Αναδημοσίευση από την ΠΤΗΣΗ, τεύχος 27, Αύγουστος 2022
Η Τουρκία και η πολιτική του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπη με αμερικανικές κυρώσεις και σε προστριβή με τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα, την ίδια στιγμή που το «βαθύ κατεστημένο» στην Ουάσιγκτον προσπαθεί να κρατήσει την Άγκυρα στους κόλπους της Δύσης. Από την εκδίωξη από το πρόγραμμα των F-35 και τις κυρώσεις CAATSA έως τα πρόσφατα «αντιαεροπορικά» του Κογκρέσου, μπορεί η γειτονική χώρα να ξανακερδίσει την εύνοια της υπερατλαντικής υπερδύναμης;
Να πούμε αρχικά πως η Τουρκία δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα, τουλάχιστον όχι με τα μέτρα και τα σταθμά που η ίδια διάλεξε να αυτοπροσδιοριστεί, από την κεμαλική γένεσή της πριν 100 χρόνια έως και τις αρχές του 21ου αιώνα. Αν και εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και στη γενικότερη δυτική αντίληψη, κατήργησε μαντίλες και φέσια, υιοθέτησε ένα λατινογενές αλφάβητο και ένα δυτικότροπο Σύνταγμα, κατοχύρωσε την ισονομία των δύο φύλων δίνοντας ψήφο στις γυναίκες από το 1934 (ενώ η Ελλάδα μόλις το 1952), διαχώρισε τη θρησκεία από το κράτος και υλοποίησε μια σειρά από σαρωτικές μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν σχεδόν κάθε οθωμανική δομή και παράδοση, σήμερα εμφανίζεται να βαδίζει σε αργή πορεία αναζήτησης ενός παράδοξου μίγματος νέας ταυτότητας.
Η πορεία αυτή γίνεται με επιδιώξεις οθωμανικής ισχύος, με φαντασιώσεις περιφερειακής δύναμης, με βαρύ ισλαμικό ένδυμα να ντύνει τον κεμαλικό εθνικισμό, με κοινωνικό συντηρητισμό και ιδιόρρυθμη ελλειμματική δημοκρατία. Επιπλέον, συμπληρώνεται με συνεχή αναζήτηση εχθρού (οι Έλληνες, οι Κούρδοι, οι δυτικοί, οι Αμερικανοί, οι ασεβείς, οι γκιουλενιστές, οι κομμουνιστές, οι Εβραίοι, οι εγχώριοι διανοούμενοι, οι συνδικαλιστές, και η λίστα δεν έχει τελειωμό) με πολιτική και στρατιωτική παρέμβαση στις τέσσερις πλευρές του ορίζοντα, αλλά πλέον και με συγκεκριμένο «χάρτη» διεκδικήσεων και χάρτα οραμάτων. Έτσι, με εκφράσεις και νεοπαγείς έννοιες όπως «Γαλάζια πατρίδα», «Τουρκία 2071», «Όραμα 2023», η ερντογανική Τουρκία κάνει εδώ και χρόνια μια -πρωτοφανή για την περιοχή μας, πρέπει να ομολογήσουμε- πολιτισμική και πολιτική αλλαγή.
Η μακροσκελής αυτή εισαγωγή (που όμως μόνο επιφανειακά θίγει το τι συμβαίνει σήμερα στην Τουρκία) γίνεται για να τονίσουμε ότι σε έναν πολυπολικό κόσμο όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να συμβούν χωρίς συνέπειες, τις οποίες η Τουρκία το βιώνει και μάλιστα πολύ έντονα, ειδικά στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες -και αυτό είναι κρίσιμο στην παρακάτω συζήτηση- με τη σειρά τους αυτοκαθορίζονται ως ο πρόμαχος της «δυτικής δημοκρατίας» και του δυτικού πολιτισμού, άρα έχουν ειδικό και δομικό λόγο να παρακολουθούν κάθε… απόκλιση των συμμάχων τους από αυτόν τον κανόνα.
Το τελευταίο σημάδι αμερικανοτουρκικής διάστασης ήταν η έγκριση πριν από λίγο καιρό από την Αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων (του ενός σώματος που συγκροτεί το Κογκρέσο) και με αρκετά ισχυρή πλειοψηφία, 244 υπέρ με 179 κατά (υπέρ 184 Δημοκρατικοί βουλευτές αλλά και 60 Ρεπουμπλικάνοι), μιας τροπολογίας που αναφέρει: «Απαγορεύεται στον Πρόεδρο των ΗΠΑ η πώληση ή εξαγωγή καινούριων F-16 ή τεχνολογίας αναβάθμισης ή συλλογών εκσυγχρονισμού F-16 προς την Τουρκία, εκτός αν ο Πρόεδρος παρέχει διαβεβαίωση προς το Κογκρέσο ότι μια τέτοια μεταφορά είναι προς το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ, περιλαμβάνοντας (σ.σ. η διαβεβαίωση) μια αναλυτική περιγραφή των ουσιαστικών βημάτων που έχουν γίνει ώστε να διασφαλιστεί ότι αυτά τα F-16 δεν θα χρησιμοποιηθούν από την Τουρκία για επαναλαμβανόμενες, μη εγκεκριμένες, υπερπτήσεις ελληνικού εδάφους».
Η τροπολογία ενσωματώθηκε στον προϋπολογισμό Άμυνας των ΗΠΑ για το 2023 (NDAA 2023) και εφόσον εγκριθεί και από τη Γερουσία, τότε θα γίνει νόμος του αμερικανικού κράτους.
H εξέλιξη αυτή όμως δεν είναι μοναδική. Υπάρχει μακρά προϊστορία σταδιακής επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η οποία αποτυπώθηκε και νομοθετικά στις ΗΠΑ με τροπολογίες του Κογκρέσου, που φανέρωναν όσο πιο επίσημα γίνεται ότι η Άγκυρα πρέπει να αναμένει ισχυρές αντιδράσεις. Να τονίσουμε το προφανές, ότι στη διεθνή πολιτική πρακτική είναι μεν σημαντικές οι δηλώσεις επισήμων, αλλά όταν έχουμε και νομοθέτηση πρακτικών, τότε υπάρχει άλλη βαρύτητα και δεσμεύουν αρκετά την όποια κυβέρνηση. Το τελευταίο είναι ακόμη πιο σημαντικό στις ΗΠΑ, όπου για να γίνει νόμος μια αρνητική και περιοριστική νομοθετική αναφορά σε ξένη χώρα -πόσο μάλλον τυπικά συμμαχική- πρέπει να προηγηθεί σημαντική διακομματική διαπραγμάτευση και παρασκήνιο. Άρα, η παραπάνω εξέλιξη και έχει αξία και σηματοδοτεί σοβαρή αλλαγή στάσης!
Α. Έτσι στον περσινό νόμο περί αμυντικού προϋπολογισμού, τον NDAA 2022, στην πρώτη χρονιά της θητείας Τζο Μπάιντεν, είχαμε αναφορά για τον ρόλο της «Τουρκίας και της Ρωσίας στη Συρία», σε μια διατύπωση που υπονοούσε πως είναι και οι δύο χώρες αντίθετες με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Β. Πιο πίσω, τον Δεκέμβριο του 2020, επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, η κυβέρνησή του είχε επιβάλει στην Τουρκία κυρώσεις με βάση τoν νόμο CAATSA (εγκρίθηκε το 2017 προβλέποντας κυρώσεις σε χώρες εχθρικές στις ΗΠΑ με αρχικό στόχο τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, αλλά επεκτάθηκε στη συνέχεια). Οι κυρώσεις προς την Άγκυρα στόχευσαν συγκεκριμένους αξιωματούχους και επέβαλαν περιορισμούς στην εξαγωγή οπλικών συστημάτων, όπως και στη δανειοδότηση της Άγκυρας για αγορά ή έρευνα και εξέλιξη αμυντικών συστημάτων. Η επιβολή τους ήταν πραγματικό σοκ για την Τουρκία, καθώς την επανέφερε 45 χρόνια πίσω, όταν μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο οι ΗΠΑ της είχαν επιβάλει ένα -βραχύβιο, δυστυχώς- εμπάργκο όπλων.
Γ. Την ίδια περίοδο με τις κυρώσεις του νόμου CAATSA ψηφιζόταν και ο NDAA 2021, δηλαδή ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ για το 2021. Σε αυτόν, το Κογκρέσο επιβεβαίωνε ότι η κατοχή των S-400 από την Τουρκία αποτελεί κίνδυνο ασφάλειας και κατέγραφε τα εξής: ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να επιβάλει στην Τουρκία τις κυρώσεις με βάση τη νομοθεσία CAATSA, δηλαδή όχι μόνο με πρωτοβουλία του Προέδρου, όπως είχε ήδη γίνει, αλλά και με εντολή των νομοθετικών σωμάτων. Στη συνέχεια, σε περίπτωση άρσης των κυρώσεων μετά από ένα έτος, έπρεπε να αιτιολογηθεί από τον Λευκό Οίκο ότι η Τουρκία δεν κατέχει πλέον τους ρωσικούς πυραύλους και ότι δεν προτίθεται να τους ξαναπρομηθευτεί ή να πάρει κάτι ανάλογό τους από τη Ρωσία. Επίσης, σε άλλο άρθρο του νόμου επεκτεινόταν η ισχύς παλαιότερων κυρώσεων στον αγωγό TurkStream που μεταφέρει -μέσω Τουρκίας- φυσικό αέριο από τη Ρωσία προς την Ευρώπη.
Δ. Ένα χρόνο νωρίτερα, στον NDAA 2020 υπήρχε πρόβλεψη ότι απαγορεύεται στο αμερικανικό υπουργείο Άμυνας η διάθεση κονδυλίων στην Τουρκία που να υποβοηθούν είτε την παράδοση μαχητικών F-35 είτε την προετοιμασία οποιασδήποτε σχετικής υποδομής. Αναφερόταν επίσης ότι αυτή η παράδοση μπορεί να γίνει αφού βεβαιωθεί ότι η Τουρκία έχει απαλλαγεί από τους S-400, αλλά και εφόσον δεν έχει παραλάβει ή δεν προτίθεται να παραλάβει άλλο ρωσικό αμυντικό υλικό, ενώ καλούνταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να επιβάλει κυρώσεις. Να θυμίσουμε εδώ ότι από τον Ιούλιο του 2019 η Άγκυρα είχε αποβληθεί στην πράξη από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και αγοράς των F-35. Σε άλλη παράγραφο γινόταν και μια πιο «λιτή» αλλά ίσως πολύ κρίσιμη νέα αναφορά στο τουρκικό καθεστώς, ότι δηλαδή «εργάζεται μαζί με το Ιράν και τη Ρωσία…, για να αυξήσει την επιρροή της Τεχεράνης στη Συρία». Η πρόταση έδειχνε ξεκάθαρα στην Άγκυρα ότι είχε «τραβήξει το σχοινί» με τη δράση της στη Συρία και την εισβολή της εκεί, καθώς είχε βρει σημεία επαφής τόσο με τη Ρωσία όσο και με το Ιράν.
Ε. Πιο πίσω χρονικά, στον NDAA 2019, πάλι επί προεδρίας Τραμπ, είχε επισημανθεί η αρνητική στάση της Τουρκίας με την παράνομη κράτηση Αμερικανών πολιτών όπως ο πάστορας Andrew Brunson, ενώ είχε επιβληθεί να υποβάλει ο υπουργός Άμυνας αναφορά στο Κογκρέσο για την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων ειδικά σε θέματα άμυνας, για τους κινδύνους ασφάλειας που προκαλεί η προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Άγκυρα. Είχε μάλιστα τεθεί και όρος ότι «δεν μπορεί να γίνει παράδοση των μαχητικών F-35 στην Τουρκία μέχρι να υποβληθεί η έκθεση».
ΣΤ. Η παραπάνω καταγραφή συμπληρώνεται από τη δυσαρέσκεια που είχε εκφράσει η κυβέρνηση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα το 2016, όταν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το καθεστώς Ερντογάν είχε εξαπολύσει ένα κύμα διώξεων αντιφρονούντων, το οποίο είχε συμπεριλάβει χιλιάδες «δικαίους και αδίκους». Να υπενθυμίσουμε ότι αμέσως μετά το πραξικόπημα, το οποίο ο Ερντογάν χρέωσε στους Γκιουλενιστές, δηλαδή στους οπαδούς του θρησκευτικού ηγέτη Φετουλάχ Γκιουλέν (παλαιού συμμάχου του…), απαίτησε την έκδοσή του από τις ΗΠΑ όπου και ζούσε. Διέρρεε ακόμη με κάθε ευκαιρία ότι το πραξικόπημα -εν μέρει ή και ολοκληρωτικά- οργανώθηκε με «αμερικανική εποπτεία και άδεια», κάτι που αρνήθηκε κατηγορηματικά ο πρόεδρος Ομπάμα, χωρίς όμως να αλλάξει την πίστη των οπαδών του Τούρκου Προέδρου.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 15 Ιουλίου 2016: Τουρκία, το πραξικόπημα-παρωδία
Από τα παραπάνω -επιγραμματικά, γιατί υπάρχουν ακόμη αρκετά συμβάντα- γίνεται προφανές ότι τρεις συνεχόμενοι Πρόεδροι των ΗΠΑ, Ομπάμα, Τραμπ, Μπάιντεν, και Κογκρέσο, έρχονται σταδιακά σε ρήξη με την Άγκυρα. Η συγκρουσιακή πορεία εξελίσσεται σε πρωτοφανή βαθμό, τουλάχιστον στο πεδίο των στρατιωτικών εξοπλισμών, με το να «εκπαραθυρώνεται» η Άγκυρα από το πρόγραμμα των F-35 και να μπλοκάρεται η αγορά νέων αμερικανικών όπλων αλλά και η αναβάθμιση παλαιοτέρων, με ειδική αναφορά στα F-16, τα οποία αποτελούν τον κορμό της Αεροπορίας της. Κύριο σημείο διαφοροποίησης συγκριτικά με το παρελθόν είναι ότι όχι μόνο η εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ (Πρόεδρος-κυβέρνηση) λαμβάνει μέτρα κατά της Τουρκίας, αλλά κινητοποιείται η πολύ πιο δυσκίνητη -συνήθως- νομοθετική εξουσία να κάνει το ίδιο.
Η Τουρκία… συσπειρώνει τους αντιπάλους της
Πώς φθάσαμε όμως σε αυτήν την κατάσταση; Θα τονίσουμε τρία στοιχεία. Πρώτον, ότι η τουρκική επιθετική εξωστρέφεια σε Συρία, Αζερμπαϊτζάν, Λιβύη, Ιράκ, Κεντρική Ασία και Αφρική γενικότερα, αλλά ακόμη περισσότερο η ισλαμική μεταστροφή της, έχουν ανησυχήσει κύκλους επιρροής εντός και εκτός των ΗΠΑ εδώ και χρόνια. Υπάρχουν κάποια γεγονότα-σταθμοί, όπως η ρήξη με το Ισραήλ το 2010, με το επεισόδιο του τουρκικού πλοίου Mavi Marmara. Η ρήξη εκείνη εντάθηκε στα επόμενα χρόνια, καθώς η Τουρκία έγινε χώρος ελεύθερης διακίνησης των στελεχών της οργάνωσης Χαμάς -στα οποία η Άγκυρα πρόσφερε έως και διαβατήρια-, γεγονός που κινητοποίησε αντίστοιχα το αμερικανοεβραϊκό λόμπι, το οποίο είναι το καλύτερα οργανωμένο και από τα ισχυρότερα σε επιρροή.
Απελάσεις μελών της Χαμάς από την Τουρκία, για ικανοποίηση του Ισραήλ
Υπάρχει ακόμη η αζέρικη εισβολή στην Αρμενία το 2020 που ενεργοποίησε το αρμενοαμερικανικό λόμπι, μικρό σε μέγεθος, αλλά με αρκετή δύναμη που εκπορεύεται από συγκεκριμένες προσωπικότητες, το οποίο επίσης πίεσε κατά της Τουρκίας. Δεν πρέπει επίσης να παραλείψουμε ότι αμερικανικοί πολιτικοί κύκλοι δεν είχαν ξεχάσει ότι το 2003, όταν οι ΗΠΑ ξεκινούσαν την εισβολή στο Ιράκ, η Τουρκία είχε αρνηθεί τη χρήση των εδαφών της από τα αμερικανικά στρατεύματα. Αμερικανικές «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) προειδοποιούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με την Τουρκία, καθώς η τελευταία αλλάζει συμπεριφορά και αναζητά να γίνει ημιανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη.
Ο Ερντογάν επιβεβαίωσε ότι η Τουρκία θα πληρώνει σε ρούβλια για ρωσικό αέριο
Ακόμη, η τουρκική παρέμβαση στη Συρία, η οποία έγινε ανεξάρτητα από την αντίστοιχη των δυτικών χωρών (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία κ.ά.), έδειξε ότι η Άγκυρα είχε ειδική ατζέντα για την περιφέρειά της, αλλά και δεν διστάζει να συνεργαστεί και με το «διάβολο»: από τη Ρωσία έως ένοπλες ομάδες φιλικές με τους τζιχαντιστές, για να στήσει το δικό της συριακό «περίβολο», ενώ το ίδιο έκανε και στη Λιβύη, πάλι σε συνεργασία με ισλαμιστές εξτρεμιστές.
Ακόμη όμως και το 2015 η εξώθηση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο καταγράφηκε ως επικίνδυνη εργαλειοποίηση της συριακής κρίσης. Φυσικά, υπάρχει και η αμφίσημη στάση της Τουρκίας με τη Ρωσία, από την αγορά των S-400 έως τις ευρύτερες συμπαιγνίες με τον Πούτιν, αλλά και πρόσφατα με την άρνησή της να συνταχθεί στις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, που έχουν επιβεβαιώσει σε μεγάλο αμερικανικό κοινό ότι η Άγκυρα έχει περάσει πολλές κόκκινες γραμμές και ίσως μάλιστα ανεπιστρεπτί.
EKTAKTO: «Η Τουρκία υπέγραψε και για τη 2η παρτίδα S-400» αναφέρει το πρακτορείο TASS
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι αμερικανικοί προβληματισμοί για τις τουρκικές φιλοδοξίες κατάφεραν να συναντήσουν -έπειτα από πολλά χρόνια- και την αναβίωση του ελληνοαμερικανικού λόμπι μέσα από διάφορες πρωτοβουλίες και ενέργειες, όπως της οργάνωσης HALC (Hellenic American Leadership Council) και της καμπάνιας «No Jets for Turkey» (αλλά και της καμπάνιας κατά των τουρκικών F-35 προηγουμένως).
Το ελληνικό λόμπι, το οποίο ποτέ δεν ήταν πολύ ισχυρό στις ΗΠΑ, είχε μεγάλα σκαμπανεβάσματα στη δράση και επιρροή του. Τα τελευταία χρόνια όμως είδε «νέο αίμα» να μπαίνει στις τάξεις του, στο οποίο βοήθησε σε κάποιο βαθμό η ανασυγκρότηση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, αλλά το κυριότερο, βρήκε στο Κογκρέσο πρόθυμους ακροατές, όπως ο γερουσιαστής Bob Menendez. Ο Αμερικανός πολιτικός μαζί με σειρά άλλων νομοθετών -και όχι μόνο Ελληνοαμερικανών- τάχθηκε κατά της Τουρκίας αναγνωρίζοντας σε αυτήν μια επικίνδυνη πλέον χώρα για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και ένα καθεστώς το οποίο απομακρύνεται ταχέως από τη δυτική δημοκρατική παράδοση και την αμερικανική σφαίρα επιρροής. Αντίθετα, στρέφεται προς τη Ρωσία, την Κεντρική Ασία και το ευρύτερο Ισλάμ.
Ρ. Μενέντεζ: Να σταματήσει η Τουρκία τις προκλήσεις προς την Ελλάδα, τελεία και παύλα
Το τρίτο στοιχείο είναι ότι συγκροτήθηκε μέσα στην τελευταία πενταετία ένας κύκλος πολιτικών εντός των αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων και από τα δύο κόμματα, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων (κάτι πολύ σημαντικό), που επικοινώνησαν και συντονίστηκαν στο να κατοχυρώσουν με νόμους τις ισχυρές προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα. Κάποιοι από αυτούς είναι και φιλέλληνες (με πιο σύγχρονη έννοια βέβαια και όχι εκείνη τη ρομαντική του 1821), δηλαδή πολιτικοί που βλέπουν στην Ελλάδα μια χώρα με μεγάλα μεν προβλήματα, αλλά που εδώ και πολλές δεκαετίες παραμένει σύμμαχος -παρά τον όποιο αντιαμερικανισμό-, συγκριτικά πάντως πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι η Τουρκία, με αρκετές προοπτικές εξέλιξης στρατηγικά και με διάθεση να υποστηρίξει και να μετέχει στις αμερικανικές πρωτοβουλίες.
Le Figaro: «Αντιδυτική συμμαχία τριών αυταρχικών ηγετών» η συνάντηση κορυφής Ιράν, Ρωσίας, Τουρκίας
Μπορεί η Άγκυρα να «επιστρέψει»;
Ένας «τρόπος επιστροφής» είναι αν η Τουρκία παραλάβει κάποια στιγμή F-16, που τα ζητά έντονα, ή άλλο μεγάλης αξίας αμερικανικό οπλικό σύστημα, ειδικά όταν η αμερικανική κυβέρνηση Μπάιντεν δηλώνει πως «συμφωνεί με την πώληση/αναβάθμιση» των F-16. Κάτι τέτοιο δεν μπορούμε φυσικά να το αποκλείσουμε στο διηνεκές, αλλά προς το παρόν δεν φαίνεται πιθανό. Ας σημειωθεί ότι η δήλωση αξιωματούχων του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας πως στηρίζουν την πώληση F-16 στην Τουρκία δεν έχει συνοδευθεί μέχρι τώρα από προσπάθεια στο παρασκήνιο να βρεθούν συμμαχίες στο Κογκρέσο, που να βοηθήσουν σε μια τέτοια εξέλιξη.
Το γενικότερο ερώτημα όμως είναι αυτό του προλόγου μας: με όλη αυτή την αμερικανική αντίδραση, πλέον νομοθετημένη, τόσο καυστική και ειδικά κατά ΝΑΤΟϊκής χώρας, υπάρχει χώρος επαναπροσέγγισης Ουάσιγκτον-Άγκυρας; Η ρεαλιστική απάντηση είναι… «ναι», αλλά εξαρτάται από δύο εκλογικές διαδικασίες.
Η πρώτη είναι εντός ΗΠΑ, τον Νοέμβριο φέτος, όπου θα επανεκλεγεί όλη η Βουλή των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο των Γερουσιαστών. Αναμένεται επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων, οπότε θα δούμε αν η νέα σύνθεση θα είναι πρόθυμη να στηρίξει την πίεση προς την Τουρκία. Εδώ μεγάλη σημασία έχει αν θα επανεκλεγούν οι Ελληνοαμερικανοί βουλευτές Chris Pappas, Gus Bilirakis, Nicole Malliotakis, John Sarbanes και Dina Titus, αν βγουν οι Ted Deutch, Carolyn Maloney και Andy Levin που στηρίζονται και από το αμερικανοεβραϊκό λόμπι, ο Frank Pallone και η Anna Eshoo με δεσμούς με την αρμενική κοινότητα, ο Bras Schneider με ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια, οι David Cicilline, Grace Meng, η Jackie Speier με θητεία στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής, η Zoe Lofgren κ.ά. O γερουσιαστής Menendez πάντως συνεχίζει τη θητεία του. Η αναφορά στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα γίνεται γιατί εκεί υπάρχει προς το παρόν κάποια ανεκτικότητα προς την Τουρκία, όχι λόγω «συμπάθειας» προς τον Ερντογάν, αλλά με βασικό σκεπτικό να συγκρατηθεί η Άγκυρα από το να διολισθήσει προς τη Ρωσία. Οπότε οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πιο πρόθυμοι να δουν παραχωρήσεις, εφόσον όμως υπάρχει τουρκική ανταπόδοση.
Η δεύτερη διαδικασία είναι αυτή των εθνικών εκλογών στην Τουρκία, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2023. Σε αυτές ναι μεν ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να καθιερώσει απόλυτα την εξουσία του, αλλά δεν μπορεί να αποφύγει τον σκόπελο και τη σχετικά ανόθευτη διεξαγωγή τους, καθώς ο ρεπουμπλικανισμός (η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας) παραμένει ισχυρός στην Τουρκία. Αν ο Ερντογάν υποστεί ήττα και επικρατήσει το Κεμαλικό κόμμα (CHP) του Κιλιντσάρογλου, ίσως με στήριξη από το κόμμα του Μέλλοντος του Νταβούτογλου, τότε η πολιτική αλλαγή μπορεί να παρουσιαστεί ως «επιστροφή στη δυτική συμμαχία». Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι ανακουφιστική για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και μπορεί να φέρει και ραγδαία στήριξη της Τουρκίας, ακριβώς για να σταθεροποιηθεί το νέο σχήμα και να αποκλειστεί η ισλαμική (επι)στροφή του Ερντογάν. Το ζήτημα είναι ότι οι διάδοχοι του Ερντογάν, είτε αυτοί είναι από την εθνικιστική ακροδεξιά είτε από το κέντρο, τον συναγωνίζονται σε ρητορική κατά της Ελλάδος, ασπαζόμενοι και αυτοί πολύ ή λιγότερο το όραμα περί «μεγάλης Τουρκίας».
Άρα, σε σχετικά σύντομο χρόνο, λιγότερο από έτος, μπορεί να δούμε εξελίξεις που να φέρουν την Άγκυρα πίσω στο δυτικό προσκήνιο με παροχές από τις ΗΠΑ, οι οποίες να περιλαμβάνουν και σημαντικά οπλικά συστήματα. Το ζήτημα είναι ότι τέτοιες παλινωδίες και γίνονται διεθνώς και επαναλαμβάνονται αφελώς, με την Τουρκία να έχει καταφέρει -και πριν τον Ερντογάν, αλλά κυρίως με αυτόν- να διατηρεί την ημιαυτονομία και την «ιδιαιτερότητά» της στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής και με ανυποχώρητες τις διεκδικήσεις της από την Ελλάδα. Κατά την άποψη μας, θα είναι λάθος για τη χώρα μας να επαναπαυθεί στις τρέχουσες θετικές για αυτή εξελίξεις. Αντίθετα, οφείλει να αναμένει μια νέα τουρκική πίεση, είτε για εκλογική εκτόνωση του Ερντογάν είτε ως «απόδειξη» των διαδόχων του ότι παραμένουν πιστοί στον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό.