Του αναγνώστη μας Γεωργίου Καλαφίκη, δρ. Βυζαντινής Ιστορίας, φιλολόγου Δ.Ε., επιστημονικού συνεργάτη στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Χωρίς αμφιβολία, η Μικρασιατική Καταστροφή, που εκτυλίχθηκε πριν από ακριβώς 100 χρόνια, το 1922, αποτελεί τη μεγαλύτερη ίσως ήττα του Ελληνικού Έθνους στη μακραίωνη ιστορία του, όχι μόνον υπό τη στενή στρατιωτική και πολιτική έννοια του όρου «ήττα», αλλά υπό την ευρεία έννοια της ανεπανόρθωτης απώλειας αρχαίων κοιτίδων και του οριστικού ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Η συγκεκριμένη συμφορά συρρίκνωσε ανεξίτηλα τον Ελληνισμό, ο οποίος έως τότε ήταν για πάνω από 3.000 χρόνια αδιάκοπα εξαπλωμένος γύρω και πέρα από τις δύο όχθες του Αιγαίου.
Πολλά έχουν ήδη γραφεί και θα συνεχίσουν να γράφονται στο μέλλον για τα αίτια και τις αφορμές που οδήγησαν τον Ελληνισμό σε εκείνον τον δραματικό ακρωτηριασμό. Στο παρόν κείμενο επιχειρούμε να αξιοποιήσουμε τη σοφία ενός κορυφαίου αρχαίου ιστορικού, του Θουκυδίδη, ώστε να ερμηνεύσουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή υπό το πρίσμα του. Επισημαίνουμε, λοιπόν, τις διαχρονικές και διαπιστωμένες αναγκαιότητες σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής, στις οποίες υποτάσσεται η διεξαγωγή της πολιτικής και ειδικά του πολέμου (ως προέκτασης και «συνέχισης της πολιτικής με άλλα μέσα», σύμφωνα με τη θεωρία του Κλαούζεβιτς) και οι οποίες συμβάλλουν πάντα στην τελική τους έκβαση: αναφερόμαστε,
1) στη διάγνωση και αξιοποίηση του διεθνούς περιβάλλοντος,
2) στους ιεραρχημένους με σαφήνεια στόχους (εθνικά συμφέροντα),
3) στην εξασφάλιση της «εξωτερικής νομιμοποίησης» (δηλ. της διεθνούς ευμένειας ή/και υποστήριξης),
4) στην αντίστοιχη εμπέδωση της «εσωτερικής νομιμοποίησης» (δηλ. της εθνικής ενότητας και σύμπνοιας),
5) στη χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων και πόρων (για μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων και ελαχιστοποίηση των αδυναμιών).
Ουσιαστικά, οι πέντε παραπάνω αρχές σταχυολογούνται διάσπαρτες και στοιχειοθετούνται μέσα από τις «Ιστορίες» του Θουκυδίδη με αφορμή τη διεξαγωγή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Βάσει του Θουκυδίδη, έχει εξηγηθεί από σύγχρονους επιστήμονες διεθνών σπουδών ότι η πλευρά που κατορθώνει – εξαρχής ή/και σταδιακά – να διατηρήσει ή να διαμορφώσει υπεροχή στους πέντε παραπάνω τομείς είναι εκείνη που κατεξοχήν κερδίζει τους πολέμους και τις κάθε τύπου συγκρούσεις (βλ. λ.χ. την έξοχη μελέτη του καθηγητή Στρατηγικής κ. Α. Πλατιά: Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη, [Σειρά: Πολιτική και Ιστορία 40] Αθήνα: Εστία 1999).
Επομένως, εφόσον υποβάλουμε τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή (1919-1922) στη μεθοδολογική βάσανο και στην ερμηνευτική μέθοδο του Θουκυδίδη, διαπιστώνουμε ότι η ελληνική πλευρά – σε αντίθεση με την τουρκική – κατέληξε να μην διαθέτει καμία (!) από τις πέντε προϋποθέσεις που θα της επέτρεπαν να ολοκληρώσει με επιτυχία το τολμηρό εγχείρημα της επέκτασης στη Μικρά Ασία εκείνα τα χρόνια. Εξηγούμαι:
1) Αρχικά, η Ελλάδα διέγνωσε μεν εν μέρει ορθά και αξιοποίησε προς τη σωστή κατεύθυνση τη δυναμική του διεθνούς περιβάλλοντος (επί διακυβέρνησης Βενιζέλου), αλλά για την ελληνική εξωτερική πολιτική παρέμειναν ανεπίλυτα προβλήματα ως σημαντικοί βραχνάδες: καταρχάς, θεωρούμε πως η Ελλάδα θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις στη δυτική Μικρά Ασία μόνον εφόσον η Τριπλή Αντάντ επιβίωνε ατόφια από τον Α΄ ΠΠ, έχοντας δηλαδή και τη Ρωσία στο πλευρό μας ως παραδοσιακό φόβητρο των Τούρκων. Ωστόσο, η τότε Ρωσία όχι μόνο δεν λειτούργησε εξισορροπητικά υπέρ ημών (σύμφωνα με το σχήμα: Ελλάδα αντίπαλο δέος της Τουρκίας στα δυτικά, Ρωσία αντίπαλο δέος της Τουρκίας στα ανατολικά), αλλά, αντιθέτως, αντιμετωπίσαμε μια νεογέννητη Σοβιετική Ένωση ως εχθρό των ελληνικών συμφερόντων στη Μικρά Ασία.
Επιπλέον, ο παράγων κόπωση και αδιαφορία από την πλευρά των υπολοίπων νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων και συμμάχων μας εκτιμώ πως δεν αξιολογήθηκε σοβαρά από καμία ελληνική κυβέρνηση της εποχής, στο βαθμό που ο φριχτός πόλεμος χαρακωμάτων του Α΄ ΠΠ στοίχειωσε τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη για μια ολόκληρη γενιά και τα εξώθησε να αποφεύγουν έκτοτε κάθε μεγάλη πολεμική περιπέτεια. Ούτε προσαρμοστήκαμε ειδικά από τα τέλη του 1920 και εξής στα καταφανώς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των τριών Μεγάλων αποικιακών Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, που επηρέασαν αρνητικά τις ελληνικές θέσεις.
Περαιτέρω, η ελληνική πλευρά ούτε προέβλεψε την εμφάνιση, ούτε αναχαίτισε την ανάπτυξη του μαζικού τουρκικού εθνικού κινήματος υπό την ηγεσία του Κεμάλ, το οποίο μάλλον εξαρχής υποτίμησε. Εντέλει, η υποτίμηση του εχθρού κατέστη μοιραία για μας. Αντιθέτως, η κεμαλική Τουρκία διέγνωσε εύστοχα, προσαρμόστηκε κατάλληλα με διάφορους διπλωματικούς ελιγμούς, και εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία όλους τους παραπάνω παράγοντες προς όφελός της.
Άρα, Ελλάδα – Τουρκία = 0 – 1, στον τομέα διάγνωσης και αξιοποίησης του διεθνούς περιβάλλοντος.
2) Φαινομενικά, η Ελλάδα προσπάθησε να εξυπηρετήσει εθνικούς στόχους και συμφέροντα, πρακτικά όμως όχι. Ποτέ το ελληνικό πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει με σαφήνεια και συνέπεια ούτε το εθνικό συμφέρον ούτε τον αντικειμενικό σκοπό (ΑΝΣΚ) της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μάλλον παραμείναμε σε μια κατάσταση «βλέποντας και κάνοντας» με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Αντιθέτως, η κεμαλική Τουρκία είχε εξαρχής ξεκαθαρίσει ότι υπηρετούσε με συνέπεια τον βασικό εθνικό της στόχο, που προέβλεπε τη δημιουργία ενός αμιγώς μουσουλμανικού τουρκικού εθνικού κράτους σε ολόκληρη την εδαφική έκταση του λεγόμενου «Εθνικού Όρκου» (Misak-ı Millî).
Η πραγμάτωσή του προϋπέθετε τον αφανισμό με κάθε δυνατό μέσο (σφαγές και γενοκτονίες, διώξεις, εξορίες και μαζικούς εκτοπισμούς) όλων των χριστιανικών πληθυσμών και λαών της Μικράς Ασίας που ζούσαν ως τότε στα όρια του υπό κατασκευή μουσουλμανικού τουρκικού εθνικού κράτους. Ήδη από το 1914 και εξής, οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι είχαν κατορθώσει να αφανίσουν με μεθοδική γενοκτονία περίπου το 90% (!) των Αρμενίων, να σφάξουν μαζικά τους Ασσυροχαλδαίους και προκαλούσαν τα ίδια ακριβώς στους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Τελικά αναδύθηκε η σύγχρονη Τουρκία «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Χριστιανών τα ιερά» (περ. 2-2.500.000 νεκροί, πάνω από 1.500.000 εκδιωγμένοι, κυρίως Έλληνες).
Άρα, Ελλάδα – Τουρκία = 0 – 2, στον τομέα ιεράρχησης και εξυπηρέτησης των (καλώς ή κακώς εννοούμενων) εθνικών συμφερόντων.
3) Το προφανές, λοιπόν, στο οποίο στεκόμαστε συνήθως ώστε να καλύψουμε τη δική μας ανεπάρκεια είναι να επιμένουμε ότι ο ελληνικός αγώνας υπονομεύτηκε είτε εξαρχής είτε σταδιακά από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις που αδιαφόρησαν πλήρως για το δράμα των Χριστιανών της Ανατολής. Συχνά κατηγορούμε δικαιολογημένα τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν έλαβε σχεδόν καμία σοβαρή, έμπρακτη υποστήριξη, ούτε καν από τη Μεγάλη Βρετανία, παρά μόνον ευχολόγια σε ρητορικό επίπεδο. Ειδικά ύστερα από την επάνοδο στον θρόνο του «Ανταντομίσητου» (!) Κωνσταντίνου Α΄ στα τέλη του 1920, η Ελλάδα απώλεσε σχεδόν ολοκληρωτικά την απαραίτητη και κρίσιμη για την επιτυχία του αγώνα «εξωτερική νομιμοποίηση (=διεθνή στήριξη)».
Σε αντίθεση με την εγκαταλειμμένη από τους συμμάχους της Ελλάδα, σταδιακά η κεμαλική Τουρκία πέτυχε να κερδίσει την απαραίτητη «εξωτερική νομιμοποίηση» σημαντικών δρώντων δυνάμεων στην περιοχή με διάφορες ήδη γνωστές διπλωματικές κινήσεις που είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό των Τούρκων, αφού παραμένουν μάστορες στο διπλωματικό παιχνίδι της εξισορρόπησης μεταξύ διαφόρων (ακόμη και αντιτιθέμενων μεταξύ τους) πλευρών ή συνασπισμών, ώστε να αποκτούν το εκάστοτε επιθυμητό και επιδιωκόμενο από αυτούς θετικό αποτέλεσμα.
Όταν εκδηλώθηκε η σαρωτική τουρκική αντεπίθεση τον Αύγουστο του 1922, οι κεμαλικοί Τούρκοι απολάμβαναν την ενεργό στήριξη και πολυδιάστατη ενίσχυση από Σοβιετικούς, Γάλλους και Ιταλούς, ενώ εμείς οι Έλληνες μόνο τη ρητορική συγκατάβαση (ούτε καν συμπαράσταση) του Lloyd George, πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας, ούτε καν ολόκληρου του αγγλικού κατεστημένου. Οι δε Αμερικανοί είχαν ήδη στραφεί προς τον απομονωτισμό που αποτέλεσε τη σταθερά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Άρα, Ελλάδα – Τουρκία = 0 – 3, στον τομέα απόσπασης της «εξωτερικής νομιμοποίησης και διεθνούς ευμένειας/υποστήριξης».
4) Εντούτοις, η Ελλάδα και οι Έλληνες αποτύχαμε και στο πεδίο της «εσωτερικής νομιμοποίησης (=εθνικής ενότητας)». Η αιτία γνωστή και μη εξαιρετέα: ο περιβόητος Εθνικός Διχασμός! Είναι φοβερό και απολύτως ενδεικτικό για τον συνήθως εμπαθή χαρακτήρα των Ελλήνων ότι όλες ανεξαιρέτως τις συγκρούσεις εναντίον ξένων αντιπάλων που μας καθόρισαν ως σύγχρονο Έθνος «καταφέραμε» στο τέλος να τις μετατρέψουμε σε αφορμή για εμφύλιο μεταξύ μας πόλεμο! Σύμφωνα με το παραπάνω άθλιο μοτίβο, η Επανάσταση του 1821 παρότι αρχικά επιτυχημένη κινδύνευσε να καταστραφεί μεταξύ 1823-1826 από έναν συνδυασμό εμφυλίων πολέμων και τουρκο-αιγυπτιακών αντεπιθέσεων (η σειρά δεν είναι ενδεικτική μόνον της εκτύλιξης των ιστορικών γεγονότων αλλά επιπλέον της βαρύτητας και των αρνητικών τους επιπτώσεων ως προς την παραλίγο κακή έκβαση του Αγώνα για Ελευθερία και Εθνική Παλιγγενεσία).
Στην περίοδο του Β΄ ΠΠ και της Κατοχής (1941-1944) οι πολιτικές-ιδεολογικές διενέξεις και εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις οδήγησαν επισήμως στον διαβόητο Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-1949. Το 1974 επήλθε η Κυπριακή Τραγωδία λόγω του διχασμού και της εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης των δύο εθνικών κέντρων, Αθηνών και Λευκωσίας. Παρομοίως, κατά τη διάρκεια της εξόρμησης στη Μικρά Ασία το 1919-1922 όχι μόνον δεν υπήρχε αρραγές εθνικό μέτωπο με συγκεκριμένο αντικειμενικό σκοπό (ΑΝΣΚ) (δηλαδή την ενσωμάτωση και των δύο πλευρών του Αιγαίου πάλι υπό ελληνική κυριαρχία), αλλά τουναντίον φιλοβενιζελικοί και αντιβενιζελικοί έριζαν διαρκώς για τη νομή της εξουσίας και – το χειρότερο – για τους στόχους του πολέμου. Η μεταξύ τους διχαστική εμπάθεια και αντιπαράθεση είχε εκτραπεί πλέον σε έναν δυσώδη οχετό γεμάτο ύβρεις, λασπολογίες, κατάρες, δολοφονίες και διώξεις αντιφρονούντων.
Ποτέ άλλοτε το ελληνικό έθνος δεν υπήρξε τόσο διαιρεμένο όσο τη δεδομένη στιγμή που είχαμε αναλάβει την αποστολή πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας! Μέγα οξύμωρο και τραγική ειρωνεία! Οπότε, δεν διαθέταμε ούτε την απαραίτητη για την έναρξη και νικηφόρα διεκπεραίωση του πολέμου «εσωτερική νομιμοποίηση (=εθνική ενότητα)», αφού οι μεν κατηγορούσαν τους δε για τα πάντα, μεταξύ αυτών ακόμη και για την ανάληψη της μικρασιατικής περιπέτειας.
Στην αντίπερα όχθη, οι Τούρκοι εμφανίζονταν αρχικά διαιρεμένοι σε Οθωμανούς σουλτανικούς της Κωνσταντινούπολης, εθνικιστές κεμαλικούς της Άγκυρας, και σε διάσπαρτους απομονωμένους θύλακες αντικεμαλικών στην ύπαιθρο ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σύντομα, ωστόσο, οι κεμαλικοί συσπείρωσαν υπό το μπαϊράκι τους την πλειονότητα των τουρκόφωνων μουσουλμανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας για τον «υπέρ βωμών και εστιών» αγώνα εναντίον των προκλητικών «γκιαούρηδων Ρωμιών», ενώ επίσης άρχισαν να εκπροσωπούν επάξια τα συμφέροντα της ηττημένης στον Α΄ ΠΠ Τουρκίας σε όλα τα διεθνή φόρα, επιτυγχάνοντας μάλιστα τη διεθνή αναγνώριση του εθνικού τους κινήματος ως de facto εκπροσώπου και κυβέρνησης της Τουρκίας.
Άρα, Ελλάδα – Τουρκία = 0 – 4, στον τομέα της εμπέδωσης κλίματος εθνικής ενότητας, αδελφοσύνης και «εσωτερικής νομιμοποίησης», γιατί οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της Μικράς Ασίας θεωρούσαν την εκεί παρουσία των Ελλήνων ως θανάσιμη απειλή που απέβλεπε στη συντριβή των Τούρκων, οι οποίοι παραδοσιακά αποτελούσαν τα «ξίφη του Ισλάμ» (saif al-Islam)!
5) Μήπως έστω προσπαθήσαμε να αξιοποιήσουμε όλα τα διαθέσιμα μέσα και πόρους, ώστε να μεγιστοποιήσουμε τις δυνατότητες και να ελαχιστοποιήσουμε τις αδυναμίες μας; Ούτε αυτό συνέβη! Αντί το Ελληνικό Έθνος να σταθεί αντάξιο των κρίσιμων περιστάσεων και να κινητοποιηθεί ομόθυμα όπου Γης για την αρτιότερη προς πόλεμο παρασκευή εκείνη την κρίσιμη περίοδο κατά την οποία έδινε τον σύγχρονο «υπέρ πάντων» αγώνα, αντιθέτως οδηγηθήκαμε στη γενοκτονία και στον αφανισμό του ακμαίου Μικρασιατικού Ελληνισμού από τις πανάρχαιες πατρίδες του και στην υποχρεωτική προσφυγοποίηση του διασωθέντος πληθυσμού. Αυτό επήλθε ως απόρροια των αμέσως παραπάνω ελλείψεων, κυρίως όμως της έλλειψης εθνικής ενότητας και «εσωτερικής νομιμοποίησης».
Σε κραυγαλέα αντίθεση με τους Εβραίους που κινητοποίησαν και κινητοποιούν κάθε διαθέσιμο εθνικό κεφάλαιο (οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, παροικιακό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό κ.ο.κ.) ώστε να πετυχαίνουν το φαινομενικά αδύνατο και ακατόρθωτο, δηλαδή αρχικά να συστήσουν εκ του μηδενός (!) και στη συνέχεια να συντηρούν σε μια στενή λωρίδα γης στη Μέση Ανατολή την εθνική τους κοιτίδα εν μέσω μιας «θάλασσας» εκατοντάδων εκατομμυρίων δυνητικών εχθρών, η Ελλάδα, που προφανώς βρισκόταν σε καλύτερη τότε μοίρα από τους Εβραίους, απέτυχε να ενώσει σε ένα εθνικό κράτος όλους τους Έλληνες που κατοικούσαν γύρω από τις ακτές του Αιγαίου (σε δεύτερο στάδιο θα μπορούσε – δυνητικά και θεωρητικά – να εφαρμοστεί ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τη δημιουργία εθνικά ομογενών κρατών, αλλά με την Ελλάδα σε καλύτερη μοίρα και θέση με το να κατέχει επιπλέον την Ανατολική Θράκη και την Ιωνία εκτός από τα σημερινά εδάφη).
Η ελληνική κινητοποίηση και επιστράτευση υπήρξε συνολικά ελλιπής, οι λιποταξίες και η αποφυγή στράτευσης ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των Ελλήνων κληρωτών, ενώ η διεθνής υποστήριξη σχεδόν μηδενική. Επομένως, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η «Μεγάλη Ιδέα» έγινε παρανάλωμα του πυρός στη Σμύρνη εκείνο τον δυσοίωνο Σεπτέμβρη του 1922.
Αντιθέτως, η κεμαλική Τουρκία κατόρθωσε να αξιοποιήσει δημιουργικά τους περιορισμένους πόρους της, ώστε να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες και να ελαχιστοποιήσει τις αδυναμίες της. Απολάμβανε, βεβαίως, την ευρεία στήριξη των συμπαγών μουσουλμανικών-τουρκικών πληθυσμών της μικρασιατικής ενδοχώρας, εκεί όπου διεξήχθησαν οι κρίσιμες πολεμικές αναμετρήσεις.
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου έπαιξε ασφαλώς και το γεγονός ότι οι μεν Τούρκοι «έπαιζαν εντός έδρας» ενώ εμείς «εκτός έδρας». Ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα είχε πέσει στην τελματωμένη παγίδα της στρατηγικής «υπερεπέκτασης» (overexpansion) από το καλοκαίρι του 1921 και εξής, αφού κατείχε το μεγαλύτερο τμήμα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας. Ωστόσο, το ελληνοτουρκικό μέτωπο αποδείχτηκε τόσο εύθραυστο, ώστε εξαϋλώθηκε αστραπιαία, όταν εκδηλώθηκε η μεγάλη τουρκική αντεπίθεση του Αυγούστου του 1922. Έκτοτε, οι Τούρκοι καυχώνται με αλαζονεία ότι «πέταξαν τους Έλληνες στη θάλασσα».
Άρα, Ελλάδα – Τουρκία = 0 -5, στον τομέα αξιοποίησης των διαθέσιμων μέσων και πόρων για μεγιστοποίηση δυνατοτήτων και ελαχιστοποίηση αδυναμιών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την θουκυδίδεια ερμηνεία της Ιστορίας που βρίσκει διαχρονική και καθολική εφαρμογή, λαός, κράτος και στρατός που δεν διαθέτει κανένα από τα πέντε προαπαιτούμενα εχέγγυα της νίκης, οδηγείται νομοτελειακά στην ήττα, όπως ασφαλώς συνέβη στην περίπτωσή μας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τι να μας κάνουν, άραγε, βασιλείς, πολιτικοί, στρατηγοί, επιτελάρχες, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες, πυροβόλα, πολυβόλα, τουφέκια, βόμβες και αεροπλάνα, αφού πολεμήσαμε χωρίς να έχουμε προηγουμένως εξασφαλίσει ή εμπεδώσει καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις για τη νίκη, και μάλιστα εναντίον ενός ανελέητου εχθρού, διαχρονικά επιρρεπή σε άγριες σφαγές, εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες; Πώς ήταν δυνατόν να επικρατήσουμε, όταν την κρίσιμη δεδομένη στιγμή, όχι μόνον τους ξένους παίκτες, αλλά ούτε τους ίδιους μας τους εαυτούς και συμπατριώτες δεν κατορθώσαμε να πείσουμε για την αναγκαιότητα επέκτασης του ελληνικού κράτους ώστε να αποκτήσουμε τον πλήρη έλεγχο και των δύο πλευρών του Αιγαίου;
Σήμερα, λοιπόν, γνωρίζουμε ότι, αν ο Θουκυδίδης είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει και να σχολιάσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πιθανότατα θα κατέληγε στα εξής αιτιώδη συμπεράσματα: (1) εσωτερική αποσύνθεση και διχασμός, (2) αδιαφορία, δυσμενής ουδετερότητα ή ακόμη και εχθρότητα της διεθνούς κοινότητας, (3) άγνοια του μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος και υποτίμηση των ραγδαίων διεθνών μετεξελίξεων ως απόρροια του καταιγιστικού Α΄ ΠΠ, (4) απουσία στοιχειώδους προσδιορισμού εθνικών στόχων, (5) έλλειψη έγκαιρης και συντονισμένης κινητοποίησης όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων του έθνους, συνέθεσαν το παζλ που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στην – αναπόφευκτη τελικά – Μικρασιατική Καταστροφή.
Και όμως, τότε ακριβώς είχαμε τη χρυσή ευκαιρία να ενώσουμε και πάλι και τις δύο όχθες του Αιγαίου, στις οποίες ο Ελληνισμός μεσουράνησε για χιλιετίες: η μεν Ελλάδα στο πλευρό της νικήτριας Αντάντ, η δε Τουρκία στο πλευρό των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων, οι εκατέρωθεν διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις περίπου ισοδύναμες, οι οικονομίες των δύο χώρων περίπου ισάξιες, ο δε τότε λόγος μεταξύ ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού στα εδαφικά όρια της σημερινής Ελλάδας και Τουρκίας περίπου 1 προς 2, «η Ελλάς αναγεννώμενη, η Τουρκία θνήσκουσα» όπως – αλίμονο! – σημείωνε σε φωτογραφική καρτ-ποστάλ ο γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου, Σοφοκλής, τότε αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, καθώς στεκόταν με περηφάνεια δίπλα στον καταληφθέντα τάφο του Οσμάν Γαζή, πρώτου σουλτάνου του οθωμανικού κράτους, στην Προύσα το καλοκαίρι του 1920.
Αντιθέτως, στο τέλος «δεν υπήρξε σχεδόν τίποτα που να μην χάθηκε», για να παραφράσουμε τη πασίγνωστη αντίστοιχη ρήση του Θουκυδίδη ως σχόλιο για την τραγική κατάληξη της Σικελικής Εκστρατείας (415-413 π.Χ.) των Αθηναίων (Θουκ. 7.87.6: «oὐδέν [ἐστιν] ὃ,τι οὐκ ἀπώλετο», δηλ. σε ελεύθερη απόδοση: όλα χάθηκαν). Τελικά, συνέβη αυτό που είχε προφητεύσει ο οξυδερκής Ουίνστον Τσώρτσιλ ήδη από τέλη του 1920. Η ιστορία του Μικρασιατικού Πολέμου (1919-1922) μπορεί να περιγραφεί επιγραμματικά ως εξής: «πώς η Ελλάδα κέρδισε την αυτοκρατορία των ονείρων της, και πώς την απέρριψε όταν ξύπνησε».