Πέρα από το τραγικό του πράγματος με την απώλεια ανθρώπινης ζωής στις δυο πλευρές του Αιγαίου με την καταμέτρηση να συνεχίζεται κατά δεκάδες στην Τουκρία ενώ στην Σάμο μέχρι στιγμής να έχουμε ευτυχώς μόνο δυο νεκρούς μέχρι στιγμής, ένα άλλο πεδίο αντιπαράθεσης έχει αρχίσει να παίρνει φωτιά.
Πρόκειται για την λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών», που είχε ωθήσει τις τότε κυβερνήσεις των δυο χωρών να επιχειρήσουν μία υποτίθεται νέα προσέγγιση προκειμένου να διευθετήσουν ειρηνικά τις όποιες μεταξύ τους διαφορές.
Η συνέχεια στο αφιέρωμα της Πτήσης:
Σαν σήμερα εγκαινιάστηκε η «διπλωματία των σεισμών» μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας
Επιπρόσθετα πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα πια είμαστε στο 2020 κι όχι στο 1999. Η Τουρκία έχει επί σειρά ετών από το 2003 την ίδια ηγεσία υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει εξελιχθεί σε μία ντε φάκτο απολυταρχική δικτατορία με ασφυκτικό έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, της δικαιοσύνης και πλέον και των Ενόπλων Δυνάμεων ενώ δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει βία και να πουλήσει οπλισμό κι εξοπλισμό σε φιλικά της καθεστώτα στο εξωτερικό για να προωθήσει τις πολιτικές της.
Αν μάθαμε κάτι από εκείνη την διπλωματία είναι ότι ο αυτοαφοπλισμός δοκιμάστηκε ως λύση και απέτυχε. Κι απέτυχε ήδη απέναντι σε μία «μετριοπαθή» Τουρκία (σε σχέση με την σημερινή του Ερντογάν) και πρακτικά έδωσε μία σημαντική εξοπλιστική ανάσα στην τότε Τουρκία που διαπίστωσε ότι δεν ήταν κι απαραίτητο να επιμείνει και να τρέξει επειγόντως τα δικά της εξοπλιστικά, με την πολιτική αυτή που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα.
Η Τουρκία σήμερα, σε αντίθεση με ότι φαντασιώνονται οι εν Ελλάδι αναμεταδότες της τουρκικής προπαγάνδας, δέχεται τεράστιες πιέσεις σε όλα τα επίπεδα κι από όλες τις κατευθύνσεις μετρώντας τους συμμάχους της σχεδόν αποκλειστικά… στον τρίτο κόσμο.
Θα ήταν ένα εξαιρετικό δώρο για την Τουρκία αυτήν την στιγμή να έβλεπε μία Ελλάδα να επαναλαμβάνει την πολιτική του αυτοαφοπλισμού, ακυρώνοντας, αναβάλλοντας και μεταθέτοντας για το απώτερο μέλλον υπάρχουσες εξοπλιστικές προμήθειες και προγράμματα αναβαθμίσεων που οι Ένοπλες Δυνάμεις μας έχουν τεράστια ανάγκη, συνεπεία ακριβώς της προηγούμενης πολιτικής.
Οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν ήδη αρχίσει να μένουν πίσω σε θέματα εξοπλισμών με τις αρνήσεις εξαγωγής κρίσιμων οπλων ή / και υποσυστημάτων να διαδέχονται η μία την άλλη. H περίπτωση των F-35, από το πρόγραμμα παραγωγής των οποίων η Τουρκία εκδιώχτηκε (παρά τις εν Ελλάδι φωνές βεβαιότητα ότι… δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο) είναι απλώς το πιο γνωστό και χτυπητό παράδειγμα. Η Τουρκία δυσκολεύεται ή αδυνατεί να προμηθευτεί κι άλλα συστήματα όπως κινητήρες αεροσκαφών, αρμάτων μάχης, ελικοπτέρων αλλά και UAV, αισθητήρες, όπλα κτλ.
Όλη αυτή η κατάσταση, συνεπεία της αδιέξοδης πολιτικής Ερντογάν τις έχει οδηγήσει χρόνια πίσω, και κάθε μέρα που περνάει το διάστημα ανάκαμψης μεγαλώνει εκθετικά.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα δείχνει ότι καταφέρνει να ξεκολλήσει από την περιόδο της κρίσης, έχει εξελιχθεί σε μείζονος σημασίας σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών κι έχει για πρώτη φορά από το 2005 δρομολογήσει την αγορά κύριο εξοπλιστικού συστήματος, με την προμήθεια 18 μαχητικών αεροσκαφών Rafale, έχει δρομολογήσει πρόσληψη ΕΠΟΠ, αύξηση των σπουδαστών στις στρατιωτικές σχολές μετά από χρόνια και έχει βάλει στην σειρά κι άλλα εξοπλιστικά προγράμματα προμηθειών και αναβαθμίσεων.
Εξάλλου με βεβαιότητα αν δεν είχε ενσκήψει η πανδημία Covid-19 που έχει πάει την οικονομία πολύ πίσω (όπως και σε όλο τον κόσμο βέβαια) θα μιλάγαμε σήμερα πολύ πιο συγκεκριμένα για τα περισσότερα από αυτά.
Το τραίνο αυτό που έχει ξεκινήσει, δεν πρέπει να γυρίσει ένεκα μίας κακώς εννοούμενης «φιλίας των λαών» που στην πράξη δεν υπάρχει αφού στην κυβέρνηση της Τουρκίας δεν είναι οι νεκροί που καταπλακώθηκαν κάτω από τις χάρτινες πολυκατοικίες της Σμύρνης, αλλά κάποιοι άλλοι, απείρως πιο αδίστακτοι και με επεκτατικές κι επιθετικές τάσεις που δεν θα πάψουν μετά από μερικές δηλώσεις αβρότητας για τα μάτια του κόσμου.
Είναι μία παγίδα που απλώς δεν πρέπει να ξαναπέσουμε.