Στις 17 Ιανουαρίου 2008, το Boeing 777-200 με νηολόγιο «G-YMMM» των Βρετανικών Αερογραμμών εκτελούσε το τακτικό δρομολόγιο από το Πεκίνο στο Λονδίνο στην Πτήση BAW038, που μέχρι τα τρία χιλιόμετρα πριν την προσγείωση ήταν απόλυτα φυσιολογική.
Σε εκείνο το σημείο και σε ύψος 180 μέτρων, το σύστημα διαχείρισης που υλοποιούσε αυτόματα τη διαδικασία προσέγγισης, προσπάθησε να αυξήσει την ώση των δυο κινητήρων για τον τελικό ελιγμό, μια συνηθισμένη εξέλιξη στη συγκεκριμένη φάση της πτήσης.
Εκείνη τη μέρα όμως η επιπλέον ισχύ δεν ήταν τελικά διαθέσιμη και παρά την άμεση παρέμβαση του πληρώματος που μάζεψε τα πτερύγια καμπυλότητας από το «Flaps 30» σε «Flaps 25», το Boeing 777 δεν κατάφερε να φτάσει στο διάδρομο 27L. Η επέμβαση όμως του κυβερνήτη που «επέκτεινε» την απόσταση που διάνυσε το αεροσκάφος μετά την απώλεια της ώσης, απέτρεψε τη συντριβή εκτός των ορίων του αεροδρομίου. Το 777 έπιασε στο μαλακό έδαφος και σταμάτησε ελάχιστα μέτρα πριν την αρχή του διαδρόμου.
Παρά τις ζημίες που υπέστη με την καταστροφή του συστήματος προσγείωσης, που ένα μέρος του δεξιού σκέλους διαπέρασε την άτρακτο τραυματίζοντας σοβαρά έναν επιβάτη, οι υπόλοιποι 46 τραυματισμοί ήταν ελαφρείς. Το περιστατικό ήταν και η πρώτη απώλεια του τύπου που είχε μπει σε υπηρεσία το 1995.
Η διαδρομή από το Πεκίνο εκείνη τη μέρα διέσχισε την Κίνα, την Μογγολία και την Σκανδιναβία σε ύψη από 38 έως 40 χιλιάδες πόδια σε ασυνήθιστα χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι −74 °C. Έτσι οι ελάχιστες ποσότητες νερού (που βρίσκονται φυσικά) στα καύσιμα πάγωσε και περιόρισε τη ροή τους όταν απαιτήθηκε επιπλέον ισχύ στην τελική φάση της προσγείωσης.
Το σύστημα που φρόντιζε για την προστασία των κινητήρων από τέτοια παγοποίηση όπως αυτή που δημιουργήθηκε τη μέρα του περιστατικού, αν και επαρκές με βάση τις τότε απαιτήσεις πιστοποίησης, απέτυχε να διασφαλίσει τη ροή καυσίμου.
Με βάση τα ευρήματα του συμβάντος ο κατασκευαστής βελτίωσε την σχεδίαση της συγκεκριμένης υποδομής αλλά και την εκπαίδευση των χειριστών ώστε να αντιμετωπίζουν ασυνήθιστες αντιδράσεις της λειτουργείας τους και την καλύτερη παρακολούθηση των παραμέτρων τους κατά τη διάρκεια της πτήσης.