Η Ρωσία σχεδιάζει για το επόμενο έτος μια κολοσσιαία αύξηση στις αμυντικές της δαπάνες, οι οποίες θα ανέλθουν στο 6% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), από 3,9% το 2023 και 2,7% το 2021, ανέφερε σήμερα το Bloomberg.
Με άλλο μέτρημα, πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία η Μόσχα ξόδευε κάπου 45-48 δις δολάρια ετησίως για άμυνα, που αναλογούσε σε 14 με 16% του κρατικού προυπολογισμού. Τώρα όμως τα ποσά αυτά έχουν αυξηθεί δυσθεώρατα, με το 2022 να φθάνουν τα περίπου 80 δις δολάρια μετά από συνεχείς αναθεωρήσεις. Ενώ φέτος θα ξεπεράσουν αρκετά τα 100 δις, με το ποσοστό επί του προυπολογισμού να είναι πάνω από το 30%.
Το αυξανόμενο κόστος του πολέμου στηρίζει την περιορισμένη οικονομική ανάκαμψη της Ρωσίας φέτος με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά έχει ήδη ωθήσει τα δημοσιονομικά του προϋπολογισμού σε έλλειμμα περίπου 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων – ένα ποσό που επιδεινώνεται από την πτώση των εσόδων από τις εξαγωγές.
Να εξηγήσουμε εδώ πως τα δημόσια οικονομικά της Ρωσίας δεν αναλύονται πλέον εύκολα καθώς έχει μειωθεί η παροχή στοιχείων από το υπουργείο Οικονομικών. Επίσης οι αναθεωρήσεις του προυπολογισμού λόγω πολέμου δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την εκτίμηση για το που βαδίζει η Ρωσική οικονομία. Αλλά μπορεί οι στρατιωτικές δαπάνες να είναι ακόμη μεγαλύτερες, μιας και υπάρχουν “απόρρητα κονδύλια” μεγάλου ύψους, που πολύ πιθανά να σχετίζονται με την πολεμική προσπάθεια.
Το ερώτημα εδώ είναι διπλό: Πόσο μπορεί να αντέξει η Ρωσία με τη μετατροπή της σε “πολεμική οικονομία”, που όσο εγχώρια αξία και να έχει δεν είναι εξίσου παραγωγική με άλλες δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα αφαιρεί μεγάλα κονδύλια από τις κοινωνικές δαπάνες; Και στη συνέχεια, μπορεί μια τέτοια εντυπωσιακή αύξηση δαπανών να αποδώσει τέτοιο όγκο και ποιότητα όπλων, ώστε να υπάρξει μια αποφασιστική νίκη κατά των Ουκρανών (με άγνωστο βέβαια το πως θα ορίσει η Μόσχα μια “νίκη”); Ή τα νέα όπλα θα καταναλώνονται αδιέξοδα σε ένα πόλεμο φθοράς, μαζί με τα ουκρανικά βέβαια, που τα συντηρεί-παρέχει η Δύση σε μεγάλο βαθμό;
Με στοιχεία από το ΑΠΕ-ΜΠΕ