Οι διαρκείς προστριβές μεταξύ των συμμάχων του Α΄Βαλκανικού Πολέμου, για τη διανομή των εδαφών της Μακεδονίας και Θράκης, που είχαν μείνει επίτηδες ασαφείς στις μεταξύ τους συνεννοήσεις αφού οι διεκδικήσεις τους σε αυτά συνέπιπταν, τώρα πια εξελίσσονταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση. Ειδικά είχε ερεθίσει η Βουλγαρία, που κατείχε τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, ξεκινώντας εκεί στυγνή εθνοκάθαρση έναντι των μη βουλγαρικών πληθυσμών. Στις διαμαρτυρίες Ελλάδας και Σερβίας η Βουλγαρία απάντησε με επίθεση σε όλο το μεταξύ τους μέτωπο.
Έτσι, μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τη βουλγαρική φρουρά, ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς την περιοχή Λαχανά-Κιλκίς. Συγκεκριμένα οι 6η και 7η Μεραρχίες Πεζικού (ΜΠ) συνεπικουρούμενες από την 11η ΜΠ θα επιχειρούσαν προς Λαχανά ενώ οι 2η, 3η, 4η, 5η, 10η ΜΠ και η Ταξιαρχία Ιππικού θα κινούντο προς τα υψώματα του Κιλκίς. Οι συνολικές ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή αριθμούσαν 117.800 άνδρες και 176 πυροβόλα έναντι της 2ης βουλγαρικής στρατιάς με δυνάμεις περίπου 75.000 ανδρών και 175 πυροβόλων.
Οι Βούλγαροι υπερεκτίμησαν τις ικανότητές τους στηριζόμενοι στις προηγούμενες επιτυχίες τους έναντι των Τούρκων, αλλά οι απώλειές τους στις μάχες του Α΄ Βαλκανικού και ιδίως στα στενά της Τσατάλτσας, είχαν απομειώσει πολύ τις μονάδες τους. Ο ίδιος ο διοικητής της 2ας Στρατιάς, στρατηγός Νικόλα Ιβανώφ, ισχυρίστηκε μετά τον πόλεμο ότι η στρατιά του παρέτασσε μόλις 36.000 άνδρες εκ των οποίων οι 20.000 ανεκπαίδευτοι νεοσυλλέκτοι. Αντίστοιχα το ελληνικό επιτελείο υπολόγιζε τις δυνάμεις των Βουλγάρων που αντιμετώπιζε σε 80-105.000. Είναι πιθανόν, και οι δύο πλευρές να υπερβάλλουν, ο μεν Ιβανώφ για να δικαιολογήσει την ήττα του, το δε ελληνικό επιτελείο για να καταδείξει το δύσκολο του αγώνα.
Η συνέχεια στο Military History