Στις 4 Σεπτεμβρίου 2025, η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων των ΗΠΑ (ICE) πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιδρομή σε ένα μόνο εργοτάξιο στην ιστορία της, στο εργοστάσιο μπαταριών της κοινοπραξίας Hyundai-LG στην κομητεία Μπράιαν της Γεωργίας, κοντά στη Σαβάνα. Περίπου 316 Νοτιοκορεάτες τεχνίτες, μαζί με κάποιους από Κίνα και άλλες χώρες, συνελήφθησαν επειδή εργάζονταν παράνομα με τουριστικές βίζες ή βίζες προσωρινής επίσκεψης, αντί για τις απαιτούμενες άδειες εργασίας.
Οι τεχνίτες, οι οποίοι ήταν υψηλά εξειδικευμένοι, υπεύθυνοι για την εγκατάσταση μηχανημάτων, κρατήθηκαν σε κέντρο κράτησης στο Φόλκστον της Γεωργίας, όπου υπέστησαν σκληρή μεταχείριση. Δέθηκαν με χειροπέδες, αλυσίδες στους αστραγάλους και τη μέση, και μεταφέρθηκαν σαν “αιχμάλωτοι πολέμου”, σύμφωνα με μαρτυρίες. Ορισμένοι ανέφεραν ότι τους σημάδευαν με όπλα, τους ανάγκασαν να υπογράψουν έγγραφα χωρίς εξήγηση, και κρατήθηκαν σε συνθήκες με μουχλιασμένα στρώματα, έλλειψη θέρμανσης και ανεπαρκή τροφή, ενώ τους αφαιρέθηκαν τα προσωπικά τους αντικείμενα και τους δόθηκαν φόρμες φυλακής με “αριθμούς αλλοδαπών”.
Η απέλαση τους στη Νότια Κορέα καθυστέρησε κατά μία ημέρα λόγω παρέμβασης του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διέταξε αξιωματούχους να προσπαθήσουν να πείσουν τους κρατούμενους να παραμείνουν στις ΗΠΑ και να εκπαιδεύσουν Αμερικανούς εργάτες, σε μια προσπάθεια να καλύψει τις ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό. Παρά την πρόταση αυτή, σχεδόν όλοι οι τεχνίτες αρνήθηκαν, με μόνο έναν να επιλέγει να μείνει.
Τελικά, στις 12 Σεπτεμβρίου 2025, οι 316 Νοτιοκορεάτες έφτασαν στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Ίντσεον με ναυλωμένη πτήση της Korean Air. Το υπουργείο Εξωτερικών της Νότιας Κορέας είχε διαπραγματευτεί με τις αμερικανικές αρχές για την απελευθέρωσή τους χωρίς περαιτέρω περιορισμούς, και ο υπουργός Εξωτερικών Τσο Χιουν εξασφάλισε από τον Αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο τη δέσμευση ότι οι εργάτες δεν θα ήταν με χειροπέδες, κατά τη μεταφορά τους.
Η υπόθεση προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στη Νότια Κορέα, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να εκφράζουν οργή και αίσθημα προδοσίας από έναν σύμμαχο όπως οι ΗΠΑ. Η εφημερίδα Seoul Economic Daily χαρακτήρισε την αντιμετώπιση των εργατών ως “αιχμαλώτων πολέμου”, ενώ η συντηρητική Chosun Ilbo μίλησε για “άσπλαχνη επιχείρηση σύλληψης” και “παραβίαση εμπιστοσύνης”. Η προοδευτική Hankyoreh ρώτησε ρητορικά “Έτσι συμπεριφέρεσαι σε έναν σύμμαχο;” και περιέγραψε το αίσθημα των Κορεατών ως “μαχαιριά στην πλάτη”, ιδιαίτερα μετά από πρόσφατη συνάντηση του Προέδρου Λι Τζε-μιουνγκ με τον Τραμπ. Η Korea Times, σε σειρά άρθρων και editorial, επέκρινε τις “άδικες συλλήψεις και παράλογες απαιτήσεις”, αναδεικνύοντας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η χρήση αλυσίδων. Επιπλέον, ανέφερε ότι η επιδρομή καθυστέρησε την κατασκευή του εργοστασίου κατά 2-3 μήνες, προκαλώντας οικονομικές ανησυχίες.
Η δημόσια κινητοποίηση ήταν εξίσου έντονη, με διαδηλώσεις στη Σεούλ, όπως αυτή της προοδευτικής ομάδας Candlelight Action κοντά στην αμερικανική πρεσβεία και του Κορεατικού Συνδικάτου Εργαζομένων κοντά στο Δημαρχείο, όπου διαδηλωτές απαιτούσαν από τις ΗΠΑ να ζητήσουν συγγνώμη και επέκριναν την κορεατική κυβέρνηση για αποτυχία προστασίας των πολιτών της. Στα κοινωνικά δίκτυα, επικράτησε αντι-αμερικανικό κλίμα, με χρήστες να αμφισβητούν τη συμμαχία ΗΠΑ-Νότιας Κορέας και να προτείνουν αντίστοιχους ελέγχους σε Αμερικανούς που εργάζονται στη χώρα με τουριστικές βίζες.
Ο Πρόεδρος Λι Τζε-μιουνγκ προειδοποίησε ότι οι κορεατικές εταιρείες μπορεί να διστάσουν να επενδύσουν στις ΗΠΑ αν δεν επιλυθούν τα ζητήματα βίζας, ενώ ο Πρόεδρος της Βουλής Γου Γουόν-σικ κάλεσε Αμερικανούς βουλευτές να αποτρέψουν παρόμοια περιστατικά και πρότεινε νέα ποσόστωση βίζας για εξειδικευμένους Κορεάτες.
Η υπόθεση αυτή όχι μόνο αποκάλυψε ελλείψεις στο αμερικανικό σύστημα βίζας, αλλά και έθεσε σε δοκιμασία τις διμερείς σχέσεις, με τον Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Κρίστοφερ Λάνταου να εκφράζει “βαθιά λύπη” και να υπόσχεται βελτιώσεις.