μπουν σε επ’ αόριστον αποθήκευση” ώστε να λειανθεί και αυτό το σημείο τριβής με τις ΗΠΑ.
Είναι τα παραπάνω ενδείξεις “προετοιμασίας” της Άγκυρας για συμπόρευση με τον Τραμπ; Όχι ειδικά, αλλά δείχνουν πως η Τουρκία προσπαθεί να περιορίσει τα πολλά ανοίγματα της, και να εμφανιστεί και ως παράγοντας “ειρήνευσης”, και όχι μόνο επιθετικότητας, συμβάλλοντας δηλαδή έτσι (έστω και εικονικά) στη… διεθνή ασφάλεια.
Ακόμη, η αμφίσημη θέση της Τουρκίας στο Ουκρανικό, όπου συναλλάσεται και εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές, Ουκρανία και Ρωσία, σε μια τραμπική ισχυρή πίεση να γίνει εκεχειρία, είναι ικανή να εμφανιστεί εκ νέου ως “τοπικός διαμεσολαβήτης”. Κάτι που έχει ξανακάνει από το 2022 και τις συνομιλίες των 2 πλευρών στην Κωνσταντινούπολη. Οπότε και πάλι να διευκολύνει την αντίληψη Τραμπ για ταχύ συμβιβασμό στην Ουκρανία, χωρίς πολλά περιθώρια διαφυγής για το Κίεβο.
Είναι λοιπόν πιθανό η Τουρκία του Ερντογάν να μετατραπεί σε “ιδεατό” συνομιλητή του Τραμπ, γιατί μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του; Κατά την άποψη μας, ναι, προσφέροντας στην Άγκυρα αυτό που τόσο επιθυμεί: Δηλαδή την αναγνώριση της από την Ουάσιγκτον ως “φιλική χώρα ειδικής ισχύος άρα και ειδικού ρόλου” που μπορεί να αναλάβει και “περιφερειακός τοποτηρητής”, ώστε να απαλλαγούν οι ΗΠΑ από τον διαρκή παρεμβατικό τους ρόλο στην περιοχή.
Η Ελληνική υποβάθμιση;
Στην παραπάνω υπόθεση εργασίας, είναι νομίζουμε φανερό πως η Ελλάδα περνά σε δεύτερο ρόλο. Ως χώρα που διαθέτει μεγάλες ένοπλες δυνάμεις και δαπανά πολλά για την άμυνα της, είναι αναμενόμενο πως θα έχουμε την “εύνοια” του Τραμπ, στις νατοϊκές του απαιτήσεις. Αλλά όχι κάτι πολύ παραπάνω, και όχι κάτι που θα μας ισχυροποιεί. Αντίθετα, αν έχουμε εμπορικές προστριβές Ευρώπης-ΗΠΑ, η χώρα μας θα σηκώσει δυσθεώρητο βάρος, καθώς θα υποστεί τις επιπτώσεις της ύφεσης και της σκλήρυνσης της εισοδηματικής πολιτικής, που θα ζητηθεί για να αντιμετωπισθούν νέα δασμολογικά καθεστώτα και επιβάρυνση του χρηματοδοτικού μας κόστους.
Τραγικό debate Μπάιντεν-Τραμπ, τι είπαν για Ουκρανία, ΝΑΤΟ, Ρωσία, διεθνή ασφάλεια
Τι άλλο μπορεί να περιμένει η Ελλάδα από μια τραμπική διαχείριση; Στην πρώτη θητεία του “πορτοκαλί” προέδρου, η χώρα μας είδε ως θετικές εξελίξεις την έναρξη του ετήσιου Στρατηγικού Διαλόγου, όπως και το 2019 την ψήφιση του East-Med Act, δηλαδή του νόμου που προωθεί την ενεργειακή συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και βάζει και τις ΗΠΑ ως συμμέτοχο της προσπάθειας. Κάτι που βλέπουμε να υλοποιείται αυτή την περίοδο με την ηλεκτρική σύνδεση των 3 χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης στα τελευταία χρόνια θητείας Τραμπ έγινε η διαπραγμάτευση για την εξέλιξη της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας MDCA, η οποία όμως ολοκληρώθηκε το 2021. Θετικό στοιχείο επίσης ήταν οι παραχωρήσεις προς την Ελλάδα αμερικανικού αμυντικού υλικού την ίδια περίοδο, με μεγαλύτερη εκείνο των 70 ελαφριών επιθετικών ελικοπτέρων Kiowa.
Ταυτόχρονα όμως, η αμερικανική “έξοδος” από τη Συρία επι Τραμπ έδωσε εκεί χώρο στην Τουρκία, ενώ η τελευταία εγκαταστάθηκε και στη Λιβύη ακόμη περισσότερο, πάλι στο γενικό… πορτοκαλί πνεύμα περί απόσυρσης. Έτσι το Νοέμβριο του 2019 Τουρκία και Λιβύη υπέγραψαν το γνωστό μνημόνιο περί κοινής ΑΟΖ, το οποίο καταγγέλθηκε μεν ως “προκλητικό” από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά χωρίς άλλη εξέλιξη ή πίεση προς την Άγκυρα.
Οπότε η Τουρκία ναι μεν καταγράφει, όπως είπαμε, σοβαρές αμερικανικές πιέσεις από την τραμπική πρώτη θητεία, εξαιτίας όμως της δικής της μεταστροφής προς τη Ρωσία. Ακόμη στα ελληνοτουρκικά, η πολιτική Τραμπ ήταν σύμφωνη με την παραδοσιακή αμερικανική θέση που επιμένει σε διμερή ειρηνική επίλυση τους, χωρίς ειδικές σταθμίσεις. Αντιθετικά, επί Μπάιντεν είχαμε, τουλάχιστον στην αρχή της θητείας του και ειδικά γύρω στο 2022 με το ξέσπασμα του Ουκρανικού, μια σαφή έκφραση ευμένειας προς την Ελλάδα και αντίστοιχα αποστασιοποίηση από την Τουρκία, όπου αναγνωριζόταν το “ασταθές και υπερφιλόδοξο” της, όπως και η ρωσική επιρροή που επεκτεινόταν. Το ότι αυτά δεν απέδωσαν όσο εμείς στην Αθήνα θα επιθυμούσαμε, καλό θα είναι να μας προβληματίσει: Αν δηλαδή και η δική μας πολιτική δράση, έκανε το μέγιστο δυνατό να αποσπάσει περισσότερα και να καλλιεργήσει μια πιο στρατηγική σχέση, ή αν αφέθηκε η διμερής επαφή να λιμνάσει σε ανταλλαγή συγχαρητηρίων, αφήνοντας την πρωτοβουλία σε ξένους…
Να τονίσουμε εδώ το εξής: Αν ο Τραμπ οραματίζεται μια ευρωπαϊκή απόσυρση, και στο κενό εξουσίας και ισορροπιών που θα παραχθεί, η Τουρκία είναι έτοιμη να εισπηδήσει και να διεκδικήσει βάθρο, τι ελπίδα έχει η Ελλάδα πως θα υπάρχει “αμερικανική παρέμβαση”, σε κάποια ασφυκτική εις βάρος μας τουρκική πίεση και εκβιασμό; Αν μη τι άλλο, έως σήμερα η πολιτική της Ελλάδος (ίσως και υπερβολικά, ίσως και αφελώς), είχε αυτή την παράμετρο διεθνούς πολιτικής ως δεδομένη. Δηλαδή πως σε μια οξύτατη ελληνοτουρκική κρίση, θα υπήρχε- έστω και πυροσβεστικά- η παρέμβαση της Ουάσιγκτον. Όχι κατ’ ανάγκη υπέρ μας, αλλά τουλάχιστον θα αποσοβούσε το ξέσπασμα πολέμου, ή την κλιμάκωση του. Όμως αν εκλεγεί ο Τραμπ, με την προφανή κατευναστική του λογική και την απέχθεια του να ασχοληθεί με “τοπικά ζητήματα ευρωπαϊκού εκφυλισμού”, πόσο μπορεί να βασιζόμαστε ότι θα ισχύσει κάτι τέτοιο και δεν θα επιτραπεί, είτε από πρόθεση, είτε λόγω υστέρησης αντίδρασης, η τουρκική ασυδοσία;
Γ. Γεραπετρίτης: Στόχος η συμφωνία με την Τουρκία για το πλαίσιο οριοθέτησης μέχρι τον Ιανουάριο
Καταληκτικά, η υπόθεση μας για Ελλάδα και Τουρκία σε “νέα εποχή Τραμπ” περιστρέφεται στο εξής: Πως η Ελλάδα κινδυνεύει να παρασυρθεί σε μια ισχυρή τριβή ΗΠΑ-Ευρώπης, είτε σε επίπεδο ΝΑΤΟ, είτε ως εμπορικές σχέσεις, είτε ως ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Ενώ αντίθετα η φιλόδοξη και ισχυρή Τουρκία διαθέτει περισσότερο βάρος διαπραγμάτευσης και επαφής με τον απομονωτισμό του Τραμπ, έως και επιδιώκοντας μια συναλλαγή που θα φέρει την Άγκυρα σε βάθρο περιφερειακού διαχειριστή με αμερικανική επιβράβευση.
Κάτι που σίγουρα δεν μας εξυπηρετεί εθνικά, ειδικά όταν έχουμε διατυπώσει εδώ και αρκετούς μήνες τη… δική μας “προθυμία” για κάποια προσέγγιση στα ελληνοτουρκικά. Που ναι μεν δηλώνουμε πως η όποια συζήτηση δεν μπορεί να περιλαμβάνει κυριαρχικά ζητήματα, αλλά παραμένουμε στηριζόμενοι σε μια γεωπολιτική ισορροπία, που η τραμπική διαχείριση (εφόσον πάρει την αμερικανική λαϊκή ψήφο), μπορεί να ανατρέψει ριζικά και απότομα.
Βέβαια η χώρα μας μπορεί να ελπίζει σε ηπιότερες εξελίξεις και σε μικρότερη αρνητική επιρροή μιας πιθανής προεδρίας Τραμπ, αλλά δυστυχώς ο χρόνος συμπίπτει με μια ήδη εξελισσόμενη προβληματική διεθνή συγκυρία, με μεγάλη ένταση, διάθεση αναθεωρητισμού και εξωστρεφούς πολυπολισμού. Περιόδος δηλαδή που από τώρα δοκιμάζει τα παραδοσιακά “αργά” αντανακλαστικά μας και τις δικές μας μεγάλες οικονομικές δεσμεύσεις.