Σήμερα, την επαύριο της θριαμβευτικής ανακοίνωσης περί “Χρυσού Στόλου” από τον ιδιόρρυθμο Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τα σχόλια εντός και εκτός των τειχών είναι αρκετά για να βγουν κάποια συμπεράσματα.
Η νέα εποχή του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ μπορεί να είναι όντως “χρυσή” ανανέωσης και ισχύος, αγκαλιάζοντας τις σύγχρονες τεχνολογίες και την αυξημένη παραγωγική ισχύ που οι ΗΠΑ έχουν αποδείξει ότι έχουν. Ή, εξίσου, μπορεί να είναι ένα ακόμα μεγαλοπρεπές πυροτέχνημα, από τις πολλές μεγαλοστομίες του περιβάλλοντος Τραμπ, το οποίο θα καταρριφθεί άδοξα στην πρώτη επαφή με την σκληρή πραγματικότητα.

Ο Τραμπ όπως δεν καινοτομεί σε δηλώσεις ναυτικού μεγαλείου: Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας άλλος ιδιότυπος πρόεδρος, αποφάσιζε να δείξει πως το Αμερικανικό Ναυτικό είναι ισχυρό και κανείς πια δεν είναι εκτός της εμβέλειάς του. Μιλάμε για τον Θεόδωρο Ρούζβελτ και τη 14μηνη περιοδεία σε όλο τον κόσμο από το “Λευκό Στόλο”, όπως είχε αποκληθεί, ονομασία που έμεινε και πιθανότατα ενέπνευσε και τον Τραμπ να μιλά για “Χρυσό Στόλο”.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ΗΠΑ έβγαιναν σταδιακά από το περιβάλλον απομονωτισμού στο οποίο οι ίδιες είχαν υποβάλλει τον εαυτό τους. Η αλματώδης ανάπτυξη της βιομηχανίας τους, έδωσε σε πολιτικούς και επιχειρηματίες να καταλάβουν ότι η ανάπτυξη βασίζεται στον έλεγχο των πολύτιμων για τη βιομηχανία πρώτων υλών (πετρέλαιο, κάρβουνο, καουτσούκ) όπως και στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών περασμάτων. Μαθήματα που άλλες αποικιακές χώρες είχαν κατανοήσει πολύ πιο πριν και είχαν ήδη μοιράσει τον κόσμο μεταξύ τους.
Ωστόσο, στη νεαρή και φιλόδοξη χώρα η φιλοδοξία και το πείσμα περίσσευαν. Μια πρώτη κρούση είχε έρθει με τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο το 1898, όπου ξήλωσε τις ισπανικές αποικίες από το εγγύς εξωτερικό της (σε Κούβα, Παναμά, Πουέρτο Ρίκο) και έφερε τους Αμερικανούς στο κέντρο του Ειρηνικού και ακόμα παραπέρα (Γκουάμ, Φιλιππίνες). Η επέκταση αυτή τους έφερε σε αντιπαράθεση με άλλες αναδυόμενες δυνάμεις στην περιοχή, όπως την Ιαπωνία.
Η τελευταία ύψωσε κατακόρυφα ανάστημα το 1905, συντρίβοντας στρατιωτικά τη Ρωσία στην Τσουσίμα και στο Πορτ Αρθούρ και αναπόφευκτα η τριβή με τις ΗΠΑ δημιούργησε πολλά ερωτήματα για το ποιά είναι η θέση της Ουάσιγκτον κοντά στην Ασία. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Θ. Ρούζβελτ αποφάσισε ότι δεν θα άφηνε τέτοια ερωτήματα αναπάντητα. Έτσι αποφασίστηκε πως ο νέος στόλος των ΗΠΑ, που είχε αναγεννηθεί μετά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο, θα έκανε ένα ταξίδι γύρω από τη Γη, σταθμεύοντας στα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου και δείχνοντας σε όλους ότι η Αμερική είχε έρθει για να μείνει.

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1907, η αφρόκρεμα του στόλου του Ατλαντικού, 16 θωρηκτά με 14.500 ναύτες κι αξιωματικούς απέπλευσαν από την ανατολική ακτή με κατεύθυνση Νότια. Θα επέστρεφαν στο ίδιο λιμάνι στις 22 Φεβρουαρίου 1909, έχοντας διανύσει 43.000 ναυτικά μίλια μέσα σε 434 μέρες και έχοντας επισκεφθεί 20 λιμάνια σε έξι ηπείρους. Το εκπληκτικό ταξίδι ήταν η επιτομή της προβολής ήπιας ισχύος: ένα ειρηνικό πέρασμα ενός μεγάλου στόλου πολεμικών -όλα ξεπερασμένα τεχνολογικά μετά την εμφάνιση του βρετανικού HMS Dreadnought το προηγούμενο έτος αλλά ακόμα εντυπωσιακά- που περνούσαν το μήνυμα ότι “στην αυλή υπήρχε ένα νέο κοκόρι”.

Επιχειρησιακά, το ταξίδι δεν είχε αποτολμηθεί ξανά, με έναν ολόκληρο στόλο μεγάλων πολεμικών να διανύουν τέτοιες αποστάσεις. Πολύ περισσότερο από το νεαρό σχετικά Αμερικανικό Ναυτικό που αν και είχε κάποια εμπειρία από υπερωκεάνεια ταξίδια (όπως στην επιχείρηση κατά των Αλγερίνων πειρατών της Μπαρμπαριάς), ποτέ δεν είχε αποτολμήσει κάτι τέτοιο σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Ο πλους ήταν μια περιπέτεια από μόνος του, εκθέτοντας τους αξιωματικούς και ναύτες του ναυτικού σε προβλήματα επιμελητειακής υποστήριξης (που θα έβρισκαν νερό, καύσιμα, τρόφιμα και άλλα υλικά τόσο μακρυά από τις βάσεις τους) ενώ κάθε άνδρας της δύναμης από τον ναύαρχο μέχρι τον τελευταίο ναύτη, ήταν ένας πρεσβευτής της χώρας του στα λιμάνια που σταματούσαν.

Τα πλοία βάφτηκαν λευκά, ως ουδέτερο χρώμα ειρηνικής περιόδου, με τις υπερκατασκευές να φαιές (μίξη λευκού και κίτρινης όχρας) για προστασία από τα στοιχεία της διάβρωσης και τις υψηλές θερμοκρασίες ενώ οι πλώρες έλαβαν πανηγυρικά τα χρώματα της αστερόεσσας, κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Ο Τύπος της εποχής δεν άργησε να τα αποκαλέσει “ο μεγάλος Λευκός Στόλος” (the great White Fleet) ένα σύμβολο δύναμης και καλών προθέσεων -που δεν απείχε από τις επιθετικές παρά μόνο ένα χέρι βάψιμο.

Τα 16 θωρηκτά πέρασαν από τη Βραζιλία, τη Χιλή, το Περού, τις δυτικές ακτές του Μεξικού προτού καταλήξουν στη δυτική ακτή των ΗΠΑ, στο Σαν Φρανσίσκο κι από εκεί στη Χαβάη, στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία, στις Φιλιππίνες και στη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας -τον μεγάλο ανταγωνιστή- όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής κερδίζοντας το στοίχημα και απομακρύνοντας έναν πόλεμο που θα ξεσπούσε 33 χρόνια μετά. Συνέχισαν σε Κίνα, Κεϋλάνη, διέβησαν το Σουέζ, τη Μεσόγειο και το Γιβραλτάρ προτού επιστρέψουν στη Βιρτζίνια.

Ο μεγάλος Λευκός Στόλος κέρδισε το στοίχημα αποδεικνύοντας ότι οι ΗΠΑ ήταν μια μεγάλη δύναμη που μπορούσαν να πετύχει τους στόχους της σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο πλους έδειξε όμως και την ανωριμότητα των αμερικανικών σχεδίων πολεμικών πλοίων για ωκεάνια πλεύση. Στο εξής, και με σεβασμό στις σχεδιαστικές εξελίξεις, το αμερικανικό ναυτικό θα μετασχηματιζόταν σε αυτό που είναι σήμερα. Το τρέχον ερώτημα είναι: μπορεί να κάνει το ίδιο, με ηγέτη τον Τράμπ, τις μεγάλες φιλοδοξίες του, και με””χρυσούς όρους”; Και μπορεί να το κάνει έναντι της ραγδαίας αναπτυσσόμενης αμυντικά Κίνας, των νέων διαμοιρασμών ισχύος, καταπολεμώντας και την τεράστια πλέον αμερικανική γραφειοκρατία, που δείχνει αδύναμη στο να παράγει ένα τόσο βασικό πλοίο όπως μια φρεγάτα (το σχέδιο της Constellation που ακυρώθηκε); Ή μήπως οι μεγαλόφωνες αναγγελίες περί “Χρυσών Στόλων” και “πανίσχυρων θωρηκτών” θα μείνουν μόνο τέτοιες και σε κάποια χρόνια η αμερικανική ναυτική ισχύς θα αμφισβητηθεί χωρίς κανένα έλεος;