Σε μια κίνηση αιφνιδιασμού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ο οθωμανικός στρατός επιτίθεται κατά του αριστερού της ελληνικής παράταξης στην Ήπειρο, στην τοποθεσία Πέντε Πηγάδια, προσπαθώντας να αποκτήσει τοπικό πλεονέκτημα μετά από σειρά ηττών και υποχωρήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν μια ισοπαλία μετά από επτά δύσκολες μέρες συγκρούσεων στις κακοτράχαλες πλαγιές της Ηπείρου.
Ο επικεφαλής των οθωμανικών δυνάμεων, Εσάτ πασάς, αποφάσισε μετά τις ήττες στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά και στη Νικόπολη και μαθαίνοντας για την παράδοση της φρουράς της Θεσσαλονίκης, να αποτολμήσει μια κίνηση που θα καθυστερούσε τους Έλληνες στο πλέον αδύναμο σημείο τους, επιτυγχάνοντας την αναχαίτισή τους προ των Ιωαννίνων.
Αν και ο Οθωμανικός στρατός ήταν θεωρητικά μεγάλος, ξεπερνώντας σε αριθμούς τους τέσσερις εχθρικούς βαλκανικούς στρατούς, αυτό θα ίσχυε μόνον εφόσον επιστρατευόταν πλήρως. Όμως ο αιφνιδιασμός με τον οποίο οι τέσσερις σύμμαχοι (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο) συντονίστηκαν και επιτέθηκαν, εξέθεσε τις οθωμανικές φρουρές σε συνδυασμένα πυρά και κινήσεις, ενώ οι ίδιες πάσχιζαν να συμπληρώσουν τους αριθμούς τους.
Χαρακτηριστικά, στο μέτωπο της Ηπείρου, ο Εσάτ πασάς μπορούσε να υπολογίζει στο Σώμα “Γιάνια” που αποτελείτο από δύο υποστελεχωμένες Μεραρχίες Πεζικού, την 23η Μονίμων και την 23η Επιστράτων, παρατάσσοντας εκάστη περί τους 7.000 άνδρες, που υποστηρίζονταν από 32 συνολικά πεδινά πυροβόλα. Η δύναμη, που βρισκόταν κάτω από το 50% της κανονικής της στελέχωσης, προβλεπόταν να τάξει στατική άμυνα εν αναμονή ενισχύσεων. Βλέποντας ωστόσο, πως ο ελληνικός στρατός είχε υπερισχύσει ήδη σε Θεσσαλία και κεντρική Μακεδονία κλείνοντας τη δίοδο Θεσσαλονίκης-Ιωαννίνων, ενώ ο ελληνικός στόλος καθυστερούσε τη μεταφορά οθωμανικών ενισχύσεων από την Μικρά Ασία, ο Εσάτ πασάς έκρινε πως οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες για μια επιθετική προσπάθεια στην Ήπειρο.
Η συνέχεια στο Military History