Από τους πιο «σκληρούς» Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο, ο γερουσιαστής Tommy Tuberville, εκπρόσωπος της πολιτείας της Αλαμπάμα (ρεπουμπλικανικό προπύργιο στο «βαθύ» αμερικανικό Νότο), ανήκει στο στρατόπεδο του Τραμπ και είναι «διάσημος» τον τελευταίο καιρό στις ΗΠΑ. Καθώς, ως μέλος της επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, έχει μπλοκάρει κάθε διορισμό ανωτάτων στρατιωτικών (σε πάνω από 300 θέσεις), γιατί διαφωνεί με την πολιτική κάλυψης εξόδων άμβλωσης στο γυναικείο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων (πιο ορθά, κάλυψη εξόδων μετακίνησης τους, σε περιοχή που επιτρέπεται η επέμβαση).
Πέρα από τα παραπάνω, ο Τuberville, παλαιότερα πολύ επιτυχημένος προπονητής κολεγιακού αμερικανικού ποδοσφαίρου, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Fox, δήλωσε πως δεν πιστεύει σε μια νίκη της Ουκρανίας και παρομοίασε τις ουκρανικές πολεμικές δράσεις σαν «μια λυκειακή ομάδα ποδοσφαίρου που αντιμετωπίζει μια κολεγιακή».
Αν και ο ίδιος δηλώνει υπέρ της Ουκρανίας και καταδικάζει τη ρωσική εισβολή, έχει καταψηφίσει κάθε προτεινόμενη βοήθεια, όπως λέει «γιατί είναι πεταμένα λεφτά, εκτός αν στείλουμε στρατεύματα δικά μας και του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, κάτι που δεν θα κάνουμε, τουλάχιστον όσο περνά από το χέρι μου».
Οι θέσεις του Τuberville απηχούν τόσο μια ομάδα Ρεπουμπλικανών νομοθετών, η οποία καταψηφίζει εδώ και καιρό τα νομοσχέδια για παροχή βοήθειας στην Ουκρανία, όσο και μια σημαντική μερίδα πολιτών. Τα βασικά επιχειρήματα τους είναι τα εξής: Αρχικά πως οι ΗΠΑ έχοντας ένα τεράστιο δημόσιο χρέος και μεγάλες κοινωνικές ανάγκες στο εσωτερικό τους, δεν μπορεί να ξοδεύουν χρήμα για «διεθνείς περιπέτειες» έστω και αν αυτές είναι ηθικά ορθές. Η θέση αυτή είναι ουσιαστικά μια αναδρομή στον παραδοσιακό αμερικανικό απομονωτισμό, που θέλει τις ΗΠΑ σε σταδιακή «αποσύμπλεξη» από διεθνείς τριβές, αλλά με διατήρηση των εξοπλισμών της, με στόχο κυρίως την εθνική άμυνα και όχι την υπεράσπιση τρίτων χωρών. Που «πρέπει να βοηθήσουν τον εαυτό τους και όχι να τα περιμένουν όλα από εμάς», όπως περίπου το διατύπωνε ο Τραμπ για τις χώρες του ΝΑΤΟ.
Ένα άλλο επιχείρημα που πείθει πολλούς, κυρίως συντηρητικούς Αμερικανούς, είναι πως κάθε βοήθεια στην Ουκρανία, και κυρίως αν αυτή είναι στρατιωτικής φύσεως, μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο σύγκρουσης και διεθνούς κλιμάκωσης, που επίσης δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας. Πρόσφατο γκάλοπ του CNN έδειξε πως ναι μεν η πλειονότητα των πολιτών είναι υπέρ της συνέχισης παροχής βοήθειας στην Ουκρανία αλλά όχι σε εξοπλισμούς, όσο κυρίως σε εκπαίδευση, παροχή πληροφοριών κ.α. Μάλιστα το 55% δήλωσε πως είναι κατά περαιτέρω χρηματοδότησης στρατιωτικής βοήθειας, με το 45% να είναι υπερ. Η διάσταση όμως έχει και κομματική χροιά, καθώς κυρίως οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι είναι που διαφωνούν με την συνέχιση της στρατιωτικής βοήθειας και οι Δημοκρατικοί αντίστροφα, που είναι υπέρ. Πάντως το 56% των πολιτών στο ίδιο γκάλοπ πιστεύει πως η Ρωσική εισβολή απειλεί την ασφάλεια των ΗΠΑ, αλλά και αυτή η πλειονότητα είναι μικρότερη από τις πρώτες μέρες της εισβολής, που ήταν στο 72%.
Συνολικά ο πόλεμος στην μακρινή (από τις ΗΠΑ) Ουκρανία κρατώντας πλέον ενάμιση χρόνο φαίνεται να έχει «κουράσει» σημαντική μερίδα του αμερικανικού κοινού. Αυτό δεν έχει απεικονιστεί ακόμη εντός Κογκρέσου, όπου η μεγάλη πλειονότητα βουλευτών και γερουσιαστών και των δύο κομμάτων στηρίζει την αποστολή βοήθειας κάθε τύπου. Αλλά οι απόψεις σαν του Τuberville μπορεί να αρχίσουν να κερδίζουν έδαφος, ειδικά καθώς πλησιάζει η έναρξη της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ για την Προεδρία. Οι εκλογές θα γίνουν στις Νοεμβρίου του 2024, αλλά από το Σεπτέμβριο φέτος και μετά, η χώρα θα είναι ουσιαστικά σε προεκλογικό ρυθμό και το «Ουκρανικό» αναμένεται να είναι κεντρικό θέμα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Παρά τη διεθνή (δυτική) κινητοποίηση για παροχή βοήθειας στους Ουκρανούς, οι ΗΠΑ είναι ο μέγας «υποστηρικτής» προσφέροντας τα περισσότερα σε χρήμα και υλικό (πάνω από 40 δις δολάρια) και πιέζοντας άλλους συμμάχους της να κάνουν το ίδιο. Αν λοιπόν η πολιτική σκηνή στις ΗΠΑ αρχίζει να υποχωρεί σε αυτή την τροφοδοσία, έστω μετασχηματίζοντας την σε πιο «ήπιες» μορφές παροχών, είναι πιθανό η ουκρανική στρατιωτική ισχύς να δεχθεί σημαντικό πλήγμα.
Και να οδηγηθεί είτε σε αδυναμία απελευθέρωσης άλλων κατεχόμενων ζωνών (κάτι ήδη πολύ δύσκολο λόγω των ρωσικών οχυρώσεων και της οργανωμένης άμυνας), είτε και σε συνθηκολόγηση με τη Μόσχα. Ζητήματα που ίσως επισπεύδουν την ανάγκη του Κιέβου να εκδηλώσει ακόμη πιο ζωηρά «τώρα» την επίθεση της, επιδιώκοντας να πετύχει κάποιες νίκες (ή «νίκες») που να συντηρήσουν το αίσθημα ελπίδας και διεθνούς υποστήριξης. Τέτοια συμβάντα μπορεί να είναι οι συνεχιζόμενες επιθέσεις με drones στην Μόσχα, άνευ σημασίας τακτικά, αλλά με μεγάλη συμβολική αξία, όπως και οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα επιφανείας σε ρωσικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα (πιο σοβαρά συμβάντα αυτά) και ότι άλλο «ετοιμάζεται».