Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονται στο Μάλι από το 2014, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο ισλαμικός εξτρεμισμός στην ευρύτερη περιοχή του Σαχέλ. Μετά από επτά χρόνια και εκατοντάδες επιχειρήσεις, οι τζιχαντιστικές ομάδες δεν φαίνεται να αποδυναμώνονται ενώ το Παρίσι μοιάζει παγιδευμένο σε μια κατάσταση, η οποία μοιάζει στάσιμη. Η Γαλλία όμως θα παραμείνει – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην περιοχή, καθώς ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα μεγάλα αποθέματα της δύναμης που κινεί τα πυρηνικά της εργοστάσια: το ουράνιο.
Η Γαλλία διαθέτει 56 πυρηνικούς αντιδραστήρες από τους οποίους παράγεται το 78% της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Μάλιστα πρόσφατα ο γάλλος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει και σε περαιτέρω επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια, καθώς θεωρεί ότι πρόκειται για μια… “πράσινη” λύση στην προσπάθεια μείωσης των εκπεμπομένων αερίων ρύπων. Γίνεται εύκολα αντιληπτό λοιπόν, ότι ένας από τους βασικούς λόγους της γαλλικής παρουσίας στο Μάλι είναι (και) η συνέχιση της απρόσκοπτης τροφοδοσίας της πυρηνικής της βιομηχανίας με ουράνιο.
Η επέμβαση των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Μάλι κρίθηκε απαραίτητη μετά το ξέσπασμα των εξεγέρσεων αυτονομιστών αλλά και Τζιχαντιστών στο βόρειο τμήμα της χώρας το 2012. Κατά τη διάρκεια της ένοπλων συρράξεων από τότε, έχουν χάσει τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι έχουν ξεριζωθεί. Οι απαγωγές, κυρίως για λύτρα, είναι συχνές στο Μαλί, όπου επικρατεί χάος και αστάθεια, ειδικά μετά το νέο πραξικόπημα του περασμένου Μαΐου.
Έκτοτε, οι γαλλικές δυνάμεις δρουν στη χώρα δίχως να συνεργάζονται με τους πραξικοπηματίες και πραγματοποιούν επιδρομές στα βόρεια της χώρας, όπου δραστηριοποιούνται τρομοκρατικοί πυρήνες της Αλ Κάϊντα και του ISIS, οι οποίες έχουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλες εκτάσεις.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Σαχέλ αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα στην εξωτερική της πολιτική. Οι υπουργοί εξωτερικών των κρατών – μελών έχουν επανειλημμένα συζητήσει το θέμα και συνεργάζονται στενά με την ομάδα G5 Σαχέλ (Μπουρκίνα Φάσο, Τσαντ, Μάλι, Μαυριτανία και Νίγηρας) προκειμένου να αντιμετωπιστούν από κοινού τα προβλήματα ασφαλείας.
Αλλά και η χώρα μας έχει εκφράσει το ενδιαφέρον της για την περιοχή όπως έχει φανεί και στις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, με την Αθήνα να ανησυχεί εύλογα για την αύξηση της ισλαμιστικής παρουσίας στην Αφρική και τα μεταναστευτικά ρεύματα που προκαλεί, εξαιτίας των συνεχών εχθροπραξιών με θύματα αμάχους.
Το πραξικόπημα που άλλαξε τα δεδομένα
Το στρατιωτικό πραξικόπημα του Μαΐου στο Μάλι, το δεύτερο σε διάστημα δέκα μηνών, άλλαξε τα δεδομένα για τη Γαλλία αλλά και την ΕΕ. Οι νέοι πραξικοπηματίες φαίνεται ότι δεν θέλουν να συνεργάζονται αποκλειστικά με τους Γάλλους και έχουν στραφεί και στη Μόσχα για βοήθεια, γεγονός το οποίο εξόργισε το Παρίσι. Η Γαλλία θεωρεί ότι η ανάπτυξη των ρώσων μισθοφόρων θα υπονομεύσει τις δικές της επιχειρήσεις στο Σαχέλ κατά της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους και φυσικά θα δώσει χώρο σε μια ακόμη μεγάλη δύναμη στην περιοχή.
Το αδιέξοδο στην στρατηγική της Γαλλίας και οι μελλοντικές κινήσεις της
Η Γαλλία σήμερα μοιάζει παγιδευμένη στο Μάλι. Στην περίπτωση που αποφασίσει την απαγκίστρωση των στρατιωτικών της δυνάμεων από την περιοχή, θα φέρει και τη βασική ευθύνη τυχόν επιδείνωσης της κατάστασης με πιθανές απρόβλεπτες διαστάσεις και στα γειτονικά κράτη.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Μακρόν έχει δηλώσει στις αρχές Οκτωβρίου ότι η “Γαλλία δεν θα παραμείνει αιωνίως στο Μάλι”, σημειώνοντας ότι αυτός είναι ο λόγος που έκλεισαν αρκετές βάσεις στο βορρά της χώρας. “Το κράτος του Μαλί θα πρέπει να επιστρέψει», είπε χαρακτηριστικά ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι οι γαλλικές δυνάμεις βρίσκονται στη χώρα μόνο για να πολεμήσουν την τρομοκρατία.
Ήδη, από τον Ιούνιο το Παρίσι αναδιοργανώνει τις στρατιωτικές δυνάμεις του στο Σάχελ: ο στρατός έχει αποχωρήσει από τις βάσεις στον ενώ μέχρι το 2023 αναμένεται να μειωθούν οι στρατιώτες που σταθμεύουν στην περιοχή στους 2.500-3.000 από 5.000 που αριθμούν σήμερα.
Ωστόσο, το πιθανότερο είναι ένα σημαντικό μέρος των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων να παραμείνουν στη χώρα για μια σειρά από λόγους. Καταρχήν, η βόρεια και η δυτική Αφρική παραμένουν περιοχές όπου το Παρίσι διατηρεί ως σήμερα προνομιακές σχέσεις με τις ντόπιες κυβερνήσεις, κάτι το οποίο δεν θέλει με τίποτα να απεμπολήσει. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία ανησυχεί και για την διείσδυση της Κίνας στην Αφρική και ειδικότερα στο Μάλι και σε άλλες γειτονικές χώρες. Η “Μαύρη Ήπειρος” διαθέτει όλα αυτά που χρειάζεται η κινεζική “ατμομηχανή” για να τροφοδοτήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της: πετρέλαιο, χαλκό, κοβάλτιο και σιδηρομετάλλευμα. Η Αφρική είναι επίσης για τους Κινέζους μια τεράστια “παρθένα” αγορά για τα προϊόντα τους ενώ και οι κατασκευαστικές τους εταιρείες έχουν αναλάβει έργα υποδομής αλλά και στέγασης. Και μέσω όλων αυτών, η ολοένα και αυξανόμενη κινεζική παρουσία σε αφρικανικές χώρες προσδίδει στο Πεκίνο αυξημένη γεωπολιτική επιρροή.
Τέλος, πέρα από τα ουσιαστικά διακυβεύματα που περιγράψαμε παραπάνω, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος, αμιγώς πολιτικός, για τον οποίο οι γαλλικές δυνάμεις θα παραμείνουν για το προσεχές μέλλον στην αφρικανική χώρα, παρά τα προβλήματα και την αδυναμία της να πλήξει αποφασιστικά τους Τζιχαντιστές: οι επόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία θα διεξαχθούν τον Απρίλιο του 2022 και κ. Μακρόν δεν θέλει να στιγματιστεί αυτή τη στιγμή με μία “ήττα” ή έστω μια υποχώρηση στο στρατιωτικό πεδίο στην Αφρική…