H ένωση δύο ατράκτων για τη δημιουργία ενός καινούριου αεροσκάφους δεν ήταν ούτε κάτι εντελώς ασύνηθιστο, ούτε και απολύτως καινοτόμο στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πλεονεκτήματα αναλόγων σχεδιασμών είχαν να κάνουν με παράγοντες όπως η αύξηση πτητικής αυτονομίας, η βελτίωση της ισχύος πυρός, αλλά και η καλύτερη σταθερότητα. Οπωσδήποτε υπήρχαν μείον στο συνολικό βάρος, την ευελιξία, καθώς και το κόστος κατασκευής τέτοιων δαπανηρών προγραμμάτων που απαιτούσαν τη χρήση περισσοτέρων υλικών.
Οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί έχουν να επιδείξουν τέτοιες προσπάθειες με ίσως πιο γνωστά το North American F-82 (που δεν ήταν άλλο από την ένωση δύο P.51 Mustang με κοινή μεσαία πτέρυγα και διπλό πηδάλιο διευθύνσεως) και το Heinkel 111 «Zwilling» (με πέντε κινητήρες, οι τρεις εκ των οποίων στηρίζονταν στη μεσαία πτέρυγα). Τα λιγότερο γνωστά τέτοιου είδους είναι το ένα και μοναδικό ιταλικό τριθέσιο μαχητικό Savoia-Marchetti SM.88, όπως και το διθέσιο δικινητήριο Savoia-Marchetti SM.92, όπου κατασκευάστηκε το 1943, αλλά καταστράφηκε αργότερα κατά τη διάρκεια συμμαχικού βομβαρδισμού.
Παρότι το SM.91, ένα τριπλής ατράκτου μαχητικό μεγάλης εμβελείας (ο πρόδρομος του SM.92), δεν απογοήτευσε στις πτητικές του δοκιμές, οι μηχανικοί της Savoia-Marchetti επιθυμούσαν να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τις αποδόσεις του αεροσκάφους. Δεδομένου του ότι η απόκτηση των επιθυμουμένων γερμανικών κινητήρων για την τροφοδοσία του δεν ήταν ακόμη δυνατή, ο μοναδικός τρόπος για να υλοποιήσουν τους στόχους τους ήταν η μείωση του βάρους του με την αφαίρεση της κεντρικής ατράκτου. Με αυτήν την ιδέα σχεδιάστηκε ο διάδοχός του, το ασύμμετρο SM.92.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Οι θέσεις των δύο μελών του προσωπικού (πιλότου και πυροβολητού) ήταν με πλάτη το ένα προς το άλλο σε κοινό θάλαμο διακυβερνήσεως τοποθετημένο στην αριστερή πλευρά του αεροσκάφους (σε αντίθεση, επί παραδείγματι, με τους δύο ξεχωριστούς του North American F-82, έναν σε κάθε άτρακτο). Είχε δύο δωδεκακύλινδρους υδρόψυκτους κινητήρες Daimler-Benz DB 605, των 1.290 ίππων έκαστος, οι οποίοι οδηγούσαν τρίφυλλες μεταλλικές έλικες. Του προσέφεραν ταχύτητα που έφτανε τα 382 μίλια την ώρα, εμβέλεια τα 1.245 και δυνατότητα ανόδου που άγγιζε τα 39.500 πόδια.
Οι δύο άτρακτοι ενώνονταν σε κοινή μεσαία πτέρυγα και κοινό πηδάλιο ανόδου-καθόδου, ενώ διέθετε ξεχωριστά κάθετα ουραία. Οι δύο κύριες πτέρυγες, τοποθετημένες προς το εμπρόσθιο τμήμα της ατράκτου, παρουσίαζαν πλήρη συμμετρία. To σύστημα προσγειώσεως ήταν το κλασικό με ουραίο τροχό και έναν κάτω από κάθε άτρακτο. Το μήκος του έφτανε τα 13,7 μέτρα, το άνοιγμα πτερύγων τα 18,5 και το ύψος τα 4,15.
Ο οπλισμός του μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εξαιρετικά ισχυρός, με δύο πυροβόλα Mauser MG 151 των 20 χιλ. στην κεντρική πτέρυγα και ένα ακόμη στη δεξιά πλευρά της διπλής ατράκτου. Είχε επιπροσθέτως δύο πολυβόλα Breda-SAFAT των 12,7 χιλ., ένα κάτω από κάθε ατρακτίδιο κινητήρος και ένα ακόμη στην ουρά, ελεγχόμενο με τηλεχειρισμό. Μπορούσε επίσης να μεταφέρει βόμβες συνολικού βάρους δύο τόνων κάτω από την κεντρική πτέρυγα, καθώς και 160 κιλά επιπλέον κάτω από τις δύο εξωτερικές.
Το πρωτότυπο και η άδοξη κατάληξη
Το SM.92 δημιουργήθηκε με σκοπό να εξυπηρετήσει πολλούς ρόλους. Η διπλή άτρακτος ωφελούσε στην αξιοποίηση της ισχύος των κινητήρων και την αύξηση του ωφέλιμου φορτίου. Οι μηχανικοί του ανέμεναν αποδόσεις πολύ ανώτερες από όσες μπορούσαν να αποδώσουν τα συμβατικά μαχητικά της εποχής του. Η διαδικασία κατασκευής ενός πρωτοτύπου με τον κωδικό ΜΜ.531 ήταν αρκετά αργή αλλά και περίπλοκη, γιαυτό και η πρώτη δοκιμή δεν καταγράφτηκε νωρίτερα από τον Οκτώβριο του 1943. Τα αποτελέσματα όμως δεν κάλυψαν πλήρως τις αρχικές υπεραισιόδοξες προβλέψεις.
Το Σεπτέμβριο του 1943 οι Ιταλοί παραδόθηκαν στους Συμμάχους, ενώ το πρωτότυπό τους πέρασε σε γερμανικά χέρια. Το 1944, σε μία από τις δοκιμαστικές του πτήσεις, ένας πιλότος των δυνάμεων του Άξονος, που επιχειρούσε με ένα μαχητικό Μacchi C.205 Veltro (ο υποσμηναγός Mazzei της Μοίρας Montefusco), δεν αναγνώρισε το SM.92, θεωρώντας πως είναι κάποια νεοτέρα έκδοση του Lockheed P-38 Lightning. Στην αερομαχία που ακολούθησε, το πρωτότυπο κατάφερε με επιδέξιες μανούβρες να ξεφύγει. Παρά το ότι δέχτηκε αλλεπάλληλα πυρά, κατάφερε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο Promessa, κοντό στο Lonate-Pozzolo της Λομβαρδίας, στη Βόρεια Ιταλία. Εκτενείς και χρονοβόρες επιδιορθώσεις έλαβαν χώρα πριν μπορέσει να ξαναβρεθεί στον αέρα, όπου συμπλήρωσε εικοσιμία ώρες πτήσεως.
Τελικώς, το SM.92 καταστράφηκε ολοσχερώς μετά από έναν αμερικανικό βομβαρδισμό, κατά την 27η Δεκεμβρίου, που έπληξε τις εγκαταστάσεις της Savoia-Marchetti, σβήνοντας έτσι κάθε ελπίδα παραγωγής ενός μοναδικού σε ικανότητες ιταλικού μαχητικού.