Ο Ρωσικός στρατός εξαπολύει αιφνιδιαστική έφοδο στο Γκρόζνυ της Τσετσενίας, μετά από καταιγιστικό βομβαρδισμό που ξεκίνησε στις 5 το πρωΐ. H επίθεση, προφανώς υπό την πίεση του Ρώσου Προέδρου Γιέλτσιν, είχε συναντήσει την κάθετη αντίδραση των Ρώσων αξιωματικών όλων σχεδόν των βαθμών.
Οι αντιρρήσεις δεν ήταν αναίτιες. Ο ρωσικός στρατός είχε συγκεντρωθεί στην Τσετσενία από διάφορες περιοχές και οι στρατιώτες ήταν -με ελάχιστες εξαιρέσεις- ανεκπαίδευτοι και άπειροι σε πολεμικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, οι Τσετσένοι είχαν σχηματίσει μικρές ομάδες μαχητών που διοικούνταν από έμπειρους στρατιωτικούς και μάχονταν με συνείδηση ότι υπεράσπιζαν τη χώρα τους από έναν στρατό εισβολής. Επιπλέον, ο χρόνος ήταν ανύπαρκτος για την απαραίτητη προετοιμασία, την αναγνώριση του εδάφους, την ορθή κατανομή των δυνάμεων και την πρόβλεψη εφεδρειών. Όλοι οι έμπειροι Ρώσοι διοικητές έβλεπαν πως βάδιζαν προς την καταστροφή.
Στις 6 το πρωί οι ρωσικές μονάδες κινήθηκαν προς την πόλη από τέσσερις κατευθύνσεις, Βόρεια, Βορειοανατολική, Ανατολική και Δυτική αφήνοντας τη Νότια πρόσβαση επίτηδες ανοιχτή για να διαφύγει ο άμαχος πληθυσμός και οι ένοπλοι υπερασπιστές. Οι Τσετσένοι, όμως, δεν είχαν πρόθεση να διαφύγουν. Οργανώνοντας την άμυνα σε τρεις ζώνες και με ομάδες των 20-25 ατόμων γύρω από ένα αντιαρματικό ή αντιαεροπορικό πυροβόλο, παρέτασσαν 8-10 χιλιάδες μαχητές και 1-2 χιλιάδες μισθοφόρους, ενώ υπολόγιζαν και σε 25 χιλιάδες πολίτες, ελάχιστα εκπαιδευμένους αλλά αξιοπρεπώς οπλισμένους.
Οι Ρώσοι θεωρητικά παρέτασσαν 15.000 άνδρες με 200 άρματα μάχης και 1.000 τεθωρακισμένα οχήματα πεζικού αλλά στην πράξη οι ελλείψεις ήταν μεγάλες. Πολλές μονάδες βάδιζαν με κλάσμα των ανδρών τους (μια επιλαρχία αναφέρεται πως μπορούσε να κινήσει μόνο 7 άρματα), ενώ κάποια άρματα και τεθωρακισμένα δεν είχαν πυροβολητή λόγω λαθών στην επιστράτευση.
Η συνέχεια στο Military History