Σαν σήμερα 15 Αυγούστου 1945, η Αυτοκρατορία του Χρυσάνθεμου ανακοινώνει πως παραδίδεται άνευ όρων, σηματοδοτώντας τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Αμέσως μετά την αναγγελία από το ραδιόφωνο της πρόθεσης της κυβέρνησης το Τόκιο να παραδοθεί, τρομερή αναστάτωση επικρατεί μέσα στους κόλπους των στρατιωτικών. H ένταση κορυφώνεται από τη στιγμή που ο Χάρι Τρούμαν δηλώνει πως με την παράδοση, η εξουσία του αυτοκράτορα και της ιαπωνικής κυβέρνησης θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ανωτάτου διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων.
Για τους Ιάπωνες μιλιταριστές η υπαγωγή του αυτοκράτορα σε μια ξένη εξουσία είναι απαράδεκτη γιατί καταλύει τη διάρθρωση του ιαπωνικού κράτους. O Πρωθυπουργός Σουζούκι και ο υπουργός Εξωτερικών Τόγκο χαρακτηρίζονται προδότες από τους σκληροπυρηνικούς. Όλοι περιμένουν να επέμβει ο αυτοκράτορας. Θα απευθυνθεί ο ίδιος στο λαό του. «Έχει έρθει η στιγμή να υποφέρουμε τ’ ανυπόφορα…», έλεγε το μήνυμά του. Όμως ακόμα και η δήλωση του αυτοκράτορα δεν πείθει τους σκληροτράχηλους αξιωματικούς.
Το βράδυ της 14ης Αυγούστου 1945, μια στρατιωτική εξέγερση ξεσπά. Μια ομάδα αξιωματικών κατευθύνεται στο σπίτι του στρατηγού Μόρι, διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς και τον πιέζει να συλλάβει τους ηττοπαθείς. Εκείνος αρνείται και δολοφονείται επί τόπου. Στη συνέχεια οι στασιαστές καταλαμβάνουν τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τόκιο. Απο εκεί προτρέπουν τον λαό να μην συνθηκολογήσει. Μια λέξη επαναλαμβάνεται συνέχεια: «Γιακουσάι», δηλ. αγώνας μέχρι τελικής πτώσης. Σε ορισμένους στρατώνες πολλοί στρατιώτες αυτοκτονούν ομαδικά. Καμικάζε βουτάνε με τ’ αεροπλάνα τους στο λιμάνι του Τόκιο. O Πρωθυπουργός Σουζούκι παραιτείται. O αυτοκράτορας διορίζει Πρωθυπουργό ένα θείο του. Τέσσερα άλλα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας μπαίνουν επικεφαλής υπερπόντιων στρατιών για να τις υποτάξουν.
Για τους Ιάπωνες ο πόλεμος έχει χαθεί. H αδιαλλαξία μερικών δεκάδων χιλιάδων φανατικών δεν μπορεί να κάμψει τη θέληση ενός λαού εκατό εκατομμυρίων ψυχών που θέλει να ζήσει. Το πρωί της 2ης Σεπτεμβρίου 1945, όλα είναι έτοιμα για τη μεγάλη στιγμή. Στον κόλπο του Τόκιο έχουν αγκυροβολήσει εκατοντάδες συμμαχικά πλοία. Το ελαφρύ αεράκι κάνει τις σημαίες τους να πάλλονται στον αέρα. Επικεφαλής είναι το αμερικάνικο θωρηκτό «Μισούρι», όπου ο στρατηγός Ντάγκλας Μακ Αρθουρ, περιμένει την ιαπωνική αντιπροσωπεία.
Τα λεπτά κυλούν. Στο κατάστρωμα της πρύμνης σ’ ένα τραπέζι με πράσινη τσόχα βρίσκονται τα έγγραφα προς υπογραφή. Πίσω από το τραπέζι έχουν παραταχθεί με γεωμετρική ακρίβεια οι συμμαχικές αντιπροσωπείες. Είναι ο αυστραλός στρατηγός Μπλέμι, ο νεοζηλανδός υποστράτηγος Αισιτ, ο καναδός συνταγματάρχης Μουρ-Γκρόσγκοβ, ο κινέζος στρατηγός Χσου-γιέν-τσανγκ, ο βρετανός ναύαρχος Φρέζερ, ο γάλλος στρατηγός Λεκλέρκ, ο ολλανδός ναύαρχος Χέλφριχ και ο σοβιετικός στρατηγός Ντερεβιάνκο.
H ώρα είναι 9 ακριβώς. O στρατηγός Μακ Αρθουρ εμφανίζεται στο πίσω κατάστρωμα. Δεν φορά επίσημη στολή και μόνο τα πέντε αστέρια στους γιακάδες του χακί πουκαμίσου του, υποδηλώνουν πως είναι αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων. Τον ακολουθεί ο ασπρομάλλης ναύαρχος Νίμιτς. Σε λίγα λεπτά ακούγεται ο μακρόσυρτος ήχος μιας σφυρίχτρας. H ιαπωνική αντιπροσωπεία επιβιβάζεται στο θωρηκτό. Την αποτελούν ο νέος υπουργός των Εξωτερικών Μαμόρου Σιγκεμίτσου εκ μέρους της κυβέρνησης και ο στρατηγός Γιοσιτζίρο Ουμέζου εκ μέρους των ενόπλων δυνάμεων.
Τους ακολουθούν και άλλοι εννέα διπλωμάτες ή αξιωματικοί. H ιαπωνική αντιπροσωπεία κατευθύνεται στην πρύμνη. Οι ιάπωνες αξιωματικοί χαιρετούν τον Μακ Αρθουρ. Εκείνος ανταποδίδει τον στρατιωτικό χαιρετισμό. Στους πυργίσκους του «Μισούρι» πάνω από τους παρευρισκομένους κάθονται εκατοντάδες ναύτες με κρεμασμένα τα πόδια τους στο κενό. Αν και κομπάρσοι δεν θέλουν να χάσουν ένα τέτοιο θέαμα.
H ώρα είναι 9:15. Οι Ιάπωνες υπογράφουν. Οι Σύμμαχοι υπογράφουν. Στην έξοδο του πλοίου το σφύριγμα ενός υπαξιωματικού αποχαιρετά την ιαπωνική αντιπροσωπεία. O Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει την 2194η ημέρα του. 61 έθνη και γύρω στα 110 εκατομμύρια άνδρες είχαν πάρει μέρος σ’ αυτόν. H μεταπολεμική εποχή είναι πλέον γεγονός.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Π&Δ #126, τεύχος Ιουλίου 1995,
του Βασίλη Πια