Το παρόν άρθρο αναρτήθηκε για πρώτη φορά στις 21/11/2017. Με αφορμή τη συμπλήρωση 32 χρόνων από το τραγικό ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα Τσέρνομπιλ στην Ουκρανία, μέρος τότε της Ε.Σ.Σ.Δ., και τις καταστροφικές του συνέπειες μέχρι σήμερα, αξίζει να θυμηθούμε μια νέα πρόσφατη θεωρία που υποστηρίζει πως αυτό που συνέβη στο Τσερνομπίλ, δεν ήταν “απλά” διαρροή ραδιενέργειας, αλλά κανονική πυρηνική έκρηξη.
Η πυρηνική καταστροφή στο Τσέρνομπιλ συνέβη τη νύχτα της 26ης Απριλίου 1986. Η αλυσιδωτή πυρηνική αντίδραση ξεκίνησε στον αντιδραστήρα Νο 4, το πάνω μέρος του οποίου εξερράγη το 1986. Οι σχετικές έρευνες αποφάνθηκαν ότι η τραγωδία οφειλόταν σε ανθρώπινα σφάλματα και ατέλειες στην αρχική σχεδίαση του αντιδραστήρα RBMK. Μια νέα θεωρία, προτείνει μια διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων που τελικά οδήγησαν στο ατύχημα της 26ης Απριλίου 1986.
Οι αντιδραστήρες είχαν κάτι που ονομάζεται θετικός συντελεστής κενών, πράγμα που σημαίνει ότι όταν το νερό που ψύχει τις ράβδους ατμοποιήθηκε, η απόδοση του αντιδραστήρα θα μπορούσε να αυξηθεί. Για την ψύξη των αντιδραστήρων μετά την απενεργοποίηση, το εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ διέθετε τρεις εφεδρικές ντιζελογεννήτριες ισχύος 5,5MW. Ωστόσο, οι γεννήτριες αυτές απαιτούσαν διάστημα 60sec~75sec προκειμένου να ανεβάσουν στροφές και να σταθεροποιηθεί η παραγωγή τους. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ο αντιδραστήρας θα παρέμενε χωρίς ψύξη για το διάστημα αυτό, γεγονός που αποτελούσε πηγή σοβαρού κινδύνου. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος είχε προταθεί η αξιοποίηση της διαθέσιμης ενέργειας του ατμοστροβίλου κατά την στιγμή της απενεργοποίησης (κινητική ενέργεια των περιστρεφόμενων τμημάτων του στροβίλου και της γεννήτριας).
Η ιδέα αυτού του συστήματος είχε προβλεφθεί και είχε περιληφθεί ως ενδεχόμενη λειτουργία στο σχεδιασμό των αντιδραστήρων RBMK-1000 που χρησιμοποιούσε το Τσερνόμπιλ. Ο αντιδραστήρας θα ετίθετο σε χαμηλή ισχύ (περί τα 700MW) και η γεννήτρια θα εργαζόταν σταθερά, σε πλήρη ταχύτητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η παροχή ατμού θα διακόπτονταν, και θα ελεγχόταν κατά πόσο το σύστημα θα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία τις αντλίες ψύξης μέχρι την εκκίνηση των εφεδρικών γεννητριών.
Για λόγους που δεν είναι εντελώς γνωστοί, κάποιος εκκίνησε την έκτακτη διακοπή λειτουργίας. Αυτό ξεκίνησε την πλήρη εισαγωγή των ράβδων ελέγχου που προκάλεσαν επικίνδυνη αύξηση ισχύος, δημιουργώντας περισσότερο ατμό. Αυτή η αύξηση της πίεσης του ατμού και της θερμότητας έσπασαν τους σωλήνες πίεσης που περιέχουν καύσιμο, προκαλώντας κατάρρευση της οροφής και διασπορά ραδιενέργειας. Μια δεύτερη έκρηξη ακολούθησε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Οι ράβδοι ελέγχου περιείχαν καρβίδιο του βορίου, το οποίο απορροφά τα νετρόνια, και καταστέλλει την σχάση του καυσίμου.
Ωστόσο, το άκρο των ράβδων ελέγχου ήταν από γραφίτη, ο οποίος είναι επιβραδυντής νετρονίων. Ο σχεδιασμός αυτός, που σκοπό είχε να βελτιώσει την απόκριση του αντιδραστήρα στην μετακίνηση των ράβδων, προκαλούσε παροδική αύξηση της ισχύος κατά την επείγουσα απενεργοποίηση.
Η δυσλειτουργία αυτή είχε διαπιστωθεί ήδη από το 1983, και οφείλεται στο ότι καθώς οι ράβδοι κατεβαίνουν μαζικά, υπάρχει ένα τμήμα του αντιδραστήρα στο οποίο το νερό (που απορροφά νετρόνια) αντικαθίσταται από γραφίτη (που επιβραδύνει τα νετρόνια). Όμως, αντί να μετριάσουν την πυρηνική αντίδραση, η εισαγωγή τους οδήγησε σε περαιτέρω απότομη αύξηση της ισχύος προκαλώντας έκρηξη που κατέστρεψε την οροφή. 2,7 δευτερόλεπτα αργότερα, έλαβε χώρα μια δεύτερη έκρηξη που διασκόρπισε τον κατεστραμμένο πυρήνα και τερμάτισε αποτελεσματικά την πυρηνική αντίδραση.
Υπέρθερμα κομμάτια γραφίτη εκτινάχτηκαν στην ατμόσφαιρα, ανάβοντας αρκετές φωτιές γύρω από το εργοστάσιο, καθώς και στην οροφή του κτηρίου ελέγχου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον πυρηνικό φυσικό Lars-Erik De Geer και την ομάδα του από τη Σουηδική Υπηρεσία Έρευνας για την Άμυνα, το Σουηδικό Μετεωρολογικό και Υδρολογικό Ινστιτούτο και το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, η πρώτη έκρηξη ήταν το πιθανότερο πυρηνική. Εάν είναι σωστά, τα ευρήματά τους αντιβαίνουν σε προηγούμενες διαβεβαιώσεις ότι κανένα πυρηνικό εργοστάσιο δεν είχε ποτέ πυρηνική έκρηξη ή ότι μια τέτοια έκρηξη θα ήταν «αδύνατη».
Το 1986, ερευνητές από το ινστιτούτο VG Khlopin Radium, βρήκαν ισότοπα ξένου, που προήλθαν από την έκρηξη, στην Αγία Πετρούπολη και στη ρωσική πόλη Cherepovets, 370 χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας και 1.000 χιλιόμετρα βόρεια του Τσερνομπίλ, 4 ημέρες μετά το ατύχημα. Αλλά το Cherepovets βρίσκεται εκτός της πορείας της γνωστής εξάπλωσης του ραδιενεργού σύννεφου του Τσερνομπίλ.
Σύμφωνα με τον De Geers και την ομάδα του, αν είχε σημειωθεί πυρηνική έκρηξη στο εργοστάσιο, αυτό θα μπορούσε να στείλει ραδιενεργά σωματίδια πολύ ψηλότερα στην ατμόσφαιρα από μια έκρηξη ατμού. Στα 3 χιλιόμετρα, τα καιρικά φαινόμενα θα μπορούσαν να μεταφέρουν ραδιενεργό υλικό προς το Cherepovets, ενώ στη περίπτωση της έκρηξης ατμού, τα ραδιενεργά στοιχεία θα περιορίζονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο, όπου οι άνεμοι είχαν διαφορετική κατεύθυνση.
Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου VG Khlopin Radium ανέλυσαν αυτά τα ισότοπα και διαπίστωσαν ότι είχαν παραχθεί πρόσφατα και τουλάχιστον εν μέρει από πυρηνική σχάση, πράγμα που δείχνει προς τη κατεύθυνση πυρηνικής έκρηξης. Εξέταση του αντιδραστήρα αποκάλυψε επίσης ότι η έκρηξη είχε λιώσει μια πλάκα χάλυβα πάχους 2 μέτρων κάτω από τον πυρήνα. Σύμφωνα με την ομάδα του De Geer, αυτό μπορεί να προκληθεί από μια πυρηνική έκρηξη και όχι με έκρηξη ατμού. Επιπλέον, αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν μια μπλε λάμψη πάνω από τον αντιδραστήρα, γεγονός που υποδεικνύει πως μια πυρηνική έκρηξη έλαβε χώρα, όπως και οι σεισμικές μετρήσεις που είχαν καταγραφή τη στιγμή του ατυχήματος.
Από το ατύχημα της 26ης Απριλίου 1986, πέθαναν επιτόπου δυο από τους εργάτες του σταθμού. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι ως το 2004. Υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια.