Η φρεγάτα κλάσης ΚΙΜΩΝ (FDI HN) είναι ένα πλοίο που αποτυπώνει τη σύγχρονη απαίτηση του ναυτικού πολέμου σε περιοχές όπως το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος: σταθερή παραγωγή εικόνας εναερίου χώρου και “μετατροπή” αυτής σε ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα και με ικανότητα εμπλοκής απειλών πολύ διαφορετικής μορφής.
Στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, οι εναέριες απειλές έχουν πλέον πολλαπλές μορφές, ξεκινώντας από τα μαχητικά αεροσκάφη και φτάνοντας μέχρι αντιπλοϊκούς πυραύλους που πετούν σε πολύ χαμηλό ύψος, πιθανά και με ικανότητα ελιγμών στην τερματική φάση (οι πλέον επικίνδυνοι), UAV μικρής ή μέσης υπογραφής στα ραντάρ, κυρίως όμως σε σμήνη, με τακτικές που επιδιώκουν να καταναλώσουν βλήματα και προσοχή πριν την έλευση ικανότερων όπλων, όπως βέβαια και μη επανδρωμένα επιφανείας που μπορεί να εξαπολύσουν από μικρή σχετικά απόσταση κάποιο πύραυλο.
Η ίδια η ναυπηγική σχεδίαση εξυπηρετεί αυτή την αποστολή. Η ανεστραμμένη πλώρη ευνοεί καλύτερη συμπεριφορά σε κυματισμό, περιορίζει τις απότομες κινήσεις σε πρόνευση και διατοιχισμό και διατηρεί πιο σταθερή «γεωμετρία» λειτουργίας για το ραντάρ και τα οπλικά συστήματα, ειδικά σε συνθήκες όπου άλλα πλοία αρχίζουν να χάνουν την αποτελεσματικότητά τους στην παρακολούθηση χαμηλά ιπτάμενων στόχων. Στην ναυτική αντιαεροπορική άμυνα, η σταθερότητα του πλοίου μεταφράζεται σε πρακτικό πλεονέκτημα: πιο ομαλή ιχνηλάτηση, πιο ακριβής ταξινόμηση των στόχων, λιγότερες στιγμές «αβεβαιότητας» για στόχους κοντά στον ορίζοντα, άρα καλύτερες αποφάσεις εμπλοκής σε μικρότερο χρόνο. Σε περιβάλλον απειλών με πυραύλους sea-skimmers, αυτό το κέρδος συχνά είναι η διαφορά ανάμεσα σε εμπλοκή «με περιθώριου χρόνου» και σε εμπλοκή «στο όριο».
Στην κορυφή της αντιαεροπορικής ικανότητας βρίσκεται το Sea Fire, ένα πλήρως ψηφιακό ραντάρ τεχνολογίας AESA με τέσσερα σταθερά πάνελ, μόνιμη κάλυψη 360 μοιρών και λειτουργία πολλαπλών αποστολών. Το κρίσιμο χαρακτηριστικό του Sea Fire δεν είναι απλώς ότι «βλέπει μακριά». Είναι ότι μπορεί να παράγει συνεχόμενη εικόνα, να διαχειρίζεται μεγάλο πλήθος ιχνών ταυτόχρονα, να εκτελεί ιχνηλάτηση υψηλής ποιότητας και να υποστηρίζει εμπλοκές σε πολλούς άξονες. Σε επίθεση κορεσμού, η χρονική πυκνότητα ενημέρωσης και η κάλυψη προς όλους τους τομείς περιορίζουν το περιθώριο ενός στόχου να «κρυφτεί» σε κενό ανανέωσης. Σε συνθήκες πολλαπλών ιχνών, η ικανότητα του ραντάρ να κρατά συνεχώς την εικόνα των απειλών «τακτοποιημένη» είναι κρίσιμη για την επιβίωση.
Στην πράξη, η ΚΙΜΩΝ έχει την ικανότητα να εντοπίζει, να ταξινομεί και να προτεραιοποιεί απειλές, να δίνει στο πλήρωμα λύσεις εμπλοκής, να διαχειρίζεται ταυτόχρονες εκτοξεύσεις βλημάτων, να αξιολογεί την εξέλιξη και να επανέρχεται σε νέες εμπλοκές χωρίς να «σπάει» η συνοχή της εικόνας.
Το επόμενο κομμάτι, εκεί όπου η εικόνα μετατρέπεται σε kill, είναι ο αντιαεροπορικός φόρτος. Η ελληνική διαμόρφωση συμπεριλαμβάνει 32 πυραύλους Aster 30 σε 4 οκταπλούς εκτοξευτές Sylver A50, αριθμός που δίνει ικανότητα να προστατεύει και παραπλέοντα πλοία. Σε σενάρια πραγματικής εμπλοκής, μια φρεγάτα με ικανότητα άμυνας περιοχής μπορεί να κληθεί να αντιμετωπίσει κύματα απειλών, να διαχειριστεί ψευδοστόχους, να αποφασίσει πότε απαιτείται διπλή βολή για αύξηση πιθανότητας κατάρριψης και πότε αρκεί μία.
Ο Aster 30 ανήκει στην κατηγορία βλημάτων αεράμυνας περιοχής υψηλής κινηματικής επίδοσης. Η αρχιτεκτονική καθοδήγησης συνδυάζει αδρανειακή πλοήγηση και ανανέωση δεδομένων κατά την πτήση, με ενεργό ερευνητή στην τερματική φάση. Η τεχνολογία υψηλής ευελιξίας και η ικανότητα αντιμετώπισης ελιγμών είναι κεντρικό κομμάτι της σχεδίασης. Σε πρακτικούς όρους, αυτό σημαίνει αυξημένη πιθανότητα αναχαίτισης απέναντι σε στόχους που επιχειρούν να «σπάσουν» τη λύση εμπλοκής με απότομους ελιγμούς ή με τερματικές αλλαγές προφίλ. Για ένα πλοίο όπως η ΚΙΜΩΝ, η αξία του Aster 30 είναι ότι προσφέρει «μακρύ αντιαεροπορικό χέρι» με αξιοπιστία, επιβάλλοντας ζώνη προστασίας πάνω από θαλάσσιες περιοχές, σε αποστάσεις όπου ο αντίπαλος θα ήθελε να δρα με περισσότερη άνεση.
Δίπλα στους πυραύλους αεράμυνας περιοχής, υπάρχει η ανάγκη για ένα ακόμη πύραυλο. Εδώ εντάσσεται ο RAM Block 2B, σε εκτοξευτή 21 βλημάτων. Η φιλοσοφία του RAM είναι η αντιμετώπιση απειλών μικρού χρόνου αντίδρασης σε μικρές αποστάσεις και ιδιαίτερα σε χαμηλά ύψη. Τέτοιες είναι οι αντιπλοϊκοί πύραυλοι που έχουν κάνει την εμφάνιση τους σε κοντινή απόσταση, UAV που περνούν την εξωτερική ζώνη άμυνας κ.ο.κ. Το RAM είναι όπλο «της στιγμής», εκεί όπου η εμπλοκή γίνεται σε ελάχιστο χρόνο, με απαιτήσεις υψηλής επιτάχυνσης και υψηλής πιθανότητας επιτυχίας. Τα 21 βλήματα προσφέρουν λύσεις σε σενάρια πολλαπλών ιχνών, επιτρέπουν γρήγορες επαναλαμβανόμενες εμπλοκές και μειώνουν το άγχος «τελευταίου βλήματος». Κάπου εδώ να σημειώσουμε πως θεωρητικά το πλοίο μπορεί να επαναγεμίσει τον συγκεκριμένο εκτοξευτή εν πλω, καθώς αυτός φέρει σχετική ράγα υποβοήθησης και τα βλήματα είναι ελαφρά και μπορεί να μεταφερθούν από το προσωπικό.
Στην επόμενη ζώνη άμυνας βρίσκεται το κύριο πυροβόλο Leonardo Super Rapid 76/62, στη διαμόρφωση Dual Feed. Στον σύγχρονο αντιαεροπορικό πόλεμο λειτουργεί ως εργαλείο υψηλού ρυθμού πυρός, με δυνατότητα άμεσης εναλλαγής τύπων πυρομαχικών. Η Dual Feed διάταξη επιτρέπει να υπάρχουν δύο διαφορετικές τροφοδοσίες έτοιμες, ώστε η μετάβαση από ένα προφίλ βολής σε άλλο να γίνεται άμεσα. Αυτό έχει ιδιαίτερη αξία απέναντι σε UAV, περιφερόμενα πυρομαχικά και στόχους που απαιτούν είτε προγραμματιζόμενα πυρομαχικά είτε διαμόρφωση βολής που μεγιστοποιεί την πιθανότητα καταστροφής με μικρό κόστος.

Η εγγύς αυτοάμυνα συμπληρώνεται από δύο πυροβόλα Lionfish των 20 mm και δύο πολυβόλα των 12,7 mm, διάταξη που αναβαθμίζει τις δυνατότητες εμπλοκής σε αποστάσεις όπου το RAM ή τα βλήματα περιοχής είτε δεν είναι αποδοτική επιλογή είτε δεν είναι επιθυμητή. Τα πυροβόλα των 20 mm λειτουργούν ως ευέλικτα συστήματα για μικρούς στόχους, για UAV σε κοντινές αποστάσεις, για ασύμμετρες απειλές και για εμπλοκές που απαιτούν άμεση αντίδραση με συνεχή πυρά. Τα πολυβόλα των 12,7 mm προσφέρουν ευελιξία σε σενάρια χαμηλής έντασης και προστασία σε αγκυροβολία ή σε διέλευση από περιοχές με αυξημένο κίνδυνο ασύμμετρων ενεργειών. Αυτά όμως, δεν αντικαθιστούν την πυραυλική άμυνα. Συμπληρώνουν το πλέγμα, κλείνουν κενά και δίνουν επιλογές όταν η τακτική ή οι περιορισμοί εμπλοκής το απαιτούν.
Μέχρι εδώ, η εικόνα είναι καθαρή, καθώς η ΚΙΜΩΝ έχει αισθητήρα κορυφαίας κατηγορίας και διαστρωμάτωση όπλων από άμυνα περιοχής έως εγγύς αυτοπροστασία. Υπάρχει όμως ένα πεδίο που απαιτεί επισήμανση ώστε να μην δημιουργούνται παρανοήσεις: αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει σύστημα ECM, δηλαδή ενεργό σύστημα παρεμβολών ραντάρ/ερευνητών βλημάτων και δεν προκύπτει ένδειξη ότι θα υπάρξει στο άμεσο μέλλον. Το πλοίο στηρίζεται, σε επίπεδο ηλεκτρονικού πολέμου αυτοπροστασίας στην αξιοποίηση παθητικών δυνατοτήτων και κυρίως στην εγκατάσταση αεροφύλλων και στην ευρεία χρήση αναλωσίμων παραπλάνησης. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αποτυπώνεται χωρίς ωραιοποίηση, ειδικά επειδή η υπόλοιπη τεχνολογική εικόνα της πλατφόρμας είναι εξαιρετικά υψηλή.
Η απουσία ECM συνδέεται με τη δυσκολία ενσωμάτωσης ενός υπάρχοντος, παλαιότερου ECM σε ένα οικοσύστημα τόσο υψηλής τεχνολογίας όσο το Sea Fire, ειδικά όταν επιδιώκεται σοβαρή συμβατότητα ηλεκτρομαγνητικού περιβάλλοντος, σωστή διαχείριση εκπομπών, αλληλεπίδραση με το σύστημα διαχείρισης μάχης και πραγματική αποτελεσματικότητα απέναντι σε σύγχρονα βλήματα. Με άλλα λόγια, ένα ECM που «κουμπώνει» σε πλοία προηγούμενης γενιάς, εδώ δεν αποτελεί προφανή λύση. Απαιτείται νέας γενιάς σύστημα, σχεδιασμένο εξαρχής ώστε να λειτουργεί δίπλα σε ένα ισχυρό ψηφιακό ραντάρ AESA, να μην υποβαθμίζει την παραγωγή εικόνας, να μη δημιουργεί παρενέργειες σε φίλια συστήματα και να παρέχει πραγματική προστασία απέναντι σε σύγχρονες απειλές. Αυτή η απαίτηση ανεβάζει την τεχνική πολυπλοκότητα και, όπως συμβαίνει πάντα, μεταθέτει το θέμα σε χρόνο και κόστος.

Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται μια ρεαλιστική υπόθεση εργασίας: η Thales έχει την τεχνογνωσία να δημιουργήσει ένα σύστημα κατηγορίας αντίστοιχης φιλοσοφίας με ένα «SEWIP III made in Europe», δηλαδή μια ολοκληρωμένη λύση ενεργού ηλεκτρονικού πολέμου και αυτοπροστασίας νέας γενιάς, προσαρμοσμένη στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες και ειδικά σε πλοία που φέρουν ραντάρ υψηλής στάθμης όπως το Sea Fire. Προπαρασκευαστικά βήματα έχουν ήδη ξεκινήσει, σε επίπεδο μελετών και τεχνικής ωρίμανσης, επειδή το επιχειρησιακό κενό είναι προφανές και οι ανάγκες των σύγχρονων ναυτικών δεν μειώνονται.
Το κρίσιμο στοιχείο όμως παραμένει η χρηματοδότηση: για να μετατραπεί μια τέτοια προσπάθεια σε πιστοποιημένο, εγκατεστημένο προϊόν, απαιτείται χρηματοδοτική λύση από το γαλλικό Ναυτικό και πιθανόν συμμετοχή του ελληνικού, σε σχήμα που θα επιταχύνει ανάπτυξη, δοκιμές, πιστοποίηση και ενσωμάτωση. Ενώ σήμερα το κόστος τοποθέτησης και ολοκλήρωσης παραμένει άγνωστο. Η απόδοση, εφόσον υλοποιηθεί σωστά, αναμένεται να είναι κορυφαία, επειδή θα πρόκειται για σύστημα σχεδιασμένο για την εποχή των ψηφιακών AESA, των «έξυπνων» ερευνητών και των σύνθετων απειλών. Άγνωστο όμως είναι ποιος ο χρονικός ορίζοντας για μια τέτοια πλήρη λύση μέχρι και την τελική εγκατάσταση πάνω στα σκάφη.
Μέχρι να φτάσει αυτό το σημείο, η αντιαεροπορική επιβίωση της ΚΙΜΩΝ στο πεδίο του ηλεκτρονικού πολέμου θα βασίζεται σε soft-kill μέσα. Εδώ μπαίνει και το ελληνικό σύστημα ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ (C-UAV) ως κρίσιμος παράγοντας. Η ύπαρξη μιας λύσης που μπορεί να αντιμετωπίζει UAV με τρόπο οικονομικό και συνεχόμενο είναι απαραίτητη, επειδή τα drones «απειλούν» κυρίως το απόθεμα των όπλων, και λιγότερο το ίδιο το πλοίο. Με τον ΚΕΝΤΑΥΡΟ…
H συνέχεια στο Naval Defence