Το Focke-Wulf Fw 187 «Falke» ήταν ένα μονοθέσιο – και διθέσιο σε μεταγενέστερες εκδόσεις – μαχητικό υψηλών επιδόσεων όπου, παρά τα εντυπωσιακά πτητικά αποτελέσματα με κινητήρες χαμηλής ισχύος, δεν πέρασε ποτέ σε μαζική παραγωγή, έχοντας αποτύχει να κερδίσει την εμπιστοσύνη και υποστήριξη του Γερμανικού Υπουργείου Αεροπορίας (RLM). Ο λόγος είναι ότι στεκόταν κάπου ανάμεσα στα Messerschmitt Bf 109 και Bf 110.
Η αρχή των πάντων έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν το Dornier Do 17 επικράτησε έναντι καθενός μονοκινητήριου σε ευρωπαϊκούς αγώνες ταχύτητας. Η επιτυχία του στο συγκεκριμένο διαγωνισμό ήταν αυτή που ενέπνευσε τις αεροπορικές βιομηχανίες ανά τον κόσμο στην κατασκευή δικινητήριων μαχητικών και ταχέων βομβαρδιστικών, όπου η παραγωγή ισχυροτέρων εμβολοκινητήρων οδηγούσε σε όλο και πιο ριζοσπαστικούς σχεδιασμούς.
Το Fw 187 αναπτύχθηκε ως ιδέα το 1935, μετά από πρωτοβουλία του μηχανικού αεροναυπηγικής και πιλότου δοκιμών Kurt Tank, ο οποίος όμως δεν απέβλεπε σε ένα βαρύ μαχητικό ή καταδρομικό εναντίον εδαφικών στόχων, αλλά σε ένα μονοθέσιο μακράς εμβελείας. Τελικά το project ξεκίνησε στις αρχές του 1936 για ένα δικινητήριο τροφοδοτούμενο με Daimler-Benz DB-600 των 960 ίππων (που θα έβγαιναν συντόμως στην παραγωγή), σκοπεύοντας στη μέγιστη ταχύτητα των 560 χλμ την ώρα. Παρουσιάστηκε στο Βερολίνο σε έκθεση νέων οπλικών συστημάτων και αεροσκαφών υπό την παρουσία υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Ράϊχ, συμπεριλαμβανομένου και του Χίτλερ αυτοπροσώπως. Το Υπουργείο Αεροπορίας έδωσε την έγκριση για τη δημιουργία τριών πρωτοτύπων, αλλά υπό τον όρο της αλλαγής των προτεινόμενων κινητήρων με τους χαμηλοτέρας ισχύος Junkers Jumo 210 των 680 ίππων.
Ο όλος σχεδιασμός ήταν αξιοπρόσεκτος και σύμφωνος με τις προδιαγραφές ενός δικινητήριου (εξ ολοκλήρου μεταλλικού) μαχητικού της εποχής. H ορατότητα απογείωσης και πορείας πτήσεως ήταν εξέχουσα από το πιλοτήριο, τοποθετημένο επάνω σε μια αρκετά λεπτή και μακριά άτρακτο. Κατέληγε σε κλασικό ουραίο και στηριζόταν σε συμβατικό σύστημα προσγείωσης με τους τροχούς να ανασύρονται στα ατρακτίδια των κινητήρων. Το μήκος του έφτανε τα 11,10 μέτρα, το άνοιγμα πτερύγων τα 15,30, ενώ το ύψος του τα 3,85. Στο αρχικό πλάνο ήταν πολύ ελαφρά οπλισμένο για τα πρότυπα του τελών του 1930, έχοντας μόνο δύο πολυβόλα MG 17 των 7,92 χιλ.
Δύο πρωτότυπα δοκιμάστηκαν την Άνοιξη και το Καλοκαίρι αντίστοιχα του 1937. Το πρώτο, Fw 187 V1, έφτασε την ταχύτητα των 523 χιλ. την ώρα, ξεπερνώντας αισθητά αυτήν του Μesserschmitt Bf 109B. Ο χειρισμός του ήταν θαυμάσιος στην ανύψωση και την κατάδυση, είχε ικανοποιητικούς κύκλους στροφής, ενώ εντυπωσίασε και με την απόδοσή του σε υψόμετρο άνω των 32.000 ποδιών. Μερικές μεταβολές έγιναν (όπως νέοι έλικες) πριν δοκιμαστεί το δεύτερο, Fw 187 V2, το οποίο πέταξε με τους βελτιωμένους Jumo 210 G. Καταστράφηκε όμως κατά την προσγείωση μετά από πρόβλημα σε έναν από τους τροχούς. Ανάλογη τύχη είχε και το πρώτο πρωτότυπο, περίπου έναν χρόνο αργότερα.
Το τρίτο κατασκευάστηκε σε διθέσια έκδοση, κάτι που από την αρχή επιθυμούσε το Υπουργείο Αεροπορίας. Η άτρακτος επιμηκύνθηκε ελαφρώς και τροποποιήθηκαν και τα ατρακτίδια κινητήρων, καθόσον άλλαξε το κέντρο βάρους. Επίσης μάκρυνε και ο θάλαμος διακυβέρνησης, αλλά επειδή δεν υπήρχε χώρος για αμυντικό πολυβόλο, το δεύτερο μέλος του προσωπικού έμελλε να εκτελεί αποκλειστικά χρέη ασυρματιστού. Ο οπλισμός των επιθετικών πολυβόλων αντικαταστάθηκε με δύο πυροβόλα MG FF των 20 χιλ., αν και στην πραγματικότητα δεν ταίριαζαν με τον όλο σχεδιασμό του (να συμπληρώσουμε παρενθετικά πως υπάρχει ασάφεια στο αν παρέμειναν και τα δύο αρχικά πολυβόλα ή αφαιρέθηκαν).
Μια σειρά τριών ακόμη πρωτοτύπων της σειράς V παρήχθη, με τα δύο πρώτα να δοκιμάζονται το καλοκαίρι και το Φθινώπορο αντίστοιχα του 1938. To τελευταίο, Fw 187 V6, έγινε αποδέκτης των περισσοτέρων τροποποιήσεων, με κυριότερη αυτήν των DB-600. Η παρθενική του πτήση έλαβε χώρα στις αρχές του 1939. Παρά τα προβλήματα ψύξης τους που παρουσίαζε, έφτανε την τελική ταχύτητα των 634 χιλ. σε μεγάλο υψόμετρο, καθιστώντας το ως το γρηγορότερο μαχητικό της Luftwaffe έως εκείνη τη στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί περαιτέρω, λόγω των περιορισμένων σε διαθεσιμότητα συγκεκριμένων κινητήρων.
Η σύντομη παραγωγή ολοκληρώθηκε με τρεις ακόμη τύπους, τους Α-0, το καλοκαίρι του 1939, οι οποίοι βασίστηκαν στους δύο προηγουμένους, V5 και V6, με μοναδικές διαφορές το αλεξίσφαιρο μπροστινό τμήμα του πιλοτηρίου και την επαναφορά των Jumo 210 G. Οι προτάσεις για μετατροπή του σε νυχτερινό μαχητικό το χειμώνα του 1942-1943 έπεσαν στο κενό, αφού ούτε αμυντικό οπλισμό έφερε, ούτε και υπήρχε χώρος στο κόκπιτ για τοποθέτηση ραντάρ. Κατόπιν, και οι απαιτήσεις άλλαξαν, αλλά και ο Kurt Tank εστίασε σε άλλα προγράμματα, εγκαταλείποντας πλήρως όποιες σκέψεις για βελτιωτικές αλλαγές του υπάρχοντος Fw 187.
Τα τρία A-0 φέρονται να έπαιξαν μάλιστα και σύντομο επιχειρησιακό ρόλο, υπερασπιζόμενα το εργοστάσιο της Focke-Wulf στη Βρέμη, σημειώνοντας μάλιστα και αρκετές επιτυχίες. Για κάποιους ερευνητές, αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από ναζιστική προπαγάνδα. Άλλοι, πάλι, αποδέχονται την εγκυρότητά του. Tα δοκιμαστικά τεστ απέδειξαν πως το συγκεκριμένο αεροπλάνο είχε όντως δυνατότητες που δεν αξιολογήθηκαν καταλλήλως από το Υπουργείο Αεροπορίας. Δεν είναι διόλου παράλογο λοιπόν η επιτυχημένη, έστω περιορισμένη, δράση του να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και η υπερβολή να αφορά μόνον τον αριθμό καταρρίψεων που υποτίθεται πως κατεγράφησαν. Ένα εξ αυτών, μάλιστα, είχε σταλεί και στην Νορβηγία το 1942, όπου χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση πυροβολητών αεροσκαφών.