Ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, ο υποψήφιος της άκρας δεξιάς, και ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, ο υποψήφιος της αριστεράς, πέρασαν χθες Κυριακή στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Χιλή, εξέλιξη που επιβεβαίωσε την αποδυνάμωση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων στη χώρα.
Κατά τα σχεδόν τελικά αποτελέσματα – με το 95,58% των ψήφων να έχει ενσωματωθεί –, ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, πρώην βουλευτής, δικηγόρος, 55 ετών, καταλαμβάνει την πρώτη θέση, με το 27,95% των ψήφων, μπροστά από τον Γκαμπριέλ Μπόριτς, άλλοτε ηγέτη του φοιτητικού κινήματος και πρώην βουλευτή, 35 ετών, που λαμβάνει το 25,71% των ψήφων.
Ο κ. Καστ, που δηλώνει πως θαυμάζει τον βραζιλιάνο πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου και τον αμερικανό πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ υπερασπίζεται τη νεοφιλελεύθερη «οικονομική κληρονομιά» της στρατιωτικής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ (1973-1990), υποσχέθηκε σε εκατοντάδες υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (άκρα δεξιά) ότι θα αποκαταστήσει «την ειρήνη, την τάξη, την πρόοδο και την ελευθερία», θεωρώντας δεδομένη τη νίκη του.
«Ακούσαμε την πλειοψηφία των Χιλιανών, που θέλει μια χώρα ειρηνική και ασφαλή», πρόσθεσε ο γεννημένος στη Γερμανία πατέρας εννιά παιδιών.
Ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, υποψήφιος της συμμαχίας της αριστεράς «Apruebo dignidad» («Εγκρίνω την αξιοπρέπεια»), υπόσχεται από την πλευρά του να προωθήσει σχέδιο «μεταμόρφωσης της χώρας, σοβαρό και υπεύθυνο, που θα εγγυάται καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους».
«Δεν κατεβήκαμε στους δρόμους για να μείνουν τα πάντα ίδια», τόνισε στους υποστηρικτές του ο πρώην ηγέτης της συνομοσπονδίας οργανώσεων φοιτητών πανεπιστημίων της Χιλής, αναφερόμενος στο κίνημα κοινωνικής αμφισβήτησης άνευ προηγουμένου που συγκλόνισε τη χώρα στα τέλη του 2019.
Αυτοί οι δύο υποψήφιοι θεωρούνταν φαβορί βάσει των δημοσκοπήσεων για να περάσουν στον δεύτερο γύρο της 19ης Δεκεμβρίου. Αυτοπροβλήθηκαν σαν outsiders, καθώς δεν είχαν καμιά σχέση με τις συμμαχίες της δεξιάς και της κεντροαριστεράς που κυβέρνησαν τη χώρα μετά το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος.
Δεκαπέντε εκατομμύρια ψηφοφόροι – επί συνόλου πληθυσμού 19 εκατομμυρίων – κλήθηκαν στις κάλπες για να αναδείξουν τον επόμενο πρόεδρο μεταξύ επτά υποψηφίων, να ανανεώσουν το σύνολο της σύνθεσης της Βουλής, τη μισή σύνθεση της Γερουσίας, καθώς και των περιφερειακών συμβουλίων.