Γράφει ο Ηρακλής Μαρδύρης
Η Ρωσία έχει αναπτύξει συστοιχίες S-400 στη Βαλτική θάλασσα και ειδικά στο θύλακα του Καλλίνιγκραντ (βλπ. χάρτη), κάτι που δεν έχει περάσει απαρατήρητο από τα γειτονικά κράτη. Το Σουηδικό Swedish Defense Research Agency δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία αναφέρεται ότι οι ισχυριζόμενες από τη Ρωσία δυνατότητες, είναι υπερβολικές, προβάλλοντας ενστάσεις σχετικές τόσο με τεχνικούς περιορισμούς όσο και με τη μεθοδολογίας χρήσης.
Προκειμένου το S-400 να έχει βεληνεκές 400 χιλιομέτρων έναντι μεγάλων αεροσκαφών, πρέπει να μπορεί να δει πέρα από τον «ορίζοντα του ραντάρ» που περιορίζεται από την καμπυλότητα της Γης.
Υπάρχουν λύσεις σε αυτόν τον περιορισμό, οι οποίες αναφέρονται στη μελέτη, και συγκεκριμένα η χρήση ραντάρ over-the-horizon (OTH) ή μέσω της ικανότητας συνεργασίας (cooperative engagement capability-CEC).
Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι η τεχνολογία δεν επιτρέπει σε ραντάρ ΟΤΗ την καθοδήγηση πυραύλων γιατί δεν έχουν την απαραίτητη ακρίβεια. Θεωρητικά θα μπορούν να εκτοξευθούν οι πύραυλοι 40Ν6 προς τη γενική κατεύθυνση που θα λαμβάνουν από το ΟΤΗ ραντάρ και μετά να βασιστούν στο ραντάρ καθοδήγησης που φέρει η κεφαλή τους, που έχει εμβέλεια περίπου 30χμ. Ενώ αναγνωρίζουν ότι κάτω από συνθήκες πρόκειται για μια πραγματική απειλή, θεωρούν ότι στην πραγματικότητα η ευστοχία θα ήταν αντίστοιχη των V-2.
Η CEC, θα συνεπαγόταν τη χρήση δεδομένων από ιπτάμενα ραντάρ για την εκτόξευση πυραύλων επιφανείας-αέρος. Αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης θα τροφοδοτούσαν το σύστημα με tracks πολύ μεγαλύτερης ακρίβειας. Η Ρωσία διαθέτει πάνω από πενήντα τέτοια αεροσκάφη (Α-50), που έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύουν στόχους σε αποστάσεις σχεδόν διπλάσιες από τα 400χμ των S-400. Το πρόβλημα όμως είναι στη διασύνδεση και στη δημιουργία δικτύου. Τα δεδομένα που συλλέγει το αεροπλάνο πρέπει να μεταδοθούν με ασφάλεια και ταχύτητα στο S-400, το οποίο κατόπιν θα πρέπει να τα επεξεργαστεί και να στείλει τα στοιχεία βολής στους πυραύλους. Η Ρωσία όμως δεν έχει επιδείξει, ούτε καν έχει αναφέρει τέτοια δυνατότητα, που οι συγγραφείς της μελέτης ισχυρίζονται ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί.
Μία τέτοια μεταφορά δεδομένων από τον αέρα στη ξηρά μπορεί να ενέχει δυσκολίες, αλλά είναι γνωστό ότι τα MIG-31 είχαν τη δυνατότητα να μεταδίδουν δεδομένα μεταξύ τους και να μεταφέρουν την καθοδήγηση αντιαεροπορικών πυραύλων από το ένα αεροπλάνο στο άλλο. Με παρόμοιο τρόπο θα μπορούσαν να μεταδίδουν δεδομένα σε σταθμούς εδάφους. Αυτό είναι μία ένδειξη πως η Ρωσία θα μπορούσε να αναπτύξει δυνατότητες CEC σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αν κρίνει φυσικά ότι είναι στις προτεραιότητες της. Σε αντιπαραβολή, το F-35 σχεδιάστηκε με δύο βασικές προτεραιότητες, πρώτα να είναι κόμβος δεδομένων σε ένα δίκτυο, και μετά να είναι stealth.
Επίσης η μελέτη αγνοεί τη δυνατότητα συνεργασίας των S-400 με άλλα προκεχωρημένα επίγεια ραντάρ.
Μια ακόμα σημαντική παρατήρηση είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του S-400. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι μία συστοιχία, ανάλογα με την μίξη πυραύλων μεγάλου και μεσαίου βεληνεκούς, μπορεί να πλήξει ταυτόχρονα μεταξύ 16 και 64 στόχους πριν χρειαστεί να ξαναγεμίσει, συνεπώς μια επίθεση κορεσμού με δεκάδες κατευθυνόμενα stand-off βλήματα και δολώματα θα μπορούσε να βγάλει εκτός μάχης το ραντάρ.
Πέρα όμως από το ότι το δεκάδες είναι πολύ αόριστο, η ανάλυση αυτή αγνοεί την ικανότητα του συστήματος να αναγνωρίζει και να μην εμπλέκει δολώματα (non-cooperative target recognition – NCTR) μια ικανότητα για την οποία υπάρχουν πολύ λίγες πληροφορίες, αλλά και το γεγονός ότι οι συστοιχίες προστατεύονται και από άλλα συστήματα μικρότερου βεληνεκούς, συνήθως Pantsir αλλά και Tor.
Στη Συρία, οι Ισραηλινοί δεν φαίνεται να προβληματίστηκαν ιδιαίτερα με τα Pantsir, αλλά πέρα από την αμφισβητούμενη εκπαίδευση των Σύρων, αυτά λειτουργούσαν ανεξάρτητα και όχι σε δίκτυο, βασιζόμενα αποκλειστικά στο δικό τους ραντάρ. Όταν όμως είναι μέρος της άμυνας των S-400, τότε δέχονται στίγματα από το ραντάρ των S-400 που είναι πολύ πιο ισχυρό. Παρά του ότι θα πρέπει τελικά να χρησιμοποιήσει το δικό του ραντάρ για να εμπλέκει στόχους, αυτή η δυνατότητα θα το κάνει πιο αποτελεσματικό εναντίων κατευθυνόμενων βλημάτων. Η Ρωσία έχει επίσης ανακοινώσει μια νέα γενιά μικρότερων πυραύλων για το Pantsir, τους Gvozd, οι οποίοι θα έχουν την αποστολή της καταστροφής μικρών χαμηλά ιπτάμενων στόχων, όπως πυραύλους και drones, και την αντιμετώπιση επιθέσεων κορεσμού. Το μικρό τους μέγεθος θα επιτρέπει την τοποθέτηση τεσσάρων πυραύλων σε κάθε κάνιστρο με αποτέλεσμα μέχρι 48 πυραύλους σε κάθε σύστημα.
Σε Ρωσική υπηρεσία στο Καλίνινγκραντ, οι S-400 συμπληρώνονται από τα ακόμα πιο ικανά Tor (και βαλλιστικούς πυραύλους με δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικής κεφαλής Iskander).
Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι η αντιαεροπορική ομπρέλα των S-400 είναι αρκετά μικρότερη από αυτό που διαφημίζεται, αλλά και η επιβιωσημότητα του συστήματος είναι μεγαλύτερη των αρχικών εκτιμήσεων. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να γίνει η εκτίμηση ότι η πρώτη προτεραιότητα των Ρώσων θα πρέπει να είναι η διασύνδεση με ιπτάμενα ραντάρ ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν πλήρως τα χαρακτηριστικά των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, που ήδη έχουν, και ότι για τους Τούρκους πρέπει να είναι η προμήθεια αντιαεροπορικών συστημάτων μικρού βεληνεκούς που θα μπορούν να διασυνδεθούν με το S-400, ώστε να αυξήσουν την επιβιωσημότητα του σε επιθέσεις κορεσμού. Αυτά τα αντιαεροπορικά ενδέχεται να είναι κάποιο τοπικά κατασκευασμένο σύστημα είτε κάποιο Ρωσικό, πχ Pantsir, και γιατί όχι κάποιος κλώνος ρωσικού συστήματος που θα κατασκευάζεται κατόπιν αδείας στην Τουρκία και θα μπορεί να εξαχθεί σε αγορές που δεν μπορεί να προσεγγίσει η Ρωσία.