Μετά από μεγάλες προσπάθειες, η Τριπολιτσά, η πρωτεύουσα του Μωριά, καταλαμβάνεται από τους επαναστάτες ύστερα από πεντάμηνη πολιορκία.
Εξαρχής, ο Κολοκοτρώνης προέβαλε την ανάγκη κατάληψης της πόλης ως πρωταρχικό στόχο της επανάστασης, λόγω της κεντρικής θέσης που είχε στην Πελοπόννησο, τα πολλά εφόδια που βρίσκονταν εκεί αποθηκευμένα και την ισχυρή φρουρά της, που έπρεπε να καταβληθεί. Από τον Απρίλιο του 1821 εγκατέστησε σειρά στρατοπέδων περιμετρικά της πόλης και συστηματικά έσφιγγε τον κλοιό προσεγγίζοντας τα τείχη. Ο Αναγνωσταράς δρώντας ως υπαρχηγός/στρατοπεδάρχης, φρόντιζε για τον ανεφοδιασμό των στρατοπέδων από τα γύρω χωριά. Παράλληλα, άλλοι σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο Πλαπούτας, η Μπουμπουλίνα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κι ο Λόντος, συνέρρευσαν με τα σώματά τους και έλαβαν θέσεις για την τελική έφοδο.
Από την άλλη πλευρά, τα τουρκικά και τουρκαλβανικά στρατεύματα της φρουράς δεν κατόρθωσαν να σπάσουν τον ελληνικό κλοιό. Η πείνα και ο φόβος δημιούργησαν διαλυτικά φαινόμενα στους πολιορκημένους. Με πρόταση των Σουλιωτών, προσεγγίστηκαν οι Τουρκαλβανοί της φρουράς με υποσχέσεις να αποχωρήσουν με τα υπάρχοντά τους και τα πλούτη τους, αν έφευγαν ειρηνικά. Η πρόταση βρήκε ανταπόκριση αλλά προκάλεσε αναστάτωση και στα δύο μέρη. Πολλοί Έλληνες διαφωνούσαν με το να αφήσουν ελεύθερους τους Τουρκαλβανούς, που ευθύνονταν για πολλές σφαγές ενώ προσέβλεπαν και στα λάφυρα που θα έχαναν. Οι Τούρκοι αντιμετώπισαν με τρόμο την αποχώρηση των Αλβανών, φτάνοντας σε σημείο να συγκρουστούν μαζί τους εντός της πόλης.
Η συνέχεια στο Military History