Η αγορά ενός μεγάλου πολεμικού πλοίου πρέπει να εξεταστεί -πέρα από τα οικονομοτεχνικά ζητήματα- και από δύο κρίσιμες παραμέτρους. Η πρώτη είναι αν το σκάφος μπορεί να αντιμετωπίσει το δυνατόν επιτυχημένα τις απειλές του σήμερα και του κοντινού αύριο. Η δεύτερη είναι αν έχει τις προδιαγραφές για να αντεπεξέλθει στις απειλές του μεθαύριο και τις τότε εκτιμώμενες εξελίξεις του ναυτικού πολέμου.
Στην δεύτερη λοιπόν παράμετρο εμφανίζεται πλέον να έχει σημαντικό ρόλο ο παράγοντας «χώρος». Όπου μια μεγάλη ναυτική μονάδα πρέπει να έχει σήμερα χωρητικότητα διαθέσιμη (προς το παρόν αναξιοποίητη) ώστε να μπορεί να υποδεχθεί νέα οπλικά συστήματα και ηλεκτρονικά στον τουλάχιστον 40ετη κύκλο ζωής της.
Ας δούμε αυτή την εποχή τι εξελίξεις έχουμε στο χώρο: Αρχικά το Αμερικανικό Ναυτικό (και όχι μόνο) μελετά την ενσωμάτωση πολύηχητικών πυραύλων στα μεγάλα σκάφη του, όπλα όμως που λόγω μεγάλης διαμέτρου δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από τον κλασικό εκτοξευτή ΜΚ41. Έτσι έχει ξεκινήσει η συζήτηση για δημιουργία ενός νέου προτύπου εκτοξευτή, μεγαλύτερων διαστάσεων και άρα χωρητικότητας, που να μπορεί να φιλοξενήσει αυτά τα βλήματα αλλά και να χωρά όλα τα ήδη υπάρχοντα σε πολλές διαμορφώσεις.
Στη συνέχεια έχουμε μεγάλη ερευνητική δραστηριότητα με πολλές δοκιμές όπλων laser, τα οποία προβλέπεται να μεγαλώσουν σε ισχύ και ικανότητες, φθάνοντας να αντικαταστήσουν τα συστήματα εγγύς προστασίας (όπως τα Phalanx, RAM κλπ). Για παράδειγμα το HELIOS των 60 kilowatt της Lockheed Martin δοκιμάζεται αυτή την εποχή με πλήρη ενσωμάτωση του σε σύστημα μάχης Aegis. Το ζήτημα είναι πως τα μεγαλύτερα όπλα laser με απαιτήσεις Megawatt θα χρειαστούν γεννήτριες, συστήματα ψύξης, μεγάλες καλωδιώσεις, εξτρά καύσιμα για τις γεννήτριες όπως και δομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για να είναι αποτελεσματικά. Και εδώ λοιπόν ο διαθέσιμος ελεύθερος χώρος είναι κρίσιμος. Ενώ τα ίδια ισχύουν εφόσον στο μέλλον εγκατασταθούν στα μεγάλα σκάφη επιφανείας και ηλεκτρομαγνητικά πυροβόλα με επίσης μεγάλες ενεργειακές ανάγκες.
Τρίτη εξέλιξη είναι η ανάπτυξη μη επανδρωμένων μικρών σκαφών επιφανείας και υποθαλάσσιων που θα δρουν συνεργατικά με μια ναυτική μονάδα. Αυτά ήδη δοκιμάζονται σε πολλές παραλλαγές (αντιναρκικά, ανθυποβρυχιακά, αναμετάδοσης τηλεπικοινωνιών, ανιχνευτικά, επιθετικά) και πάλι χρειάζονται χώρο αποθήκευσης, συντήρησης, ανεφοδιασμού, κ.λπ. στο «μητρικό» σκάφος. Για παράδειγμα σήμερα σε όλες τις νέες κατασκευές πολεμικών πλοίων προβλέπεται η φιλοξενία ενός μη επανδρωμένου ελικόπτερου, το οποίο προσφέρει αυξημένη εμβέλεια αισθητήρων και θα φέρει και δικά του όπλα. Αν αυτό ισχύει σήμερα, αύριο ένα σκάφος μεγέθους φρεγάτας και άνω μπορεί να φέρει πολύ περισσότερα μη επανδρωμένα.
Τέταρτη εξέλιξη είναι η απαίτηση για μεγαλύτερη αυτονομία των κυρίων μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού. Αν θέλουμε σκάφη ικανά να περιπολούν σε Ανατολική Μεσόγειο, να παίρνουν μέρος σε πολυεθνικές αποστολές, να έχουν ρόλο μόνιμης παρουσίας σε σημεία μακριά από τους ναυστάθμους, τότε χρειαζόμαστε αποθήκες και δεξαμενές για επαρκείς ποσότητες καυσίμων, λιπαντικών, ανταλλακτικών και τροφίμων, όπως και χώρους για διαβίωση εξτρά προσωπικού. Ακόμη καθώς η υπόσχεση για μικρότερα πληρώματα που προσφέρουν οι αυτοματισμοί τελικά δεν επαληθεύεται πλήρως, αυτό το λιγοστό (σε σχέση με το παρελθόν) πλήρωμα εξαντλείται σε πολύωρες βάρδιες και σε επαγρύπνηση συντήρησης ενός πολύπλοκου σκάφους που κάνει περιπολίες χιλιάδων μιλίων οπότε χρειάζεται “ανθρώπινους” χώρους ύπνου, γευμάτων ακόμη και ψυχαγωγίας. Ταυτόχρονα ενώ μειώνονται τα βασικά πληρώματα των φρεγατών (στις μοντέρνες σχεδιάσεις) αυξάνονται οι απαιτήσεις για χώρο ενδιαιτημάτων για άλλες ομάδες προσωπικού. Πληρώματα ελικοπτέρων, χειριστές μη επανδρωμένων, τεχνικούς για ειδικές αποστολές, αποσπάσματα ειδικών δυνάμεων κ.ο.κ.
Πέμπτη εξέλιξη είναι η πρόοδος των ηλεκτρονικών ενός πλοίου. Εδώ έχουμε μια αντίθεση: Από τη μια η σμίκρυνση των ψηφιακών συστημάτων μειώνει τον όγκο τους, από την άλλη πολλαπλασιάζονται τα συστήματα που πρέπει να περιέχει ένα σύγχρονο σκάφος. Πλέον χρειαζόμαστε μεγάλα σε όγκο κέντρα μάχης (εδώ π.χ. η γαλλική φρεγάτα FDI/Belharra προτείνει και δύο υπολογιστικά κέντρα στο πλοίο, για μεγαλύτερη επιβιωσιμότητα), ενώ αυξάνουν οι απαιτήσεις για καλύτερη ψύξη, ηχομόνωση, ηλεκτρομαγνητική θωράκιση και παροχή ενέργειας σε αυτά. Ταυτόχρονα τα νέα ραντάρ ζητούν επίσης ισχυρές ηλεκτρικές παροχές με γενικότερα τα νέα πλοία να είναι «ηλεκτροβόρα» και με πρόβλεψη για ακόμη περισσότερες ενεργειακές ανάγκες.
Που καταλήγουμε; Μια φρεγάτα που θα αγοραστεί σήμερα, σε μια εικοσαετία από την παράδοση της πρέπει να δεχθεί ένα πρόγραμμα αναβάθμισης με ενσωμάτωση τότε νέων ηλεκτρονικών και όπλων και γενικότερα νέων αντιλήψεων και τακτικών μάχης. Άρα πρέπει το σκάφος να διαθέτει επαρκείς χώρους να υποδεχθεί τέτοιες υποδομές, που σήμερα μόνο αδρά μπορούμε να περιγράψουμε το τι ακριβώς θα είναι. Το κριτήριο αυτό λοιπόν μπορεί να είναι κάπως αόριστο σήμερα, αλλά πρέπει να αποτελεί μια από τις παραμέτρους επιλογής ενός σκάφους που σχεδόν σίγουρα θα κληθεί στο μέλλον να αναλάβει και αποστολές και να αντιμετωπίσει προκλήσεις που ίσως σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε.