Η Φινλανδία προχώρησε στην πρώτη κατάσχεση πλοίου για δολιοφθορά σε υποθαλάσσια καλώδια μετά την έναρξη της νατοϊκής επιχείρησης επιτήρησης της Βαλτικής, στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι οι επιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές αντιμετωπίζονται ως ζήτημα εθνικής και συμμαχικής ασφάλειας. Έτσι φινλανδικές δυνάμεις ασφαλείας και ειδικές μονάδες κατέλαβαν φορτηγό πλοίο τουρκικών συμφερόντων, το οποίο θεωρείται ύποπτο για σκόπιμη πρόκληση ζημιάς σε υποθαλάσσιο καλώδιο δεδομένων που συνδέει τη Φινλανδία με την Εσθονία, σε μια ενέργεια που εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο υβριδικών επιχειρήσεων στη Βαλτική.
Το περιστατικό εκδηλώθηκε νωρίς το πρωί, όταν εντοπίστηκε βλάβη στο υποθαλάσσιο καλώδιο τηλεπικοινωνιών μεταξύ Ελσίνκι και Ταλίν, σε απόσταση περίπου 40 μιλίων εντός του Κόλπου της Φινλανδίας, μιας περιοχής με τεράστια γεωστρατηγική σημασία. Το συγκεκριμένο καλώδιο αποτελεί βασική ψηφιακή αρτηρία, υποστηρίζοντας κρατικές επικοινωνίες, οικονομικές συναλλαγές και κρίσιμες υποδομές δεδομένων. Η χρονική και χωρική σύμπτωση με την παρουσία ύποπτου πλοίου κατέστησε σαφές από την πρώτη στιγμή ότι δεν επρόκειτο για απλή τεχνική βλάβη.
Οι φινλανδικές αρχές εντόπισαν στην περιοχή το φορτηγό πλοίο Fitburg, το οποίο κινούνταν με την άγκυρα κατεβασμένη και την αλυσίδα να σέρνεται στον βυθό, ακριβώς πάνω από τη διαδρομή του καλωδίου. Το πλοίο διατάχθηκε να σταματήσει, να ανεβάσει άγκυρα και στη συνέχεια οδηγήθηκε υπό συνοδεία σε φινλανδικά χωρικά ύδατα, όπου και κατασχέθηκε. Η επιβίβαση πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή ειδικών μονάδων, καθώς το περιστατικό αξιολογήθηκε εξαρχής ως υψηλού κινδύνου για την εθνική ασφάλεια.
Η έρευνα μεταφέρθηκε άμεσα στις αστυνομικές αρχές του Ελσίνκι και αφορά βαριά αδικήματα, όπως πρόκληση σοβαρής ζημιάς με επιβαρυντικές περιστάσεις, απόπειρα καταστροφής κρίσιμων υποδομών και παρέμβαση σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Το πλήρωμα κρατείται και ανακρίνεται, ενώ το πλοίο παραμένει δεσμευμένο ως αποδεικτικό στοιχείο, με τις αρχές να εξετάζουν τόσο τις εντολές που δόθηκαν όσο και τις προηγούμενες κινήσεις του στη Βαλτική.
Το Fitburg ανήκει και διαχειρίζεται από τουρκική ναυτιλιακή εταιρεία, στοιχείο που προσδίδει στην υπόθεση έντονη γεωπολιτική διάσταση. Η εμπλοκή τουρκικών συμφερόντων σε περιστατικό που ευθυγραμμίζεται αντικειμενικά με ρωσικά στρατηγικά οφέλη φέρνει στο προσκήνιο τη διαχρονική, άτυπη και συχνά συγκαλυμμένη σύμπλευση Άγκυρας και Μόσχας. Παρά τις τυπικές διαφορές και τις κατά καιρούς συγκρούσεις συμφερόντων, Τουρκία και Ρωσία έχουν αναπτύξει μια σχέση λειτουργικής συνεργασίας, όπου η κάθε πλευρά εξυπηρετεί τις ανάγκες της άλλης, συχνά εις βάρος της δυτικής συνοχής.
Η Τουρκία έχει επανειλημμένα λειτουργήσει ως ενδιάμεσος κρίκος για ρωσικά οικονομικά, ενεργειακά και επιχειρησιακά συμφέροντα, αξιοποιώντας γκρίζες ζώνες, ιδιωτικές εταιρείες και εμπορικά πλοία. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση πλοίων τουρκικών συμφερόντων για επιχειρήσεις χαμηλής ορατότητας στη Βαλτική ταιριάζει απόλυτα στο ρωσικό δόγμα, το οποίο βασίζεται στη χρήση τρίτων, στην άρνηση ευθύνης και στη δημιουργία αμφιβολίας γύρω από την προέλευση κάθε ενέργειας.
Η υπόθεση του Fitburg εντάσσεται σε ένα ξεκάθαρο μοτίβο ρωσικών υβριδικών επιχειρήσεων, που περιλαμβάνουν παρεμβολές GPS, κυβερνοεπιθέσεις, δολιοφθορές σε ενεργειακές υποδομές και επαναλαμβανόμενες «βλάβες» σε υποθαλάσσια καλώδια. Οι επιχειρήσεις αυτές στοχεύουν στη φθορά, στη δημιουργία ανασφάλειας και στην επιβολή κόστους, χωρίς να οδηγούν σε ανοιχτή στρατιωτική αντιπαράθεση. Η Βαλτική Θάλασσα αποτελεί ιδανικό πεδίο για τέτοιες ενέργειες, λόγω της πυκνότητας κρίσιμων υποδομών και της έντονης εμπορικής δραστηριότητας.
Η συγκεκριμένη κατάσχεση αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι η πρώτη μετά την έναρξη της νατοϊκής επιχείρησης Baltic Sentry, η οποία σχεδιάστηκε ακριβώς για την προστασία υποθαλάσσιων υποδομών. Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει συνεχή επιτήρηση από πλοία, αεροσκάφη και μη επανδρωμένα μέσα, με στόχο τον έγκαιρο εντοπισμό ύποπτων κινήσεων και την άμεση επέμβαση όταν απαιτείται.