Με τη γενική επιστράτευση του 1940, βρέθηκε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μεταξύ χιλιάδων άλλων ενθουσιωδών και θαρραλέων νέων, και ο δημοφιλής θεατράνθρωπος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ως έφεδρος αξιωματικός. Όταν, σε μια από τις συνεντεύξεις του, ερωτήθη για τις εμπειρίες του, εκείνος χαρακτήρισε ως ανεξίτηλη στη μνήμη του την εξόρμηση στο ύψωμα του Αγίου Αθανασίου της Χειμάρρας όπου, αν και αποκομμένοι από τις γραμμές ανεφοδιασμού, πολέμησαν με ηράκλειο σθένος και εκούσια άγνοια του φόβου. τον Ιταλό εισβολέα και το διαπεραστικό ψύχος. Το συγκεκριμένο ύψωμα, που οι κάτοικοι της περιοχής ονόμαζαν Προσήλιο, ήταν στρατηγικής σημασίας, γιατί ήλεγχε την κοιλάδα της Δροπόλεως από κάθε κατεύθυνση, καθώς και τον μόνον αυτοκινητόδρομο που τη διασχίζει, αφού εχρησιμοποιείτο κατά κόρον από την κύρια δύναμη του Ιταλικού στρατού.
Οι ανείπωτες δυσκολίες και οι κακουχίες που βίωσε από την επιστράτευσή του μέχρι τη ζώνη του πυρός στους Βουλιαράτες ήταν όμως εξίσου δυσμενείς. Ας προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε την πορεία του συντάγματός του μέσα από την ιστορική ματιά, υπό το πρίσμα των αφηγήσεων αυτοπτών μαρτύρων και ετέρων διαθέσιμων πηγών, για να φέρουμε στο προκείμενο όσα ο ίδιος ο ηθοποιός δεν είπε. Και να αντιληφθούμε τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτυγχάνονταν οι μεγαλειώδεις νίκες του ελληνικού στρατού που συνέθεσαν το «θαύμα της Αλβανίας», όπως το χαρακτήρισε ο Οδυσσέας Ελύτης, επίσης παρών ως έφεδρος αξιωματικός στις αφιλόξενες βουνοκορφές της Πίνδου.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος παρουσιάστηκε στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού Κορίνθου της Τρίτης Μεραρχίας. Οι ελλείψεις αξιωματικών αλλά και εφοδίων καθυστέρησε την αναχώρησή του έως την 9η Νοεμβρίου όπου μετέβη ατμοπλοϊκώς στο Μεσολόγγι και προωθήθη σιδηροδρομικώς έως το Αγρίνιο. Πεζοπορώντας νυχθημερόν – εν παραλλήλω με το 12ο Σύνταγμα Πεζικού Πατρών, της Τρίτης Μεραρχίας επίσης – και ενίοτε υπό ραγδαία βροχόπτωση, έφτασε στα Ιωάννινα στις 23 Νοεμβρίου, πορευόμενο προς το Καλπάκι από παράπλευρα δυσπρόσιτα περάσματα, πλήρως καλυμμένα με παχύ στρώμα λάσπης. Η πλημμελής τροφοδοσία των στρατιωτών επέφερε και τις πρώτες απώλειες, λόγω φοβεράς εξαντλήσεως, πριν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων.
Την 28η Νοεμβρίου, η Τρίτη Μεραρχία κατευθύνετο προς Καστάνιανη (ή Καστανή) – Πεπέλι – Γεωργουτσάδες. Το 6ο Σ.Π. θα αναχωρούσε κατά τις 22:30 για το Πέπελι, σε ύψος 1.200 μέτρων, με διαταγή επιθέσεως στις 7:30 της επομένης, υποστηριζόμενο από δύο πυροβολαρχίες των 75. Στις 6:30 ο διοικητής Π. Ζαλοχώρης αφίχθη στο Πέπελι, αλλά χωρίς το τελευταίο τμήμα του συντάγματος, το οποίο καθυστέρησε λόγω της πυκνής δασώδους περιοχής και των εξαιρετικά στενών περασμάτων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια πολεμικού υλικού μετά την πτώση έξι ζώων μεταφοράς σε απότομους κρημνούς. Η συγκέντρωση όλων τελικά επιτελέσθη στις 14:30 και συνεπώς η επίθεση ήταν αδύνατον να λάβει χώρα κατά την 29η. Ανάλογες δυσκολίες μετακινήσεως αντιμετώπισε και το 12ο Σ.Π., το οποίο είχε μάλιστα αναχωρήσει σχεδόν πέντε ώρες νωρίτερα από το 6ο. Το δρομολόγιο είχε προκαθοριστεί από το επιτελείο της Τρίτης Μεραρχίας, υποτιμώντας όμως την εξαιρετικά δύσβατη ατραπό μήκους 30 χλμ. Αυτό επέφερε την απαλλαγή του συνταγματάρχου Επ. Ζησιμόπουλου από τα καθήκοντά του ως διοικητού του 12ου Σ.Π. μερικές ημέρες αργότερα.
Το υπόλοιπο της ημέρας παρήλθε με ολιγόωρη ξεκούραση των δύο συνταγμάτων, αναγνώριση του εδάφους και καθορισμό των αντικειμενικών σκοπών για την κρίσιμη επίθεση της 30ης Νοεμβρίου. Η μάχη στους Βουλιαράτες (Μπουλαράτ), όπου στο ύψωμα κείτονταν τα ερείπια ενός παλαιού μοναστηριού με την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, διήρκησε δύο ημέρες. Την πρώτη, και με επιπρόσθετο εχθρό το ψύχος και τη βροχή, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη νότια παρυφή του χωριού παρά την ισχυράν αντίσταση τεσσάρων ταγμάτων πεζικού βερσαλλιέρων προκεκακαλυμμένων στο Κραά και το Βοδίνο. Ταυτοχρόνως εβάλετο από ομοβροντίες του ιταλικού πυροβολικού παρατεταγμένου στην κοιλάδα του Δρύνου, καθώς και από πυρά τεθωρακισμένων οχημάτων κινουμένων κατά μήκος της δημοσίας οδού.
Την πέμπτη απογευματινή της 1ης Δεκεμβρίου, ο στρατός, κάμπτοντας ολοσχερώς όποια αντίσταση, έγινε κύριος του υψώματος, αναγκάζοντας τον εχθρό σε ταχεία υποχώρηση. Όπως προκύπτει από τα διατιθέμενα έγγραφα, οι ελληνικές απώλειες αριθμούσαν 15 νεκρούς και 150 τραυματίες. Με το φρόνημα υψηλό και ακμαίο, το 6ο Σ.Π. συνέχισε την επομένη τη νικηφόρα προέλασή του, καταλαμβάνοντας την 5η του μηνός και τα υψώματα δυτικά του χωριού Γκράπτσι, θέτοντας έτσι υπό πλήρη έλεγχο την αμαξιτή οδό προς τους Αγίους Σαράντα. Για τις μεγαλειώδεις αυτές επιτυχίες και την εξέχουσα δράση του, έλαβε τα συγχαρητήρια του διοικητού της Τρίτης Μεραρχίας Γεωργίου Μπάκου, καθώς και του διοικητού του Α’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγου Γεωργίου Κοσμά.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος δεν υπήρξε λοιπόν μόνο ένας λαμπρός ερμηνευτής του θεάτρου και του κινηματογράφου, αλλά και εξέχων ήρως του αλβανικού μετώπου, ανοίγοντας διάπλατα με το σύνταγμά του το δρόμο της Τετάρτης Μεραρχίας δια την ύψωσιν της Κυανoλεύκου εις το Αργυρόκαστρον την 8η Δεκεμβρίου του 1940.