Όχι ο τίτλος δεν είναι λάθος. Σε μερίδα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής -την πιο ρεαλιστική και ίσως την πιο απομακρυσμένη από τη δογματική ιδεοληψία των νεοσυντηρητικών κύκλων, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του υιού Μπους, και αποφάσισαν την εισβολή σε Αφγανιστάν και Ιράκ – η σημερινή αποχώρηση από το Αφγανιστάν θεωρείται ως, έστω και οριακά, γεωπολιτικό κέρδος.
Αρχικά να θυμίσουμε πως η εισβολή στο Αφγανιστάν μπορεί να μοιραστεί χρονικά σε 3 (περίπου) στάδια. Το πρώτο ξεκινά από την είσοδο των δυτικών στρατευμάτων στη χώρα το 2001 και φθάνει έως το 2009. Μια περίοδος όπου επιχειρήθηκε το πιο φιλόδοξο του εγχειρήματος, με αρχική επιτυχία στην κύρια διπλή επιδίωξη: δηλαδή την καταδίωξη της Αλ Κάιντα και την κατατρόπωση των Ταλιμπάν. Στην ίδια περίοδο ξεκίνησε και το μεγάλο και βαθιά προβληματικό αμερικανικό πείραμα περί «χτισίματος ενός σύγχρονου Αφγανιστάν», το οποίο βέβαια απέτυχε. Το δεύτερο στάδιο είναι από το 2009 έως περίπου το 2013. Είναι η εποχή Ομπάμα, όπου πλέον η Αμερικανική ηγεσία έχει καταλάβει ότι η ιστορία στο Αφγανιστάν δεν έχει μέλλον, δεν μπορεί να μείνουν εκεί για πάντα. Εδώ όμως ως τακτική «εξόδου» επελέγη μια επιθετική κίνηση: Το να κάνουν το λεγόμενο surge, δηλαδή μια μεγάλη αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας τους στη χώρα (σχεδόν 100.000 προσωπικό το 2010, από 32.000 το 2008) με δράση κατά των Ταλιμπάν και όλων των αντικαθεστωτικών, για να τους διαλύσουν στρατιωτικά, ώστε στη συνέχεια να ξεκινήσει η αποχώρηση. Στο διάστημα αυτό, φονεύεται ο Μπιν Λάντεν (το 2011), οπότε έχουμε και το απαραίτητο ορόσημο νίκης-απεμπλοκής αλλά και βλέπουμε την έναρξη της μεγάλης χρήσης drones (από το 2010), ως βασικού εργαλείου πολέμου. Drones που πλέον χτυπούν και βαθιά στο Πακιστάν, στις εκεί βάσεις των Ταλιμπάν, αλλάζοντας και τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισλαμαμπάντ.
Το τρίτο στάδιο είναι από το 2013 έως σήμερα. Είναι το τελικό μιας πράγματι αργόσυρτης διαδικασίας εξόδου, καθώς ήδη από το 2015 τα αμερικανικά στρατεύματα στη χώρα είναι λιγοστά, περίπου 11.000 στελέχη. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους σε αυτό το διάστημα περισσότερο εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν τοπικές δυνάμεις. Καθώς έχουν διαγνώσει πως «ενιαίο-ισχυρό» Αφγανιστάν δεν μπορεί να υπάρξει, ελπίζουν πως με την αποχώρηση τους, σε ένα σημαντικό τμήμα της χώρας, κυρίως στο κέντρο και στο βορρά, θα υπάρχει μια φιλοδυτική εξουσία. Προς το τέλος αυτού του διαστήματος, από το 2019 και μετά, μιλούν και απευθείας με τους Ταλιμπάν για να διασφαλίσουν την αναίμακτη έξοδο.
Με βάση λοιπόν τα δύο τελευταία χρονικά στάδια, Αμερικανικοί κύκλοι εκτιμούν πως έχουν κερδίσει. Καθώς πέτυχαν επιτέλους την προγραμματισμένη από το 2009 απεμπλοκή τους από το Αφγανιστάν και χωρίς μεγάλες απώλειες σε ζωές την τελευταία στιγμή. Για αυτή την αμερικανική ανάλυση, που επικεντρώνεται στο «τώρα» και όχι στο «χθες», αυτό είναι νίκη έστω και πικρή. Καθώς όχι μόνο ολοκληρώθηκε η αποχώρηση, αλλά πλέον σταματούν την αιμορραγία τους σε αυτή την αφιλόξενη (και γεωπολιτικά «άκαρπη») χώρα, οπότε μετακινούν πολύτιμους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους σε άλλες πτυχές της άμυνας τους, κυρίως στο μέτωπο αντιπαράθεσης με την Κίνα.
Τα ερωτήματα εδώ είναι προφανή: Πως μπορούν να επικαλούνται «νίκη» όταν έχασαν σημαντικά σε διεθνές κύρος με μεγάλες προεκτάσεις σε βάθος χρόνου; Ξοδεύοντας σε βάθος χρόνου χιλιάδες ζωές δικές τους και εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανών, Πακιστανών, Ιρακινών κ.ο.κ., μαζί με άπειρα κονδύλια; Αφήνοντας στη μοίρα τους, με απίθανο κυνισμό, χιλιάδες ντόπιους συνεργάτες τους; Περιφρονώντας τους εν ζωή βετεράνους τους, που ακόμη πασχίζουν να ζήσουν στις ΗΠΑ με σοβαρές αναπηρίες, μεγάλο ποσοστό αυτοκτονιών και με δυσκολίες επανένταξης και αξιοπρεπούς επιβίωσης; Ναι, αλλά αυτά για την αμερικανική αντίληψη περί «διαρκούς πολέμου» όπου η χώρα τους βρίσκεται, με την απειλή να αιτιολογεί αμυντικούς προϋπολογισμούς 700 δις δολαρίων το χρόνο, δικαιολογούνται. Τόσο ως «αναμενόμενες απώλειες» και ανατροπές και παροδικά φαινόμενα, αλλά γιατί είναι απότοκα μιας πολύ διαφορετικής γεωπολιτικής σκηνής: εκείνη του 2001 που πλέον δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με εκείνη του 2021 καθώς οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Μάλιστα αν κάνουμε μια αναδρομή στο 2001, η ερμηνεία αυτή περί αμερικανικής νίκης διευρύνεται.
Τι βλέπουν οι συγκεκριμένοι πυρήνες σκέψης στην Ουάσιγκτον και καταλήγουν σε αυτό το συμπέρασμα, αξιολογώντας το σύνολο της τελευταίας εικοσαετίας; Πως σήμερα η Αλ Κάιντα είναι σκιά του εαυτού της. Πως οι Ταλιμπάν ναι μεν πήραν ξανά την εξουσία, αλλά και οι ίδιοι μετασχηματίστηκαν οπότε είναι πιο χειρίσιμοι. Πως στο μεσοδιάστημα, το Ιράκ διαλύθηκε και πλέον δεν αποτελεί κίνδυνο (ως κατακερματισμένο δυστυχώς) για τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Πως επίσης η Συρία διαλύθηκε, άρα το αυταρχικό καθεστώς του Άσαντ δεν έχει ισχύ παρέμβασης στην περιοχή. Ταυτόχρονα η ολιγόχρονη κυριαρχία της ISIS αντιμετωπίστηκε και μάλιστα με συνασπισμό όλων των γύρω δυνάμεων, από το Ιράκ, το Ιράν, την Τουρκία, και με δυτική βοήθεια. Μιας και όλοι είδαν πόσο εξωφρενικά εξτρεμιστές ήταν αυτοί οι νεόκοποι τζιχαντιστές.
Τι άλλο συνέβη στο εντωμεταξύ: Έχουμε την πλήρη κυριαρχία του Ισραήλ στην περιοχή, με όλες τις αραβικές χώρες να έχουν μαζί του σχέσεις καλής γειτονίας, έστω και με επιφυλάξεις. Έχουμε την απομόνωση του Ιράν, το οποίο στοχεύουν πλέον οι πάντες, με Σαουδική Αραβία, Ιράκ και Ισραήλ μαζί. Την επιστροφή της Αιγύπτου στο «δυτικό» στρατόπεδο, μετά από πραξικόπημα που ανέτρεψε την ριζοσπαστική κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων. Έχουμε τη «μαύρη τρύπα» της Λιβύης, οπότε και πάλι εδώ, ψυχρά, την αδρανοποίηση της ως επιθετικά ισλαμικής χώρας. Την κατασίγαση της «Αραβικής Άνοιξης», που αρχικά οι ΗΠΑ στήριξαν, αλλά το μετάνιωσαν όταν είδαν ότι μπορεί να προκαλέσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Συνολικά οι ΗΠΑ μετρούν σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική τα εξής: Τρεις κομβικές χώρες, παλαιότερα εχθροί τους, το Ιράκ, η Συρία και η Λιβύη, κατεστραμμένες, άρα ακίνδυνες. Σίγουρα όχι ιδανική λύση, αλλά αποδεκτή εντός ρεαλιστικής θεώρησης. Νέες συμμαχίες και στενές σχέσεις με Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, Εμιράτα και Ιορδανία, με επικράτηση του Ισραήλ. Στην Κεντρική Ασία: Αφγανιστάν ναι μεν χαμένο, αλλά με τους Ταλιμπάν πιο ευάλωτους στη διεθνή πίεση και με πιθανότητα να εκφυλιστούν σε νέο εμφύλιο. Ταυτόχρονα η επικράτηση τους ασκεί πίεση σε Ιράν και Πακιστάν, κάτι που θεωρείται έμμεσο κέρδος. Ακόμη, η γειτονική Ινδία παραμένει αλληλοελεγχόμενη με το Πακιστάν με το τελευταίο να έχει συγκρατηθεί, έστω και οριακά, να μην γίνει μια ακόμη ισλαμιστική θρυαλλίδα. Γενική αποτίμηση: Νίκη έστω και αμαυρωμένη.
Μια απώλεια καταγράφεται βέβαια, η οποία όμως δεν θεωρείται οριστική; Είναι η Τουρκία, που βαδίζει σε ένα μοναχικό δρόμο εθνικισμού, θρησκευτικού φανατισμού και φυλετικού μεγαλοϊδεατισμού. Παρόλα αυτά οι ΗΠΑ πιστεύουν πως εκεί το παιχνίδι δεν έχει χαθεί και έχουν ακόμη «εργαλεία» πίεσης αν η κατάσταση εκτραχυνθεί. Ταυτόχρονα στην Ευρώπη οι Αμερικανοί έχουν «κερδίσει» στο στρατόπεδο τους την Ουκρανία και τις χώρες της Βαλτικής, Εσθονία, Λιθουανία και Λετονία, ενώ έχουν ισχυροποιήσει τη θέση τους στα Βαλκάνια (με την Ελλάδα να έχει ξεχάσει σχεδόν τον αντιαμερικανισμό της). Ακόμη έχουν ενισχύσει τις σχέσεις τους με πολλές χώρες του Καυκάσου, κυρίως Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν και Τουρκμενιστάν, ενώ τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης/ΝΑΤΟ είναι σε φάση επανεξοπλισμών, οπότε ανακουφίζουν και την αντίστοιχη αμερικανική επένδυση.
Είναι αυτή η ανάλυση «ορθή»; «Ηθική»; Αν εκτιμήσει κανείς τις ίδιες εξελίξεις υπό το πρίσμα της αμερικανικής «θεολογίας» του εξαιρετισμού, αυτής δηλαδή της φιλοσοφίας όπου οι ίδιοι οι Αμερικανοί θεωρούν τη χώρα τους ως σπάνια και ευλογημένη (God bless America), με «ιερό καθήκον» την εξαγωγή δημοκρατίας και ευημερίας, έστω και ένοπλα (τι αντίφαση…), τότε όχι. Το να αφήνουν πίσω τους το Αφγανιστάν σε αποκαΐδια και ξανά υπό τους Ταλιμπάν, συν τη μισή Μέση Ανατολή σε διάλυση, δεν μπορεί να είναι νικηφόρο. Αλλά αν ερμηνευθούν αυτές οι εξελίξεις με απάνθρωπο πραγματισμό, μαζί με τα περιφερειακά κέρδη, τις χώρες που αποσύρθηκαν από το αμερικανικό «ραντάρ» ως επικίνδυνες, τις χώρες που επέστρεψαν/εντάχθηκαν στο «δυτικό στρατόπεδο», τότε καταλήγουν σε θετική έκβαση. Ενώ οι ίδιοι κύκλοι συνυπολογίζουν πως αυτή έγινε με τις ΗΠΑ σε κρίση. Καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κατάρρευση του 2008, είχαν ως βαθύ κράτος να διαχειριστούν τον παραλογισμό του Τραμπ αλλά και τη θεατρικότητα του Ομπάμα, συν τις τεκτονικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο: σε κλιματική αλλαγή, με αλλαγή ενεργειακού μίγματος, με επικράτηση νέων ανατρεπτικών τεχνολογιών, με σοβαρές αλλαγές στις προτεραιότητες της οικονομικής ανάπτυξης που πλέον πρέπει να λάβει υπόψη της τις μεγάλες ανισότητες εισοδήματος, ευκαιριών, πρόσβασης στην εκπαίδευση και στην τεχνολογία κ.ο.κ. Άρα συμπεραίνουν πως «και πάλι καλά που καταφέραμε τόσα πολλά και με σημαντικές εσωτερικές δυσκολίες».
Μας αρέσει στην Ελλάδα αυτή η ανάλυση; Όχι είναι η απάντηση. Αλλά μπορεί να μας δείξει πως η διεθνής πολιτική δεν είναι ένα άκαμπτο περιβάλλον αυστηρών δεσμεύσεων, απαράβατων αρχών και όρων και μεγαλόπνοων στοχεύσεων. Αντίθετα, είναι ένα ρευστό πεδίο, συνεχών μεταλλαγών, επανακαθορισμού στόχων και επαναξιολόγησης και βέβαια σημαντικής άσκησης υποκριτικής και αμνησίας. Ναι, το 2001, όταν η πληγωμένη και οργισμένη και ντροπιασμένη Αμερική από το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων, εκστράτευε κατά της «παγκόσμιας τρομοκρατίας», οι επιδιώξεις και κυρίως οι φαντασιώσεις ήταν τελείως διαφορετικές. Τότε οι μεγάλες υποσχέσεις έδιναν και έπαιρναν, για το πως η «δημοκρατία θα νικούσε» και πως η «τρομοκρατία θα έβρισκε το τέλος της». Σήμερα, 20 χρόνια μετά, οι τόνοι έχουν πέσει, οι προσδοκίες έχουν μειωθεί, και η ρεαλιστική αμερικανική πολιτική βλέπει ένα έστω και οριακά θετικό ισοζύγιο ισχύος. Ενώ σε ότι μας αφορά, η Ελλάδα είναι πλέον σε μια ειδική θέση, ευελπιστώντας πως η αναβάθμιση της εντός του δυτικού στρατοπέδου (που πράγματι υπάρχει), μπορεί να μετεξελιχθεί σε κάτι μονιμότερο. Με γενική παραδοχή, πως η πραγματικότητα είναι πάντα σκληρή και πολύ σκληρότερη αν μέχρι τώρα την έβλεπες μέσα από φίλτρα, είτε ινσταγκραμικά είτε φαντασιακά, είτε ιδεολογικά.