Του Σταύρου Τσαντζαλή, Δρ. Μηχανολόγου Μηχανικού και του Φαίδωνα Γ. Καραϊωσηφίδη, Αεροναυπηγού. Φωτογραφίες Νίκος Χαντζής, αρχείο Π&Δ και αρχείο Πολεμικής Αεροπορίας. To άρθρο έχει δημοσιευτεί στην Π&Δ Τεύχος 385.
Στην επόμενη μέρα της έγκρισης του προγράμματος εκσυγχρονισμού των F-16 Peace Xenia III και IV της Πολεμικής Αεροπορίας στο επίπεδο F-16V, το θέμα των υπόλοιπων αεροσκαφών του τύπου τίθεται πλέον επιτακτικότερα επί τάπητος. Για τα μαχητικά τού εξοπλιστικού προγράμματος Peace Xenia II, δηλαδή τα Block 50, υφίσταται μια (δυνητική) αναβάθμιση ΕΜΖ που θα επιτρέψει να συνεχίσουν να υπηρετούν αξιόμαχα για τα επόμενα 20 χρόνια· δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα 32 αεροπλάνα Block 30 που αξιοποιεί η 330Μ (Π&Δ 353). Αν και πολλά έχουν ειπωθεί υπέρ της διατήρησής τους, ίσως και με αλλαγή ρόλου έναντι της πώλησης κάποιων ή εντέλει όλων, υπάρχει ένα πλαίσιο που περιβάλλει τα παλαιότερα αυτά μαχητικά, δεν μπορεί να αγνοηθεί και το αναλύουμε πλήρως παρακάτω.
Τα 32 σημερινά F-16C/D Block 30 (28 μονοθέσια και 4 διθέσια) προέρχονται από το πρόγραμμα Peace Xenia I (PXI) της δεκαετίας του 80, τα οποία παραδόθηκαν στο σύνολό τους την περίοδο 1989-1990. Οι παλαιότεροι αναγνώστες θα θυμούνται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ειδικά μετά την υλοποίηση του προγράμματος PXIII και την απόκτηση των Mirage 2000-5 Mk2, είχε πολλές φορές συζητηθεί η εφαρμογή ΕΜΖ (Εκσυγχρονισμού Μέσου Ζωής) των μαχητικών της διαβόητης «αγοράς του αιώνα» της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Η χρονική περίοδος ήταν προφανώς κατάλληλη (τουλάχιστον με τα διεθνή πρότυπα) αναφορικά με την ηλικία (15 ετών) και την κατάσταση των F-16 Block 30 που πλησίαζαν τότε στο μέσο της επιχειρησιακής καριέρας τους.
[Για τα Mirage 2000EGM/BGM εκκρεμούσε -τουλάχιστον θεωρητικά- η πιθανότητα άσκησης της προαίρεσης που υφίστατο για μετατροπή περισσότερων σε -5 Mk2, αν και εκσυγχρονισμός του συνόλου του στόλου δεν είχε εξεταστεί ποτέ, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων.]
Η οικονομική κατάσταση όμως στην Ελλάδα δημιουργούσε ήδη ένα απαγορευτικό περιβάλλον για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος, έστω και ελάχιστα φιλόδοξου, που ήταν μια από τις επιλογές που πρόβαλαν τότε οι μελέτες της ΠΑ (ουσιαστικά εφαρμογή των αναβαθμίσεων που είχαν υλοποιήσει οι άλλοι χρήστες Block 30, όπως αναλύονται παρακάτω).
Η όποια όμως πιθανότητα ικανοποίησης της απαίτησης «σκόνταψε» στο πρόγραμμα PXIV του 2005, που εξάντλησε τις ελληνικές δυνατότητες χρηματοδότησης μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Απόδειξη περί αυτού δεν είναι μόνο το γεγονός ότι κανένα άλλο πρόγραμμα δεν υλοποιήθηκε στη συνέχεια μέχρι και την κλιμάκωση της κρίσης το 2010. Όπως έχουμε υπογραμμίσει πολλές φορές σχετικά, η σημαντικότερη απόδειξη είναι η μη άσκηση της προαίρεσης για τα 10 επιπλέον F-16 Block 52+ Advanced, που αποστέρησε την ΠΑ από τη δυνατότητα να αποκτήσει επαρκή αριθμό αεροσκαφών για τη συγκρότηση δύο Μοιρών πλήρους σύνθεσης με τη συγκριμένη έκδοση του Fighting Falcon και μάλιστα σε ιδιαίτερα προνομιακή τιμή που είχε επιτευχθεί στην αρχική διαπραγμάτευση.
Από εκείνο το χρονικό σημείο και ύστερα η πιθανότητα υλοποίησης προγράμματος εκσυγχρονισμού των F-16 Block 30, πολύ δε περισσότερο των Mirage 2000EGΜ/BGM, κινούνταν πάντα σε θεωρητικό και μόνο επίπεδο. Το σχετικό πρόγραμμα περί «εκσυγχρονισμού μέσου ζωής των μαχητικών τρίτης γενιάς» συνέχιζε να εγγράφεται στα ΕΜΠΑΕ αλλά και στο πλαίσιο εξοπλιστικού προγραμματισμού που τα αντικατέστησε. Αποτελούσε όμως σε όλες τις περιπτώσεις… ευχολόγιο.
Ακόμη και αν το οικονομικό πλαίσιο δεν ήταν απαγορευτικό, η πρόθεση ΕΜΖ των Block 30 είχε ένα εγγενές πρόβλημα που δεν γινόταν εύκολα αντιληπτό, παρόλο που αποκαλύφθηκε σε όλες του τις διαστάσεις πιο πρόσφατα. Αυτό δεν ήταν άλλο από το «χάσμα» που υπήρχε στον στόλο των ελληνικών Fighting Falcon, ανάμεσα στα «αναλογικά» Block 30 και τα «ψηφιακά» Block 50, άμεσο αποτέλεσμα των αποσπασματικών αγορών που είχε κάνει η Ελλάδα.
Υπενθυμίζοντας και συνοψίζοντας τις πολλές παλαιότερες αναφορές μας, το 2009 το σπονδυλωτό πρόγραμμα Peace Xenia Upgrades (PXU) που προτάθηκε στην ΠΑ αφορούσε μεν το σύνολο των 129 (τότε) F-16 (τα PXIV βρίσκονταν σε διαδικασία παράδοσης), αλλά λόγω του παραπάνω «χάσματος» επικεντρώνονταν στα νεότερα αεροπλάνα PXII/PXIIΙ με στόχο την αναβάθμισή τους στο πρότυπο Block 52+ Advanced. Η υλοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν σχετικά εύκολη και οικονομική για τα PXIII/Block 52+. Για τα PXII/Block 50 υπήρχε η «ακριβή» και η «οικονομική» λύση: Στην πρώτη τα μαχητικά θα εκσυγχρονίζονταν σε ένα «ελληνικό πρότυπο» που έγινε γνωστό ως CCIP GR (τροποποιημένο πρότυπο του αμερικανικού CCIP, πρακτικά το ίδιο με αυτό που υλοποίησε η Τουρκική Αεροπορία στα δικά της Block 40/50) και στη δεύτερη περίπτωση τα αεροπλάνα αναβαθμίζονταν στο πλήρες πρότυπο Block 52+ Advanced (ως Block 50+ Advanced). Είναι χαρακτηριστικό ότι από τότε τα PXΙ/Block 30 βρίσκονταν στο περιθώριο των δυνητικών εξελίξεων με μια πρόταση γνωστή ως CCIP Lite.
Όπως τονίζαμε τότε (Π&Δ 285), σε προγράμματα αναβαθμίσεων τίποτε δεν είναι αδύνατο εάν μπορεί να χρηματοδοτηθεί, αλλά σε ρεαλιστικές λύσεις κυρίαρχος παράγοντας είναι το κόστος έναντι του αποτελέσματος. Οι περισσότερες αποτυχίες σε τέτοια προγράμματα εκσυγχρονισμού οφείλονται σε λανθασμένη εκτίμηση του κόστους σε συνδυασμό με την ηλικία του οπλοσυστήματος. Τα ελληνικά Block 30 αποτελούσαν (και συνεχίζουν να αποτελούν) τυπικό παράδειγμα αυτού του αξιώματος!
Η πρόταση CCIP Lite ήταν και αυτή κλιμακωτή και στον «πυρήνα» της:
- Αντικαθιστούσε τον κεντρικό υπολογιστή με τον MMC 7000A μαζί με τα παρελκόμενα εισαγωγής στοιχείων (CDEEU) και παραγωγής συμβολογίας (eCPDG).
- Εγκαθιστούσε ολοκληρωμένο GPS/INS (EGI) LN-260, GEM 6 SAASM.
- Τοποθετούσε το AIFF APX-113 με σύγχρονες διαμορφώσεις Mode S/Mode 5.
- Ενσωμάτωνε IDM (Improved Data Modem), όπως στα Block 50, για ανταλλαγή δεδομένων με άλλα αεροπλάνα του σχηματισμού.
- Διατηρούσε (με αναβαθμίσεις λογισμικού) το ραντάρ AN/APG-68(V)2, τους ασύρματους UHF & VHF και τον κεντρικό υπολογιστή στοιχείων αέρος.
- Έβαζε στο πιλοτήριο δύο έγχρωμες οθόνες πολλαπλών λειτουργιών, χειριστήριο στικ και μανέτα από το Block 50, ψηφιακό καταγραφέα βίντεο, σύστημα μεταφοράς δεδομένων αποστολής ADTE/ADTC και σύστημα ψηφιακού εδαφικού ανάγλυφου DTS (Digital Terrain System) για πτήση σε πολύ μικρό ύψος όπως υπάρχει στα PXIII/PXIV.
- Ενίσχυε το σύστημα αυτοπροστασίας με το RWR και ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά του ASPIS II και προσέθετε προηγμένη δυνατότητα απενημέρωσης ηλεκτρονικών απειλών του τελευταίου.
Το αεροπλάνο, εκτός της συμβατότητας με τους AIM-9L/M και τις αρχικές εκδόσεις του ΑΜRΑΑΜ, θα μπορούσε πλέον να χρησιμοποιήσει IRIS-T (βλέπε αναφορά σε JHMCS παρακάτω), AGM-65G, AIM-120C5, AGM-88 HARM, φορείς «Smart Rack» BRU-57, GBU-24 Paveway III, Enhanced Paveway II, JDAM, JSOW κ.ά. Επιπλέον, θα μπορούσε να φέρει σύγχρονα ατρακτίδια στόχευσης (Sniper) και τακτικής αναγνώρισης (DB-110).
Στο σκεπτικό της κλιμακωτής εφαρμογής λύσεων το CCIP Lite θα ενσωμάτωνε σχετική υποδομή (Group Α) με μεγάλα περιθώρια μελλοντικής εξέλιξης και περαιτέρω βελτιώσεων, είτε μέσα από επιλογές (option) είτε, εάν και όταν η ΠΑ αποφάσιζε σχετικά, μέσω της αγοράς των απαρτίων (Group Β). Στα τελευταία θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται: Color CTVS, MMR (Multi-Mode Receiver), έγχρωμος κινούμενος χάρτης (Color Moving Map), αναβάθμιση του ραντάρ στο επίπεδο APG-68(V)9, εγκατάσταση JHMCS και MIDS-LVT (Link 16). Ειδικά για τα δυο τελευταία η Lockheed Martin είχε προτείνει την εξαρχής εγκατάστασή τους, επειδή και το κόστος θα ήταν σχετικά μικρό (στο πλαίσιο της λοιπής αναβάθμισης), αλλά κυρίως διότι θα εκτόξευαν τις δυνατότητες των μαχητικών παρά την ηλικία τους.
Η πρόταση του 2009 αναφορικά με τα Block 30 επισήμανε και την ανάγκη για δομικές αποκαταστάσεις και αναβαθμίσεις.
Στη συνέχεια υπήρξε επίσημη θέση τής τότε ηγεσίας της ΠΑ ότι τόσο τα Mirage 2000EGM/BGM όσο και τα F-16 του προγράμματος Peace Xenia I δεν θα υποβάλλονταν σε οποιοδήποτε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού ή αναβάθμισης, υπό το πρίσμα ότι υπήρχε -ακόμη τότε– θέμα υλοποίησης προγράμματος ΝΜΑ (Νέου Μαχητικού Αεροσκάφους). [Το πόσο μη ρεαλιστικό ήταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποδείχθηκε δυστυχώς στη συνέχεια με την αποκάλυψη της πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας.]
Όταν η Lockheed Martin επανήλθε το 2011 με επικαιροποιημένη πρόταση για τον εκσυγχρονισμό των F-16 (πάντα με βάση το «συμβατικό» ραντάρ APG-68V9, καθώς δεν υφίστατο ακόμη διαθεσιμότητα συστήματος AESA), είχε περιλάβει και τα Block 30 PXΙ παρά την υφιστάμενη απόφαση της ΠΑ να μην επιδιωχθεί o εκσυγχρονισμός των παλαιότερων αυτών μαχητικών.
Το 2012 και μετά την απόφαση του ΑΑΣ (Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου) να υιοθετήσει κατ’ αρχήν την πρόταση της LM για ομογενοποίηση του στόλου των νεότερων αεροσκαφών Block 50 και Block 52+ στο πρότυπο του Block 52+ Advanced, η επιλογή εφαρμογής τού προγράμματος CCIP Lite για τα Block 30 εξακολουθούσε να υφίσταται αξιοποιώντας πλεονασματικά απάρτια των αεροσκαφών Block 50.
Να θυμίσουμε ότι στη συνέχεια, την περίοδο 2014-2015, η ΠΑ διερεύνησε και πάλι το θέμα με τις εξελίξεις που είχαν υπάρξει και κυρίως με τη διαθεσιμότητα πλέον ραντάρ AESA. Η όλη διαδικασία ξεκίνησε από μηδενική βάση, αφού απευθύνθηκε σε όλους τους κατασκευαστές που υποστήριζαν τότε ότι διέθεταν σχετικά προγράμματα.
Η κατάληξη της διαδικασίας ήταν η εισήγηση τον Δεκέμβριο του 2015 για αναβάθμιση του συνόλου των F-16: των Block 50, 52+ και 52+ Advanced σε κοινή διαμόρφωση F-16V και των Block 30 σε διαμόρφωση παρόμοια των Block 52+ με τη χρήση απαρτίων από τα αεροπλάνα του προγράμματος Peace Xenia III. Αυτό αποτελούσε μεν ανατροπή της προηγούμενης θέσης του 2009-2010 αλλά ήταν και πάλι… ευχή!
Οι υπόλοιπες εξελίξεις είναι πρόσφατες και έχουν αναλυθεί διεξοδικά από τις σελίδες μας.
Απ’ όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι η όποια πρόθεση αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των Block 30 ως πρόγραμμα ΕΜΖ δεν απέκτησε ποτέ ρεαλιστική πιθανότητα υλοποίησης, αφού βρέθηκε πάντα αντιμέτωπη με κάποιο από τα κύρια εξοπλιστικά προγράμματα αγοράς νέων μαχητικών της ΠΑ και φυσικά δεν μπορούσε να υλοποιηθεί παράλληλα. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν ένα τέτοιο πρόγραμμα ήταν απολύτως επιβεβλημένο, ήταν πλέον αδύνατον για οικονομικούς λόγους.
Χρονικό σημείο καμπής στην υπόθεση είναι το 2009, όταν ο σχεδιασμός της ομογενοποίησης του στόλου των F-16 αποτελούσε την έσχατη ελπίδα των Block 30 (ήδη με 20 χρόνια υπηρεσίας) να συμπεριληφθούν σε κάποιο πρόγραμμα EMZ. Πέραν εκείνου του χρονικού ορίου η σκοπιμότητα ενός EMZ παρήλθε. Αυτό γίνεται φανερό και από την ορθολογιστική απόφαση της ΠΑ στη συνέχεια να μην επιδιώξει μια τέτοια εξέλιξη. Το ότι τα Block 30 συνέχιζαν να περιλαμβάνονται στους όποιους σχεδιασμούς, ήταν περισσότερο μια τυπική παρά μια ουσιαστική ενέργεια.