Οι αμερικανοί πιλότοι ελικοπτέρων που έφθαναν «φρέσκοι» από την εκπαίδευση, για την πρώτη τους θητεία στο Βιετνάμ στις αρχές Μαρτίου του 1969 μάθαιναν στο πρώτο briefing από έναν «παλιό» τί τους περίμενε: «Κοιτάξτε γύρω σας… Το 50% από εσάς θα έχετε μια καταστροφική κατάσταση έκτακτης ανάγκης μέσα στον επόμενο χρόνο» και δεν υπερέβαλλε. «Δύο από τους έξι που φθάσαμε αρχικά, χάθηκαν εντός δύο μηνών. Εγώ ήμουν τυχερός –είχα μόνο δύο καταστροφικά emergencies κατά τη διάρκεια της θητείας μου» θυμάται ένας χειριστής του Det. 1 που πετούσε με τα Huey του Ναυτικού από την χερσόνησο Ca Mau.
Ο πόλεμος στο Βιετνάμ έγινε συνώνυμο του «Πολέμου των Ελικοπτέρων» με τα Huey του Στρατού να διεκδικούν τον τίτλο του αδιαμφησβήτητου πρωταγωνιστή. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι πως Huey πετούσε και το Αμερικανικό Ναυτικό, και μάλιστα σε επιθετικό ρόλο, για την υποστήριξη των επιχειρήσεων στο δαιδαλώδες υδάτινο δίκτυο του ποταμού Μεκόνγκ.
Η Ελαφρά Επιθετική Μοίρα Ελικοπτέρων HA(L)-3 ‘Seawolves’ (Θαλασσόλυκοι) συγκροτήθηκε επισήμως στο Vung Tau του Ν. Βιετνάμ την 1η Απριλίου 1967, στελεχωμένη κυρίως με εθελοντές. Οργανωμένη αρχικά σε εννέα Αποσπάσματα (Detachments) κατανεμημένα σε διάφορα σημεία του Μεκόνγκ, αποστολή της ήταν η παροχή υποστήριξης πυρός στα επιθετικά σκάφη, τα ταχύπλοα PBR (Patrol Boat Riverine) και τα περιπολικά κλάσης ‘Swift’ των αμερικανικών και νοτιοβιετναμικών δυνάμεων που δρούσαν στο Δέλτα του Μεκόνγκ και στην Ειδική Ζώνη Rung Sat, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν την διείσδυση των Βιετκόνγκ στον Νότο.
Κάθε κλιμάκιο αποτελείτο από δύο εξοπλισμένα Huey και δύο τετραμελή πληρώματα ανά ελικόπτερο, έχοντας ως βάση τροποποιημένα αποβατικά σκάφη στις μεγάλες αρτηρίες του Μεκόνγκ ή αρματαγωγά LST αγκυροβολημένα στα ανοικτά. Τα ελικόπτερα των ‘Seawolves’ ήταν 30-35, καταπονημένα (‘war weary’) UH-1B, «δανεικά» από τον Στρατό ο οποίος το 1965 άρχισε να αντικαθιστά τα ‘Bravo’ με την νεότερη έκδοση –C. Η πρόσθετη εκπαίδευση των πληρωμάτων, διαρκείας τεσσάρων εβδομάδων, γινόταν στην Σχολή της Αεροπορίας Στρατού στο Ft. Rucker.
Οι συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει το προσωπικό του HA(L)-3 στο Βιετνάμ ήταν, λίαν επιεικώς, λιτές και οι μηχανικοί έπρεπε να χρησιμοποιήσουν την επινοητικότητά τους για να συγκεντρώσουν εξοπλισμό και υλικά εκτός του συστήματος εφοδιασμού. Ο Τζο Κράτσερ θυμάται να δανείζονται με έναν συνάδελφό του μαύρο χρώμα από μια μονάδα Αυστραλών, το οποίο ανάμιξαν με πράσινο, δίνοντας στα UH-1B του Ναυτικού την χαρακτηριστική τους απόχρωση.
Ο δε Διοικητής τους, Αντιπλοίαρχος Ρόμπερτ Σπένσερ, τους είπε να βάψουν την λέξη ‘NAVY’ στην άτρακτο των ελικοπτέρων με λευκό χρώμα λέγοντάς τους «θέλω ο Στρατός να ξέρει ότι το Ναυτικό είναι εδώ». Το έμβλημα της μονάδας, εμπνευσμένο από το… λογότυπο της μπύρας Löwenbräu, απεικόνιζε έναν όρθιο λύκο να ακουμπά σε ένα ασπίδιο με τα χρώματα της σημαίας του Ν. Βιετνάμ (κίτρινο και κόκκινο) και τον άσσο μπαστούνι, το σύμβολο του Θανάτου, στο κέντρο του.
Αυτά τα ελικόπτερα θα ξεχώριζαν από εκείνα του Στρατού. Τα Huey του Ναυτικού δεν ήταν μόνο διαφορετικά βαμμένα, ήταν και βαριά οπλισμένα. Επιχειρώντας σε ομάδες των δύο ελικοπτέρων, έφεραν φονικούς συνδυασμούς όπλων –από «50άρια» πολυβόλα και διπλά Μ60 έως miniguns M134 και ρουκέτες των 2,75 ιντσών σε καλάθους Μ158 των επτά. Τα πληρώματα ήταν επίσης οπλισμένα με τυφέκια Μ16 και πιστόλια ενώ συχνά στην καμπίνα υπήρχαν άφθονες χειροβομβίδες.
Για μεγίστη κάλυψη πυρός, οι door gunners δένονταν με ιμάντες ασφαλείας και έσκυβαν έξω από το ελικόπτερο βάλλοντας από κάτω του. «Μέσα σε μια εβδομάδα δύο ελικόπτερα έβαλλαν κατά μέσον όρο περίπου 1.000 ρουκέτες και μισό εκατομμύριο βολίδες των 7,62 χιλιοστών» λέει χαρακτηριστικά ο απόστρατος Αντιπλοίαρχος Ντικ Μπαρ, βετεράνος πιλότος του HA(L)-3. «Οι door gunners προσπαθούσαν να κρατούν τους κάλυκες μέσα στο ελικόπτερο ώστε να μην πέφτουν έξω και να χτυπούν το ουραίο στροφείο. Επέστρεφες συνήθως με ένα σωρό ύψους 6-7 ιντσών (15-17 εκ.) από άδειους κάλυκες πίσω…»
Εκτός από υποστήριξη πυρός σε πλωτά μέσα, οι «Θαλασσόλυκοι» παρείχαν συνοδεία σε αποβατικά σκάφη, υποστήριξη σε ομάδες SEALs, ένοπλη αναγνώριση, εντόπιζαν στόχους, εκτελούσαν αποστολές ψυχολογικών επιχειρήσεων και πετούσαν επείγουσες αεροδιακομιδές, έως έρευνα και διάσωση έκαναν. Η πρώτη τους μεγάλη επιχείρηση ήταν το φθινόπωρο του 1966, όταν στις 31 Οκτωβρίου δύο σκάφη του Ναυτικού συνάντησαν μια δύναμη 80 πλωτών που μετέφερε ένα Τάγμα ανταρτών Βιετκόνγκ (VC) προς το νότο.
Αντιμετωπίζοντας σκληρή αντίσταση, οι κυβερνήτες των σκαφών ζήτησαν παροχή εγγύς υποστήριξης. Σε λιγότερο από 15΄ οι ‘Seawolves’ ήταν εκεί διεκδικώντας 16 πλωτά των Βιετκόνγκ βυθισμένα ή κατεστραμμένα. Η άμεση ανταπόκριση, ημέρα και νύκτα, σε κάθε αίτημα για CAS (Close Air Support) ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της Μοίρας.
«Μπορεί να κοιμόμασταν βαθιά όταν ηχούσε η σειρήνα και ακουγόταν από τα μεγάφωνα το ‘Scramble the Seawolves’. Ο πιλότος ενημερωνόταν για την αποστολή, ο συγκυβερνήτης βρισκόταν ήδη στο κόκπιτ αρχίζοντας τις διαδικασίες εκκίνησης ενώ οι πυροβολητές όπλιζαν το ελικόπτερο και ο crew chief έλυνε τις πτέρυγες του στροφείου. Όλο αυτό, από τον ύπνο μέχρι να βρεθούμε στον αέρα, γινόταν σε λιγότερο από τρία λεπτά» επισημαίνει ο Ντικ Μπαρ.
Με κάθε μήνα που περνούσε τα πληρώματα εξέλισσαν τα τακτικά διδάγματα από τις επιχειρήσεις της Μοίρας. Οι παραστάτες μάθαιναν να είναι πάντα σε θέση να βάλλουν κατά του εχθρού, όταν ο αρχηγός μπροστά έστριβε μετά την επίθεση, αφήνοντας εκτεθειμένα το ευάλωτο κάτω μέρος του ελικοπτέρου και την ουρά του. Οι έμπειροι χειριστές προειδοποιούσαν επίσης τους νέους να αποφεύγουν να πετούν επί μακρόν στην «Ζώνη του Νεκρού» –από το έδαφος μέχρι τα 1.000 πόδια– και ποτέ, μα ποτέ, να μην πετούν παράλληλα με τα κανάλια και την γραμμή των δένδρων στο Δέλτα. Οι VC περίμεναν ένα λάθος τους.
Η εμπειρία αθροιζόταν με τις ώρες πτήσης στο log book. Με τον καιρό οι πιλότοι ήξεραν τί να κοιτάξουν για να εντοπίσουν κινήσεις στρατευμάτων ή αποθήκες εφοδίων και ανέπτυσσαν ιδανικές τακτικές επίθεσης αναλόγως του τύπου των αμυντικών θέσεων του αντιπάλου. Πρώτα όμως έπρεπε να μάθουν πώς να απογειώνουν ένα βαρυφορτωμένο UH-1B από μια βάση ξηράς ή από το περιορισμένο κατάστρωμα ενός LST. Και αυτό δεν ήταν τόσο απλό.
«Εξορμούσαμε από τα μεγάλα LST υποστηρίζοντας τα ταχέα περιπολικά ‘Swift boats’ τα οποία από τον Νοέμβριο του ’68 επιχειρούσαν στους μικρούς ποταμούς της δασώδους περιοχής Nam Cam. Το δικό μας LST ήταν αγκυροβολημένο μόλις και μετά βίας εκτός βεληνεκούς ρουκέτας από την ακτή. Για να πετάξει ένα βαρυφορτωμένο (στην πραγματικότητα υπερφορτωμένο) Huey από ένα χαλύβδινο κατάστρωμα με ζεστό, υγρό καιρό, έπρεπε να το πείσεις να βρεθεί σε αιώρηση» λέει ο απόστρατος Πλωτάρχης Μπαντ Μπάρνς.
Με τα πέδιλα στον αέρα και τον κινητήρα στο φουλ, το κόλπο ήταν να κάνεις πίσω με την ουρά να εξέχει από την μια πλευρά του πλοίου πριν αρχίσεις να «διασχίζεις» το κατάστρωμα, κάπου 15-18 μέτρα γεμάτα. Όταν έφθανε στην απέναντι πλευρά του καταστρώματος το Huey ουσιαστικά έπεφτε προς το νερό, επτά μέτρα πιο κάτω.
Τότε έπρεπε να τραβήξεις μένοντας σε ‘deep ground effect’ περίπου ένα μέτρο πάνω από το νερό, προσευχόμενος ότι σε κανα-δυό δευτερόλεπτα θα άρχιζες να παίρνεις ύψος. Μια βαθειά ανάσα και συνέχιζες να διατηρείς το ύψος σου έως ότου έπιανες τους μαγικούς 82 κόμβους (lift over drag max) ώστε να πετύχεις τον βέλτιστο βαθμό ανόδου…» εξηγεί. Μετά άρχιζε η αποστολή.
1η δημοσίευση 29/8/2020