Γνωστή κι ως μάχη του Κέηπ Τάουν, η σύγκρουση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των Ναπολεοντείων πολέμων (πόλεμος του Τρίτου Συνασπισμού), μεταξύ μιας συμμαχίας της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας και μερικών ιταλικών βασιλείων εναντίον της Γαλλίας. Η σύγκρουση αυτή επεκτάθηκε και στη θάλασσα αλλά και στις υπερπόντιες κτήσεις και αποικίες της Γαλλίας, μια πραγματικότητα που ο Ναπολέων απεχθανόταν, καθώς δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερη σπουδή να υπερασπιστεί τις περιοχές αυτές.
Η περιοχή του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος στη Νότια Αφρική, είχε κατοικηθεί ήδη από 1652 από Ολλανδούς αποίκους. Με την κατάληψη της Ολλανδίας από τον Ναπολέοντα και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας των Μπαταβών στην αποικία (ένας από τους πολλούς ναπολεόντειους πολιτικούς αυτοσχεδιασμούς), γαλλικός στρατός στάλθηκε εκεί για να ενισχύσει τη φρουρά.
Αναγνωρίζοντας την κομβική σημασία της περιοχής για την επικοινωνία με την Ινδία, η Βρετανία έστειλε με τη σειρά της στόλο και στρατό. Περίπου 5.500 άνδρες μεταφέρθηκαν με εννέα πολεμικά και πολλά μεταγωγικά πλοία στην περιοχή, φτάνοντας την παραμονή των Χριστουγέννων του 1805 αλλά δεν κατόρθωσαν να αποβιβαστούν πριν τις 5 Ιανουαρίου του 1806, λόγω της μόνιμης θαλασσοταραχής, των βραχωδών ακτών και των ισχυρών ρευμάτων.
Ο τοπικός Ολλανδός στρατιωτικός διοικητής, στρατηγός Βίλεμ Γιάνσενς, ήξερε πως δεν είχε ούτε τους άνδρες ούτε την ισχύ πυρός για να αντιπαρατεθεί στις βρετανικές δυνάμεις αλλά άφησε το Ακρωτήριο και βάδισε εναντίον τους με 2.000 περίπου άνδρες για μια μάχη που “απαιτούσε η τιμή της πατρίδας”, όπως είπε. Μεταξύ των ανδρών του βρίσκονταν δοκιμασμένα τμήματα τακτικού Γαλλικού στρατού, πολιτοφύλακες με εμπειρία από τους πολέμους κατά των αφρικανικών φυλών, αλλά και αποικιακά στρατεύματα της Ολλανδίας από την Ιάβα και βιαστικά επιστρατευμένοι πολίτες, ανεκπαίδευτοι και με χαμηλό ηθικό.
Η συνέχεια στο Military History