Στα τέλη Απριλίου του 1825 (αρχές Μαΐου με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο), ο Ιμπραήμ κινήθηκε για να καταλάβει το Ναυαρίνο, έχοντας επιλέξει την τοποθεσία για αγκυροβόλιο του στόλου του.
Προβλέποντας την κίνησή του, ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός περνώντας από την Πύλο με προορισμό την Πάτρα, σταμάτησε στο Νεόκαστρο και ενίσχυσε τη φρουρά του αιτούμενος από το Εκτελεστικό επιπλέον ενισχύσεις για την επικείμενη μάχη. Αυτές ήρθαν με τη μορφή της μοίρας του ναυάρχου Μιαούλη και του ίδιου του υπουργού Πολέμου, Αναγνωσταρά, που έφτασαν με 500 άνδρες και εφόδια. Η ενίσχυση ήταν μικρή απέναντι στους 5.000 Αιγυπτίους και τα 46 περίπου πλοία τους, αλλά οι Έλληνες παρατάχθηκαν για μάχη ελπίζοντας με στρατηγήματα να φέρουν τον εχθρό σε θέση που ευνοούσε τους ίδιους.
Οι επόμενες τρεις μέρες αναλώθηκαν με μικροσυμπλοκές με τους Έλληνες να προσπαθούν να παρασύρουν τους Αιγυπτίους σε μάχη και τον Ιμπραήμ να διστάζει να εμπλακεί. Από τις 25 Απριλίου (7 Μαΐου) ο αγώνας επικεντρώθηκε στην κυριαρχία της Σφακτηρίας, μιας μακρόστενης, ακάλυπτης, βραχώδους νησίδας που χωρίζει το φυσικό λιμάνι της Πύλου από τη θάλασσα και ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια για τη στρατηγική σημασία της. Οι Έλληνες είχαν λίγες δυνάμεις εκεί και προσπάθησαν να τις ενισχύσουν.
Ωστόσο, τη νύχτα κι ενώ τα μεγάλα πλοία του Αιγυπτιακού στόλου (7 φρεγάτες και κορβέτες) απασχολούσαν τον ελληνικό στόλο και τα αιγυπτιακά στρατεύματα επιτίθονταν στο κάστρο στην άλλη πλευρά, 3.000 Άραβες αποβιβάστηκαν από τα 39 ελαφρά πλοία τους και ξεχύθηκαν αιφνιδιαστικά στο νησί. Οι Έλληνες υστερούσαν αριθμητικά και παρά την αντίσταση που πρόβαλαν, σφάχτηκαν μαζικά. Επί τόπου έπεσαν ο Αναγνωσταράς, ο φιλέλληνας κόμης Σανταρόζα, ο χιλίαρχος Σαχίνης και ο πλοίαρχος Τσαμαδός καθώς και οι μισοί περίπου από τους 800 υπερασπιστές του νησιού.
Η συνέχεια στο Military History