Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 το Κυπριακό παρέμενε ανοιχτό ζήτημα, καθώς ενώ είχε ανακηρυχθεί το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου, οι διακοινοτικές σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων παρέμεναν σε μεγάλη ένταση με πολλά επεισόδια αντιμαχιών, ανάμεσα τους και τις πολύνεκρες ταραχές του 1963.
Ακόμη η στάση των Τουρκοκυπρίων διαρκώς έβαινε προς τον εξτρεμισμό. Υποκινούμενοι από αξιωματικούς του Τουρκικού Στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, ενταγμένοι πολλοί στην ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı – Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση), εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι, οι κάτοικοι των τουρκικών χωριών δημιούργησαν θύλακες ανομίας και ένοπλης δράσης. Ένας από αυτούς ήταν το χωριό Κοφίνου, στην περιοχή της Λάρνακας, κατοικημένο αποκλειστικά από Τουρκοκυπρίους, που έκλειναν συχνά την κυκλοφορία του εθνικού δρόμου και πυροβολούσαν διερχόμενα αυτοκίνητα.
Με τον ΟΗΕ να αργεί χαρακτηριστικά να παρέμβει, παρά τις εκκλήσεις του Μακαρίου, η κατάσταση πέρασε στα χέρια του Γεώργιου Γρίβα (Διγενή) που έλαβε εντολή από τον Πρόεδρο-Αρχιεπίσκοπο να ελέγξει την κατάσταση. Ο Γρίβας κινητοποίησε σημαντικές δυνάμεις εθνοφρουρών στην επιχειρήση με την ονομασία “Γρόνθος”, που αφού περιέσφιξαν την περιοχή, κατέλαβαν το μικρό χωρίο Άγιος Θεόδωρος αιφνιδιαστικά και χωρίς θύματα. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στην Κοφίνου. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και ένας Ελληνοκύπριος, ενώ τραυματίστηκαν εννέα και δύο αντίστοιχα.
Η συνέχεια στο Military History