Μια χώρα η οποία από τη δεκαετία του ’90 και για δύο δεκαετίες ζούσε υπό καθεστώς δικακτορίας, το 2010 προσπάθησε να βρει ξανά το δημοκρατικό βηματισμό της αλλά ένα χρόνο πριν ακριβώς, ο στρατός ανέτρεψε ξανά τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.
Σήμερα οι πολίτες της Μιανμάρ, οι οποίοι έχουν πληρώσει με αίμα την αντίστασή τους στη στρατιωτική χούντα, επέλεξαν να πραγματοποιήσουν μία σιωπηλή απεργία, έπειτα από έκκληση της αντιπολίτευσης.
“Κανείς στη συνοικία μου δεν βγαίνει από το σπίτι του, οι δυνάμεις ασφαλείας κάνουν περιπολίες”, δήλωσε ένας κάτοικος της Ρανγκούν.
“Η σιωπή είναι η πιο ισχυρή κραυγή που μπορούμε να απευθύνουμε στους στρατιώτες και την αιματηρή καταστολή τους”, έγραψε ένας αντιφρονών στο Twitter.
Μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου 2021 εναντίον της εκλεγμένης ηγέτιδας της χώρας, Αούνγκ Σαν Σου Τσι έχουν πραγματοποιηθεί πολλές σιωπηλές απεργίες, μία εκ των οποίων τον Δεκέμβριο στη διάρκεια της οποίας άδειασαν οι δρόμοι της χώρας.
Μιανμάρ: σε 4 χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε η πρώην πρόεδρος Αούνγκ Σαν Σου Τσι
Οι στρατηγοί είχαν προειδοποιήσει τότε ότι πλέον τέτοιου είδους ενέργειες ενδέχεται να χαρακτηρίζονται εσχάτη προδοσία. Επίσης είχαν απειλήσει να πάρουν τον έλεγχο των καταστημάτων που μένουν κλειστά.
Σήμερα ο επικεφαλής της χούντας Μιν Αούνγκ Χλάινγκ δεσμεύθηκε σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Global New Light να οργανώσει “ελεύθερες και δίκαιες” εκλογές “μόλις η κατάσταση ηρεμήσει και σταθεροποιηθεί”.
Το τίμημα της αντίστασης και οι υποσχέσεις της Δύσης
Μέσα σε ένα χρόνο από το πραξικόπημα περισσότεροι από 1.500 πολίτες έχουν χάσει τη ζωή τους ενώ το μπαράζ των συλλήψεων του καθεστώτος έχει σωρεύσει στη φυλακή περίπου 9.000 πολίτες.
Ο ΟΗΕ ανακοίνωσε σήμερα ότι προτίθεται να ξεκινήσει έρευνα, προκειμένου να διερευνήσει αν διαπράχθηκαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
“Η διεθνής δικαιοσύνη έχει πολύ μακρά μνήμη”, προειδοποίησε ο Νίκολας Κούμζιαν επικεφαλής του ανεξάρτητου μηχανισμού έρευνας του ΟΗΕ για τη Μιανμάρ.
Η Ουάσινγκτον από την πλευρά της έχει καταδικάσει πολλές φορές την κατάσταση στη Μιανμάρ ενώ μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία και τον Καναδά, έχουν επιβάλει κυρώσεις σε επτά πρόσωπα και δύο οντότητες “που συνδέονται με το στρατιωτικό καθεστώς στη Μιανμάρ”.
Τα πρόσωπα αυτά είναι υψηλόβαθμοι δικαστικοί της χώρας, ο γενικός εισαγγελέας, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου και ο επικεφαλής της επιτροπής κατά της διαφθοράς.
Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν σε δηλωσεις του με αφορμή την επέτειο για τον ένα χρόνο από την εκδήλωση του πραξικοπήματος προειδοποίησε ότι “για όσο διάστημα το καθεστώς στερεί από τον λαό της Μιανμάρ τη δημοκρατική του φωνή, θα αναγκάζουμε τους στρατιωτικούς και τους υποστηρικτές τους να πληρώνουν”. “Λέω στον βιρμανικό λαό: δεν έχουμε ξεχάσει τη μάχη σας” σημείωσε ο αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος και στο παρελθόν έχει καταδικάσει χρησιμοποιώντας αυστηρούς τόνους τη βίαια καταστολή του καθεστώτος.
Αλλά και η βρετανίδα υπουργός Εξωτερικών Λις Τρας σε δικές της δηλώσεις επεσήμανε ότι το Λονδίνο “θα υπερασπίζεται πάντα το δικαίωμα στην ελευθερία (…) Θα αναγκάσουμε αυτό το βίαιο και κατασταλτικό καθεστώς να λογοδοτήσει”.
Αούνγκ Σαν Σου Τσι: Μια ηγέτης στη φυλακή, ένα Νόμπελ Ειρήνης και η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο
Η 76χρονη Αούνγκ Σαν Σου Τσι η οποία ηγείτο της Μιανμάρ τα από το 2015 έως και το 2021 έχοντας στην ουσία πρωθυπουργικές εξουσίες, βρίσκεται στη φυλακή.
Εναντίον της έχουν απαγγελθεί πολλές κατηγορίες (παραβίαση της νομοθεσίας περί κρατικών μυστικών, εκλογική νοθεία, στάση, υποκίνηση σε ταραχές, διαφθορά) και έχει ήδη καταδικαστεί σε έξι χρόνια κάθειρξη.
Η Σου Τσι δεν είναι μια τυχαία προσωπικότητα. Έχει τιμηθεί με Νόμπελ Ειρήνης το 1991 για τον πολύχρονο αγώνα της κατά των πραξικοπηματικών, είχε φυλακιστεί και στο παρελθόν ενώ για 15 ολόκληρα χρόνια βρισκόταν σε κατ’οίκον περιορισμό.
Ωστόσο η φήμη της αμαυρώθηκε εξαιτίας της δίωξης των Ροχίνγκια – εθνοτικής μουσουλμανικής μειονότητας της Μιανμάρ – την περίοδο 2018-2018, την οποία αξιωματούχοι του ΟΗΕ χαρακτήρισαν ως εθνοκάθαρση.
Το 2019 αντιμετώπισε κατηγορίες από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στο οποίο αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι συνέβαινε εθνοκάθαρση των Ροχίνγκια.
Η στάση της Δύσης, η Κίνα, η Ινδία και το μέλλον της χώρας
Οι δυναμικές διαδηλώσεις των αντιφρονούντων έναντι της χούντας έχουν προσλάβει πλέον διαφορετικά χαρακτηριστικά, βυθίζοντας τη χώρα στο χάος. Ένοπλες πολιτοφυλακές αλλά και σώματα εθνοτικών μειονοτήτων έχουν συγκρουστεί ανοιχτά με τον στρατό, με αποτέλεσμα το καθεστώς να εντείνει ακόμη περισσότερο την καταστολή.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης η ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ για τη Μιανμάρ Νοελίν Χέιζερ ζήτησε χθες να διεξαχθεί “μια ανθρωπιστική συνάντηση” με τη συμμετοχή “των περισσότερων πλευρών που συμμετέχουν” στη σύγκρουση.
Σε κοινή τους ανακοίνωση οι υπουργοί Εξωτερικών της Αυστραλίας, της Βρετανίας, της Νότιας Κορέας, των ΗΠΑ, του Καναδά και της ΕΕ κάλεσαν τη διεθνή κοινότητα να σταματήσει τη ροή “όπλων και εξοπλισμού” προς τους στρατιωτικούς στη Μιανμάρ.
Ωστόσο πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι θεωρούν ιδιαίτερα ήπιες αυτές τις πρωτοβουλίες, προεξοφλώντας ότι θα έχουν μηδαμινό αποτέλεσμα. Και είναι αλήθεια ότι στην ουσία η Δύση – η οποία απέναντι σε άλλα “φιλικά” καταπιεστικά καθεστώτα ποιεί την νήσσαν… – δεν παίρνει αποφάσεις οι οποίες θα μπορούσαν πραγματικά να πιέσουν την χούντα στη Μιανμάρ.
Όπως για παράδειγμα ένα σκληρό οικονομικό εμπάργκο κατά του καθεστώτος της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, ότι αν στη Δύση ασκείται κριτική για το ότι “δεν κάνει αρκετά” για τη Μιανμάρ, οι δύο μεγάλες δυνάμεις στην περιοχή, η Κίνα και η Ινδία, αντιμετωπίζουν με χαρακτηριστική ουδετερότητα τους πραξικοπηματίες.
Αυτή η στάση τους εδράζεται στα συμφέροντα των δύο “γιγάντων” στην ευρύτερη περιοχή: η Κίνα έχει πραγματοποιήσει μεγάλες επενδύσεις στην Μιανμάρ, οι οποίες θέλει να δει να υλοποιούνται.
Η σημαντική επιρροή την οποία ασκεί στη χώρα εντάσσεται στα πλαίσια του γνωστού προγράμματος «Μία Ζώνη ένας Δρόμος» και η κινεζική ηγεσία θέλει προφανώς να ομαλοποιηθεί η κατάσταση αλλά δεν ασκεί κριτική στις ενέργειες του καθεστώτος της Μιανμάρ.
Αλλά και η Ινδία έχει σημαντικά σχέδια για τη γειτονική της χώρα, με την οποία μοιράζονται 1.600 χλμ. κοινών συνόρων. Το Νέο Δελχί μαζί με τη Μιανμάρ και τη Ταϊλάνδη έχουν συνάψει συμφωνίες για την πραγματοποίηση σημαντικών έργων υποδομών αλλά και τη δημιουργία Ειδικής Οικονομικής Ζώνης.
Κατά συνέπεια, ο λαός της Μιανμάρ δείχνει να έχει βρεθεί μέσα σε μία δίνη αντικρουόμενων συμφερόντων, τα οποία επηρεάζουν το μέλλον του. Και μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση ή έστω καταφέρει να ασκήσει αποτελεσματική επιρροή κάποιος από τους διεθνείς παράγοντες, η “μεταβατική” – όπως χαρακτηρίζει η ίδια – κυβέρνησή της Μιανμάρ θα ασκεί με σιδερένια πυγμή την εξουσία της στους 50 εκατ. πολίτες μιας χώρας, η οποία φαίνεται ότι έχει να παίξει σημαντικό ρόλο στις γεωπολιτικές ανακατάξεις στην περιοχή.
(Με πληροφορίες από το AΠΕ – ΜΠΕ)